Τι σημαίνει το reprendre στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης reprendre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του reprendre στο Γαλλικά.
Η λέξη reprendre στο Γαλλικά σημαίνει διασκευάζω, διορθώνω, ξαναξεκινάω, τρώω άλλη μια μερίδα, ρυθμίζω, προσαρμόζω, επιστρέφω, συνεχίζω, συνεχίζω, επαναλαμβάνω, μεταφέρω, αναμεταδίδω, συνεχίζω, ξαναρχίζω, μαζεύω, στενεύω, ανακαταλαμβάνω, ξανανοίγω, συνεχίζομαι, ξαναρχίζω, ξεκινώ εκ νέου, ξεκινώ και πάλι, αρχίζω εκ νέου, αρχίζω και πάλι, ξεκινώ εκ νέου, ξεκινώ και πάλι, αρχίζω εκ νέου, αρχίζω και πάλι, παίρνω πίσω, ξανανοίγω, ανακαταλαμβάνω, ξαναμαθαίνω, ξαναμελετώ, ξαναδιαβάζω, αναλαμβάνω, φουντώνω, ξανακερδίζω, αναλαμβάνω και πάλι, αναλαμβάνω ξανά, διορθώνω, διασαφηνίζω, επιστρέφω σε κτ, κάνω μικροαλλαγές σε κτ, ξεκινώ κτ από την αρχή, αρχίζω κτ από την αρχή, προκαλώ, επαναλαμβάνω, ξαναρχίζω, ξανανοίγω, αλλάζω, ξαναπαίρνω, επιστροφή στο σχολείο, ανακτώ, επανασυνδέω, ξαναεπικοινωνώ, ξανακάνω, επικοινωνώ με κπ, αλλάζω τελείως, ξανά, πάλι, πίσω στη δουλειά, ξελαχανιάζω, παίρνω κουράγιο, συνέρχομαι, μαζεύω τα κομμάτια μου, παίρνω τη σκυτάλη, παίρνω τα ηνία, επιστρέφω στη δουλειά, επιστρέφω στην εργασία, συνέρχομαι γρήγορα, κάνω ένα διάλειμμα, συμμαζεύομαι, επιστρέφω με αεροπλάνο, συνέρχομαι, πάω αλλού, ζωντανεύω, ζωηρεύω, χαροποιώ, γίνομαι πιο δυνατός, επικοινωνώ, ανακτώ τις αισθήσεις μου, έχω επιστρέψει στα καθήκοντά μου, στο σωστό δρόμο, επιστρέφω στη δουλειά, επιστρέφω στην εργασία, παίρνω, επανέρχομαι γρήγορα σε πρότερη κατάσταση, συνέρχομαι, κάνω μισό βολέ, κάνω χαφ βολέ, προκαλώ κπ σχετικά με κτ, κάνω βολέ, αλλάζω τη ζωή μου, συμμαζεύομαι, συμμαζεύομαι, συνέρχομαι, ηρεμώ, συγκεντρώνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης reprendre
διασκευάζω(Musique) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pendant le concert, le groupe a repris un classique de Bob Dylan. |
διορθώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a rectifié le dessin avant que son patron ne le voie. Διόρθωσε το σχέδιο πριν το δει το αφεντικό του. |
ξαναξεκινάωverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τρώω άλλη μια μερίδα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ce dessert était délicieux : je peux en reprendre, s'il vous plaît ? Το γλυκό ήταν απίθανο. Μπορώ να έχω άλλη μια μερίδα, παρακαλώ; |
ρυθμίζω, προσαρμόζωverbe transitif (un vêtement) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιστρέφω, συνεχίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'aimerais bien poursuivre cette conversation, mais il faut que je reprenne le travail. Θα μου άρεσε να μιλούσαμε περισσότερο, αλλά πρέπει να συνεχίσω τη δουλειά μου. |
συνεχίζωverbe transitif (ce qui a été arrêté) (μετά από διακοπή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vont-ils reprendre le projet, ou celui-ci est-il définitivement stoppé ? Θα συνεχίσουν με αυτό το έργο ή έχει ανασταλεί επ’ αόριστον; |
επαναλαμβάνωverbe transitif (μουσική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils reprennent le thème de l'amour lorsque le héros meurt. |
μεταφέρω, αναμεταδίδω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si tu veux avoir une bonne note, il ne suffit pas de reprendre les mots de l'auteur. |
συνεχίζωverbe transitif (une discussion) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils reprirent leur conversation après le discours. Συνέχισαν τη συζήτησή τους μετά την ομιλία. |
ξαναρχίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαζεύω, στενεύωverbe transitif (un vêtement) (ρούχα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce pantalon est trop large : il faudrait le reprendre. Το παντελόνι είναι πολύ φαρδύ, πρέπει να το στενέψω. |
ανακαταλαμβάνωverbe transitif (Militaire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξανανοίγωverbe intransitif (dossier, enquête) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συνεχίζομαιverbe intransitif (discussion,...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les négociations reprirent après une interruption de deux mois. |
ξαναρχίζωverbe transitif (une activité) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il faut que je reprenne mes études de langue. |
ξεκινώ εκ νέου, ξεκινώ και πάλι, αρχίζω εκ νέου, αρχίζω και πάλιverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεκινώ εκ νέου, ξεκινώ και πάλι, αρχίζω εκ νέου, αρχίζω και πάλιverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίρνω πίσωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξανανοίγωverbe transitif (un débat) (καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακαταλαμβάνω(εδαφικό χώρο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξαναμαθαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξαναμελετώ, ξαναδιαβάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναλαμβάνω(un devoir, une charge) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φουντώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Η φωτιά φούντωσε αφού οι πυροσβέστες νόμισαν ότι έσβησε. |
ξανακερδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Après son infidélité, John a dû beaucoup travailler pour regagner la confiance de sa femme. Μετά την παράλληλη σχέση του, ο Τζον έπρεπε να προσπαθήσει πολύ για να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη της γυναίκας του. |
αναλαμβάνω και πάλι, αναλαμβάνω ξανά(un rôle...) (αξίωμα, καθήκον, θέση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διορθώνω, διασαφηνίζωverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Avant, je pensais que New York était la capitale des États-Unis jusqu'à ce que mon ami Paul me corrige (et me dise que c'était Washington). |
επιστρέφω σε κτ
William avait juré qu'il serait désormais sage, mais il est vite retombé dans ses mauvaises habitudes. Ο Γουίλιαμ ορκίστηκε ότι θα ήταν καλός από εδώ και πέρα, όμως επέστρεψε σύντομα στον κακό του εαυτό. |
κάνω μικροαλλαγές σε κτverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La société a réutilisé (or: repris) son projet mais cela a échoué à nouveau. |
ξεκινώ κτ από την αρχή, αρχίζω κτ από την αρχήverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προκαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επαναλαμβάνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Son assistante ne fait que hocher la tête et répéter tout ce qu'il dit. |
ξαναρχίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai décidé de recommencer (or: reprendre) mes études après la mort de mon mari. Αποφάσισα να ξαναρχίσω τις σπουδές μου αφού πέθανε ο σύζυγός μου. |
ξανανοίγωverbe transitif (un dossier, une enquête) (καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αλλάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Wendy a remanié (or: revu) son emploi du temps pour avoir moins de rendez-vous. |
ξαναπαίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιστροφή στο σχολείο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La rentrée des élèves a lieu le 6 septembre cette année. |
ανακτώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επανασυνδέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξαναεπικοινωνώ(με κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξανακάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le rapport était mauvais et le patron me l'a fait refaire. Η αναφορά ήταν χάλια και το αφεντικό μ' έβαλε να την ξανακάνω. |
επικοινωνώ με κπ
Επικοινώνησε μαζί μου σε μερικές εβδομάδες για να δω πως προχωράει το πρότζεκτ. |
αλλάζω τελείως
Η αδερφή μου έχει αλλάξει τελείως τη ζωή της. |
ξανά, πάλι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πίσω στη δουλειάlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξελαχανιάζωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Après avoir monté 20 étages, il me fallut plusieurs minutes pour reprendre mon souffle. |
παίρνω κουράγιο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) On peut être encouragé par les améliorations que l'on voit dans l'économie. |
συνέρχομαιverbe pronominal (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il est temps que tu arrêtes de paniquer et que tu te ressaisisses (or: et que tu te reprennes). Είναι καιρός να σταματήσω να πανικοβάλλομαι και να συνέλθω. Είναι τόσο αγχωμένος. Πρέπει να συνέρθει. |
μαζεύω τα κομμάτια μου(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Après la mort de son mari, elle fit de son mieux pour reprendre le cours normal de la vie. |
παίρνω τη σκυτάλη, παίρνω τα ηνίαlocution verbale (figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mozart a repris le flambeau que lui avait transmis Haydn et a élevé la musique classique vers de nouveaux sommets. |
επιστρέφω στη δουλειά, επιστρέφω στην εργασίαlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συνέρχομαι γρήγορα
Le professeur a surpris James en train de rêvasser, mais il a vite repris ses esprits. Ο δάσκαλος έπιασε τον Τζέιμς να ονειροπολεί, αλλά συνήλθε γρήγορα. |
κάνω ένα διάλειμμα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συμμαζεύομαι(μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επιστρέφω με αεροπλάνο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνέρχομαι(καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quand il a repris connaissance (or: a repris ses esprits), il était à l'hôpital. Όταν συνήλθε, βρισκόταν στο νοσοκομείο. |
πάω αλλού
Πραγματικά πέρασα πολύ καλά στη Ρώμη, αλλά ήρθε η ώρα να πάω αλλού. |
ζωντανεύω, ζωηρεύω(familier) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lucy s'est requinquée en buvant une tasse de café. Η Λούσι ζωντάνεψε αφού ήπιε μια κούπα καφέ. |
χαροποιώlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Reprends courage, tu auras une autre chance demain ! |
γίνομαι πιο δυνατόςverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επικοινωνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) On se rappelle quand tu auras fini la première tâche. Θα επικοινωνήσουμε μόλις ολοκληρώσεις την πρώτη σου εργασία. |
ανακτώ τις αισθήσεις μου
|
έχω επιστρέψει στα καθήκοντά μουlocution verbale (familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στο σωστό δρόμο(figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Après avoir échoué ses cours le semestre dernier, elle s'est remise dans le droit chemin et a bien réussi ce semestre. |
επιστρέφω στη δουλειά, επιστρέφω στην εργασίαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ma sœur a pris sa retraite il y a trois ans, mais elle vient de recommencer à travailler. |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Servez-vous en biscuits. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Βάλε και άλλο κέικ. |
επανέρχομαι γρήγορα σε πρότερη κατάσταση
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συνέρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le patient a repris connaissance (or: est revenu à lui) après son opération. Ο ασθενής συνήλθε γρήγορα μετά την εγχείρηση. |
κάνω μισό βολέ, κάνω χαφ βολέverbe transitif (Tennis) (τένις) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il a repris la balle en demi-volée. |
προκαλώ κπ σχετικά με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω βολέ(Tennis) (τένις) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Anna a repris la balle de volée et l'a mise à plusieurs mètres de son adversaire. |
αλλάζω τη ζωή μουlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συμμαζεύομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συμμαζεύομαιverbe pronominal (αργκό, μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συνέρχομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Betty a été bouleversée quand Liam lui a dit qu'il la quittait, mais elle s'est vite reprise et a continué son bonhomme de chemin. |
ηρεμώ, συγκεντρώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Laisse-moi reprendre mes esprits avant de monter sur scène. Je suis encore un peu sous le choc. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μαζέψου, δεν είναι ωραίο να κλαις μπροστά στον κόσμο. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του reprendre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του reprendre
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.