Τι σημαίνει το souffler στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης souffler στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του souffler στο Γαλλικά.

Η λέξη souffler στο Γαλλικά σημαίνει φυσάω, φυσώ, φυσώ, ξεφυσώ, φυσάω, παίζω, εκπνέω, κάνω ένα διάλειμμα, εκπνέω, παίρνω ανάσα, παίρνω μια ανάσα, φυσώ, ξεφυσώ, φυσώ, δυναμώνω, κινούμαι, σβήνω, κάνω κπ να τα δει όλα, εκπνέω, αναπνέω, ανασαίνω, σβήνω φλόγα/κερί, σβήνω, αναπνέω με δυσκολία, ανατινάζω, αγκομαχάω, ξεφυσάω, φυσάω με δύναμη, φυσάω, φυσώ, φυσάω, ρίχνω λάδι στη φωτιά, τα χώνω σε κπ, τη λέω σε κπ, κάνω κήρυγμα σε κπ, είμαι μία κρύο μία ζέστη, κόβω την ανάσα, αναπνέω, υποβοήθηση, φυσάω, φυσάω απαλά, φυσάω ελαφρά, επηρεάζω, λυσσομανώ, υπενθυμίζω την ατάκα σε κπ, τροφοδοτώ, δίνω, κάνω αλκοτέστ σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης souffler

φυσάω, φυσώ

verbe intransitif (vent)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le vent d'hiver souffle de l'ouest.
Τον χειμώνα ο άνεμος φυσάει από τα δυτικά.

φυσώ, ξεφυσώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Robert soufflait tandis qu'il grimpait la colline.

φυσάω

verbe transitif (du verre) (για γυαλί)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίζω

verbe intransitif (dans un instrument à vent)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le trompettiste souffle de toutes ses forces dans son instrument.

εκπνέω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Carlos a allumé une cigarette et a rejeté la fumée par les narines.

κάνω ένα διάλειμμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκπνέω

verbe transitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παίρνω ανάσα, παίρνω μια ανάσα

verbe intransitif (figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nous avons travaillé 24 heures sans même une pause pour souffler.

φυσώ, ξεφυσώ

(μηχανή)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je ne suis pas sûre de ce qui se passe avec cette voiture, mais le moteur souffle depuis quelques temps.

φυσώ

verbe transitif (vent)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δυναμώνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κινούμαι

(για τραίνο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σβήνω

(bougie)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Assurez-vous de souffler (or: d'éteindre) les bougies avant de partir de la maison.

κάνω κπ να τα δει όλα

verbe transitif (familier : impressionner) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sophie a soufflé (or: épaté) tout le monde avec sa magnifique voix.
Η Σόφι τους άφησε όλους άφωνους με την υπέροχη φωνή της.

εκπνέω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Maria expira lentement en regardant le bazar.

αναπνέω, ανασαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σβήνω φλόγα/κερί

(une bougie)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il faut éteindre les bougies avant d'aller au lit, pour ne pas mettre le feu.

σβήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a éteint les bougies sur son gâteau d'anniversaire.
Έσβησε τα κεράκια στην τούρτα γενεθλίων της.

αναπνέω με δυσκολία

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Rob haletait suite à sa course.

ανατινάζω

(un immeuble)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'équipe de démolisseurs a prévu de faire sauter cet immeuble.
Η ομάδα κατεδάφισης σχεδιάζει να ανατινάξει εκείνο το κτίριο.

αγκομαχάω, ξεφυσάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φυσάω με δύναμη

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le loup dit aux trois petits cochons : "Je vais souffler et souffler et ta maison va s'envoler !"

φυσάω, φυσώ

(personne) (με το στόμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Souffle sur le moulin et regarde-le tourner.
Φύσηξε τα κεριά στην τούρτα γενεθλίων της.

φυσάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω λάδι στη φωτιά

(figuré) (μεταφορικά)

τα χώνω σε κπ, τη λέω σε κπ

(figuré, familier) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quand son patron a appris ce qui était arrivé, Sally a été convoquée dans son bureau et s'est fait passer un savon (or: fait remonter les bretelles).

κάνω κήρυγμα σε κπ

(familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

είμαι μία κρύο μία ζέστη

locution verbale (figuré) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κόβω την ανάσα

locution verbale (figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναπνέω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tiens, souffle dans ce sac à papier, ça t'aidera à calmer ton hyperventilation.

υποβοήθηση

locution verbale

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le professeur de théâtre a soufflé leur texte aux étudiants qui avaient oublié leurs répliques.

φυσάω

verbe intransitif (άνεμος, κατά ριπές)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Josh est rentré quand le vent s'est mis à souffler en rafales.
Ο Τζος μπήκε μέσα όταν ο άνεμος άρχισε να φυσά πολύ δυνατά.

φυσάω απαλά, φυσάω ελαφρά

Un vent frais soufflait doucement à travers la fenêtre.

επηρεάζω

(figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un vent de changement souffle sur le club d'Olde Towne : ils ont accepté leur tout premier membre de sexe féminin.
Άνεμος αλλαγής πνέει στη λέσχη «Olde Towne». Για πρώτη φορά, γυναίκα γίνεται μέλος αυτής της λέσχης.

λυσσομανώ

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Zoé était contente d'être à l'intérieur avec un tel vent glacial qui soufflait en rafales dehors.

υπενθυμίζω την ατάκα σε κπ

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Comme Ian avait oublié sa réplique, le régisseur lui a soufflé son texte.
Όταν ο Ίαν ξέχασε την ατάκα του, του την υπενθύμισε ο διευθυντής της σκηνής.

τροφοδοτώ

(κάποιον με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les médias donnent des informations aux gens.

δίνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω αλκοτέστ σε κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του souffler στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.