Τι σημαίνει το remettre στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης remettre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του remettre στο Γαλλικά.
Η λέξη remettre στο Γαλλικά σημαίνει ξαναπαίζω, ξαναβάζω, παραδίδω, επιστρέφω, επαναφέρω, παραδίδω, παραδίδω κτ/κπ σε κπ, παραδίδω, παραδίνω, επιστρέφω, διανέμω, ξαναβάζω, εμβάζω, υποβάλλω, υποβάλλω, μοιράζω, παραδίδω, παραδίνω, υποβάλλω, αναβάλλω, διακόπτω, αναβάλλω, διανέμω, μοιράζω, καθυστέρηση, κωλυσιεργία, αναποδογυρίζω, αναρρώνω, ξεσκονίζω, φρεσκάρω, αναβάλλω, ανακαινίζω, ξανανάβω, ξαναανάβω, σηκώνω, αναρρώνω, ανακάμπτω, ξαναρυθμίζω, συνεφέρνω, ξεσκονίζω, φρεσκάρω, αναρρώνω, αποκαθιστώ, ξεσκονίζω, φρεσκάρω, επαναφέρω, αμφισβητώ, αναζωογονώ, κάνω επανάληψη, ευυπόληπτα, αναβάλλω, βάζω κτ σε τάξη, αμφιβάλλω, έχω αμφιβολίες, έχω ενδοιασμούς, καλυτερεύω, συνέρχομαι, βάζω τάξη σε, βάζω σε τάξη, γίνομαι γρήγορα καλά, βάζω κπ στη θέση του, αφήνω κτ στην άκρη, βάζω κτ στην άκρη, αμφισβητώ, θέτω εν αμφιβόλω, αναβάλλω, ανακάμπτω, πάω αλλού, ξεκινώ το παιχνίδι με τις αντίπαλες ομάδες σε παράταξη αντιπαράθεσης, αναβάλλω, ανατρέπω, φρεσκάρω, ανανεώνω, αμφισβητώ, επιδιορθώνω, επισκευάζω, ξανατακτοποιοώ, ξαναρυθμίζω, διοργανώνω κτ ξανά, βγάζω κπ από τη σίγαση, μαθαίνω τα νέα, αποδέχομαι, συνέρχομαι, ξεπερνώ, επαναφέρω, επαναθίγω, τακτοποιώ, συμμαζεύω, συγυρίζω, ενδοσκοπικός, ξαναγέμισμα, αναβάλλω, παράδοσης, προετοιμάζω, ετοιμάζω, παραδίδω κτ σε κπ, ανακατασκευάζω, δυσπιστώ, αμφιβάλλω, παίζω, ποντάρω παρολί, υποβάλλω παραίτηση, βοηθώ στην αποκατάσταση κπ μετά από κτ, εκδίδω κτ σε κπ, εκδίδω κτ για κπ, κάνω κπ καλά, αναβάλλω, παραδίδω, επανασυνδέω, αναρρώνω από κτ, προσαρμόζομαι σταδιακά, προσαρμόζομαι μαλακά, γυρίζω σε κπ, ξαναγυρίζω σε κπ, επιστρέφω σε κπ, βάζω κτ πίσω, αναβάλλω, δίνω, εκδίδω κτ για κπ, εκδίδω κτ σε κπ, παίρνω απόφαση, ξεπερνάω, ξεπερνώ, ξαναφέρνω στη μόδα, επαναφέρω στη μόδα, επιστρέφω κτ χωρίς να με πάρουν χαμπάρι, βάζω κπ στη θέση του, προσαρμόζομαι σταδιακά, προσαρμόζομαι μαλακά, ξαναβρίσκομαι, αποκαθιστώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης remettre
ξαναπαίζω(Musique) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le pianiste a rejoué le morceau. |
ξαναβάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραδίδωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'officier de police a persuadé Taylor lui remettre le couteau. |
επιστρέφωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quand tu auras fini le livre, remets-le sur l'étagère. Όταν τελειώσεις το βιβλίο επίστρεψέ το σε παρακαλώ στο ράφι. |
επαναφέρωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jerry a remis son ordinateur aux réglages par défaut. Ο Τζέρι επανέφερε τον υπολογιστή του στις εργοστασιακές ρυθμίσεις. |
παραδίδω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Damas a donné jusqu'à mardi aux ravisseurs de huit ouvriers syriens pour leur remettre les otages. |
παραδίδω κτ/κπ σε κπ
|
παραδίδω, παραδίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a remis son permis de conduire à la police. |
επιστρέφωverbe transitif (à sa place) (κάτι, κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Remettez tous les livres au bon endroit sur l'étagère. |
διανέμω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils vont distribuer (or: remettre) de nouvelles cartes d'affiliation le mois prochain. Θα δώσουν νέες κάρτες μελών τον άλλο μήνα. |
ξαναβάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Veuillez replacer le couvercle après utilisation. Παρακαλείσθε να επανατοποθετήσετε το καπάκι μετά τη χρήση. |
εμβάζωverbe transitif (χρήματα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Remettez (or: reversez) votre paiement dans les trente jours dans l'enveloppe ci-jointe. Στείλτε την πληρωμή σας εντός τριάντα ημερών μέσα στον εσώκλειστο φάκελο. |
υποβάλλωverbe transitif (πχ αίτηση, αναφορά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υποβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il soumit le formulaire d'inscription au docteur. Υπέβαλε τη φόρμα εγγραφής στο γιατρό. |
μοιράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le professeur a distribué les polycopiés aux étudiants. |
παραδίδω, παραδίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les élèves ont rendu leurs devoirs au professeur. Οι μαθητές παρέδωσαν τις εργασίες τους στον καθηγητή. |
υποβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le jeune homme a présenté ses remerciements à la famille pour leur gentillesse. |
αναβάλλω, διακόπτωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ajournons la réunion jusqu'à ce que nous soyons sûrs que le projet ait le feu vert. |
αναβάλλωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διανέμω, μοιράζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le professeur distribue les fiches d'exercices aux élèves. Ο δάσκαλος μοιράζει τα τετράδια εργασίας στους μαθητές. |
καθυστέρηση, κωλυσιεργία(néologisme) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La procrastination de Simon nous a fait manquer l'échéance. Η αναβλητικότητα του Σάιμον είχε ως αποτέλεσμα να μην προλάβουμε την προθεσμία. |
αναποδογυρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναρρώνω(από ασθένεια) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il lui faudra environ deux semaines pour récupérer de sa blessure. Θα χρειαστεί περίπου δυο βδομάδες για να αναρρώσει από τον τραυματισμό. |
ξεσκονίζω, φρεσκάρω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Τα γαλλικά μου είναι αρκετά καλά όταν πάω να μιλήσω. Ωστόσο, θα ήθελα να τα φρεσκάρω λίγο. |
αναβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous différons la réunion à jeudi. Μεταθέτουμε τη συνάντηση για την Πέμπτη. |
ανακαινίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il est actuellement question de rénover le palais épiscopal. Υπάρχουν σχέδια σε εξέλιξη για να ανακαινιστεί το επισκοπικό μέγαρο. |
ξανανάβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξαναανάβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σηκώνω(με κόπο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Πήτερ σήκωσε όρθιο τον φίλο του. |
αναρρώνω(santé) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'athlète a rapidement récupéré après son opération du genou. Ο αθλητής ανάρρωσε σύντομα μετά την εγχείρηση στο γόνατο. |
ανακάμπτω(figuré) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Η εταιρεία θα ανακάμψει από την οικονομική αστάθεια, καθώς τα προϊόντα της έχουν ζήτηση. |
ξαναρυθμίζω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η Ναόμι παρατήρησε ότι το ρολόι της πήγαινε αργά και το ξαναρύθμισε. |
συνεφέρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Victoria avait été très malade mais un traitement efficace et beaucoup de repos l'ont vite rétablie (or: remise sur pied). Η Βικτώρια ήταν πολύ άρρωστη αλλά σύντομα συνήλθε χάρη στην καλή αγωγή και στις πολλές ώρες ξεκούρασης. |
ξεσκονίζω, φρεσκάρω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Γκάρι θέλει να φρεσκάρει τα ισπανικά του πριν πάει στη Μαδρίτη. |
αναρρώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Richard devait attendre que sa jambe guérisse avant de recommencer à faire du sport. |
αποκαθιστώ(la santé) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tom était devenu pâle et léthargique mais un changement radical de régime lui a redonné la santé. Ο Τομ είχε γίνει χλωμός και ληθαργικός αλλά μια δραστική αλλαγή στη διατροφή του αποκατέστησε την υγεία του. |
ξεσκονίζω, φρεσκάρω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επαναφέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Essayent-ils de relancer les pantalons pattes d'éléphants ? Προσπαθούν να επαναφέρουν τα παντελόνια - καμπάνα; |
αμφισβητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les autres scientifiques contestent la validité de l'expérience. |
αναζωογονώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω επανάληψη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ευυπόληπτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Matt ne s'est jamais écarté du droit chemin dans sa vie. Il n'a même jamais eu le moindre PV de stationnement ! |
αναβάλλωlocution verbale (για άλλη στιγμή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν μπορώ να βρεθούμε απόψε. Να το αναβάλουμε για την άλλη εβδομάδα; |
βάζω κτ σε τάξη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αμφιβάλλω, έχω αμφιβολίες, έχω ενδοιασμούςlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καλυτερεύω, συνέρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je suis triste d'apprendre que tu es malade : j'espère que tu te rétabliras vite. Λυπάμαι που είσαι άρρωστη. Ας ελπίσουμε ότι θα συνέλθεις σύντομα. |
βάζω τάξη σε, βάζω σε τάξηlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γίνομαι γρήγορα καλάverbe pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βάζω κπ στη θέση τουlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αφήνω κτ στην άκρη, βάζω κτ στην άκρη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand il a entendu la nouvelle, tout le reste a été relégué au second plan. |
αμφισβητώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θέτω εν αμφιβόλω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακάμπτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il était gravement malade mais il s'est vite remis (or: s'en est vite remis). Σε κάποια φάση ήταν επικίνδυνα άρρωστος, αλλά ανέκαμψε γρήγορα. |
πάω αλλού
Πραγματικά πέρασα πολύ καλά στη Ρώμη, αλλά ήρθε η ώρα να πάω αλλού. |
ξεκινώ το παιχνίδι με τις αντίπαλες ομάδες σε παράταξη αντιπαράθεσης(Hockey sur gazon) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αναβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les organisateurs ont dû reporter le spectacle à demain car l'un des artistes était malade. Οι διοργανωτές αναγκάστηκαν να αναβάλουν την παράσταση για αύριο καθώς ένας από τους καλλιτέχνες είναι άρρωστος. |
ανατρέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Αυτό το εύρημα ανατρέπει τον πρότερο ισχυρισμό ότι πρόκειται για ένα νέο είδος. |
φρεσκάρω, ανανεώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αμφισβητώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιδιορθώνω, επισκευάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξανατακτοποιοώ, ξαναρυθμίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διοργανώνω κτ ξανάverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βγάζω κπ από τη σίγαση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μαθαίνω τα νέαverbe pronominal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποδέχομαι(κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le patron de Rachel n'était pas d'accord avec son idée mais comme il avait plus d'expérience, elle s'en est remise à son jugement. |
συνέρχομαι, ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'espère que tu te remettras très rapidement de ta grippe. Ελπίζω να συνέρθεις από τη γρίπη σύντομα. Μέχρι την άνοιξη είχε ξεπεράσει τον ιό που τον τριγυρνούσε όλο το χειμώνα. |
επαναφέρω, επαναθίγωverbe transitif (figuré, familier) (θέμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le nouveau ministre veut remettre sur la table le débat autour des 35 heures. |
τακτοποιώ, συμμαζεύω, συγυρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ενδοσκοπικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ξαναγέμισμα(familier) (διαδικασία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Vous avez eu assez de café ou je vous en reremplis un verre ? |
αναβάλλωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Désolé mais il faudra remettre le dîner à une autre fois car je dois réviser pour un examen. Θα πρέπει να αναβάλλω το αποψινό δείπνο μας. Πρέπει να διαβάσω όλη νύχτα για την εξέταση. |
παράδοσης(σε γενική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προετοιμάζω, ετοιμάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'équipage a dû remettre la voiture en état pour le dernier jour du rallye. |
παραδίδω κτ σε κπ
Jackson affirme qu'il avait eu l'intention de remettre le pistolet à la police le lendemain. |
ανακατασκευάζωverbe transitif (de l'équipement) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Karen est propriétaire d'une entreprise qui répare de vieux ordinateurs afin qu'ils puissent être réutilisés. Η Κάρεν είναι ιδιοκτήτρια μιας εταιρείας που ανακατασκευάζει παλιούς υπολογιστές για να μπορούν να ξαναχρησιμοποιηθούν. |
δυσπιστώ, αμφιβάλλωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je peux remettre en cause toutes leurs déclarations avec des preuves. |
παίζω, ποντάρω παρολίverbe transitif (jeux de hasard) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
υποβάλλω παραίτησηlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a donné sa démission parce qu'il en avait assez d'être traité comme un esclave. Υπέβαλε παραίτηση επειδή κουράστηκε να τον μεταχειρίζονται σαν σκλάβο. |
βοηθώ στην αποκατάσταση κπ μετά από κτlocution verbale (des blessés, malades) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La clinique était conçue pour aider les patients à se remettre du cancer. Η κλινική σχεδιάστηκε για να βοηθά στην αποκατάσταση ασθενών μετά από καρκίνο. |
εκδίδω κτ σε κπ, εκδίδω κτ για κπ
L'université remet des cartes d'identité à tous ses étudiants. Το πανεπιστήμιο εκδίδει ταυτότητες για όλους του τους φοιτητές. |
κάνω κπ καλάverbe transitif (un patient) (καθομιλουμένη) Ne t'en fais pas, les médecins vont te remettre sur pied en moins de deux. |
αναβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je suis occupée cet après-midi, pouvons-nous reporter notre réunion à demain ? Il était trop occupé le matin, alors il a reporté son rendez-vous à l'après-midi. Είμαι απασχολημένος αυτό το απόγευμα, μπορούμε να αναβάλλουμε τη συνάντησή μας μέχρι αύριο; |
παραδίδω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a remis l'argent à son chef. Παρέδωσε τα χρήματα στο αφεντικό της. |
επανασυνδέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναρρώνω από κτ(santé) Cela prend du temps de se remettre d'une maladie grave. Θέλει χρόνο για να αναρρώσεις (or: συνέλθεις) από μια σοβαρή ασθένεια. |
προσαρμόζομαι σταδιακά, προσαρμόζομαι μαλακά(figuré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Après une semaine de congé, il faut se remettre doucement au travail. |
γυρίζω σε κπ, ξαναγυρίζω σε κπ, επιστρέφω σε κπ
Gina a décidé de revenir vers son mari et d'essayer de faire que leur relation marche. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η Ελένη ξαναγύρισε στον πρώην άντρα της. |
βάζω κτ πίσω(à sa place initiale) |
αναβάλλω(για συγκεκριμένο χρόνο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La réunion a été repoussée d'une semaine. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μπορούμε να αναβάλλουμε το ραντεβού για μερικές μέρες εάν δεν μπορείς αύριο. |
δίνω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Veuillez donner ce formulaire à vos parents. Παρακαλώ δώσε αυτή την αίτηση στους γονείς σου. |
εκδίδω κτ για κπ, εκδίδω κτ σε κπ
La bibliothèque m'a remis une nouvelle carte. Στη βιβλιοθήκη μου έβγαλαν καινούρια κάρτα. |
παίρνω απόφαση(d'une surprise) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεπερνάω, ξεπερνώ(d'une déception) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quand le voyage a été annulé, je n'ai pas pu me remettre de ma déception. |
ξαναφέρνω στη μόδα, επαναφέρω στη μόδα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les stylistes à Paris ont décidé de remettre la mini-jupe à la mode (or: au goût du jour). Οι σχεδιαστές στο Παρίσι αποφάσισαν να ξαναφέρουν στη μόδα τις μίνι φούστες. |
επιστρέφω κτ χωρίς να με πάρουν χαμπάρι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Après avoir lu le document confidentiel, il le remit discrètement dans sa chemise. Après en avoir retiré l'argent, le pickpocket remit discrètement le portefeuille dans la poche de son propriétaire. |
βάζω κπ στη θέση του(figuré) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Frank était un peu prétentieux au début mais le nouveau professeur l'a remis à sa place. Ο Φρανκ ήταν λίγο επιδεικτικός στην αρχή, αλλά ο δάσκαλος τον έβαλε στη θέση του. |
προσαρμόζομαι σταδιακά, προσαρμόζομαι μαλακά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξαναβρίσκομαι(με κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αποκαθιστώ(terres) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La décharge a été réaménagée pour un projet commercial. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του remettre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του remettre
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.