Τι σημαίνει το amour στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης amour στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του amour στο Γαλλικά.
Η λέξη amour στο Γαλλικά σημαίνει αγάπη, αγάπη, αγάπη, έρωτας, αγάπη, αξιαγάπητος, αξιολάτρευτος, έρωτας, καλό παιδί, καλό παιδάκι, γλυκούλης, άγγελος, γλυκός, καλός, αγαπημένος, αγαπημένη, αγάπες, αγαπούλες, αγαπάω, αγαπώ, αγάπη, κάνω έρωτα, με αγάπη, με λατρεία, περηφάνια, υπερηφάνεια, η αξία μου, φυσαλίς, αυτοεκτίμηση, εγωιστική πράξη, με αγάπη, με τρυφερότητα, με στοργή, μπάκα, σαμπρέλα, κοιλάρα, φιλαυτία, αυτοσεβασμός, αυτοπεποίθηση, χωρίς αγάπη, που θρηνεί για χαμένη αγάπη, που πενθεί για χαμένη αγάπη, ερωτευμένος, από αγάπη, με στοργή, για όνομα του θεού! έλεος!, για όνομα του Θεού!, έλεος!, για όνομα του θεού! έλεος!, για όνομα του Θεού, μητρική φροντίδα, νεανικός έρωτας, εφηβικός έρωτας, αληθινή αγάπη, πληγωμένος εγωισμός, πράξη αγάπης, αδερφική αγάπη, απαγορευμένος έρωτας, παράνομος έρωτας, ελεύθερος έρωτας, θεά του έρωτα, σχέση, ερωτικό γράμμα, ερωτικό τραγούδι, αισθηματική ιστορία, μητρική αγάπη, μητρική αγάπη, γονική αγάπη, συνουσία, σωματική επαφή, ερωτικό πάθος, πραγματική αγάπη, αληθινή αγάπη, αυτοσεβασμός, ενθουσιασμός, σχέση εξ αποστάσεως, χαμένη αγάπη, πιασίματα, ερωτική πράξη, αγάπη για τον εαυτό μου, αγάπη για τα έργα τέχνης, κτ που γίνεται για ευχαρίστηση, ερωτική φωλιά, ειρήνη και αγάπη, από αγάπη για, είμαι ερωτευμένος με κπ, κάνω έρωτα, ερωτεύομαι, με φροντίδα, με στοργή, πράξη εξευμενισμού, απαγορευμένος έρωτας, παράνομος έρωτας, εκδήλωση αγάπης, πραγματική αγάπη, έρωτας, ερωτεύομαι, το κάνω, ερωτευμένος με κπ, ερωτεύομαι, ρομάντζο, ιπποτικός έρωτας, ζαχαριένος, ζαχαρωτός, κλασικός, -, ψεύτικη αγάπη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης amour
αγάπηnom masculin (sentiment d'affection) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'amour est sans doute l'émotion humaine la plus forte. Η αγάπη είναι ίσως το πιο σημαντικό συναίσθημα του ανθρώπου. |
αγάπηnom masculin (sentiments amoureux) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) On voyait tout l'amour qu'elle lui portait dans ses yeux. Μπορούσες να δεις την αγάπη της για αυτόν στα μάτια της. |
αγάπηnom masculin (personne aimée) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle a été mon premier amour. Ήταν ο πρώτος μου έρωτας. |
έρωταςnom masculin (sentiment amoureux) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Son amour la rendit si heureuse. Ο έρωτάς του γι' αυτήν την έκανε να νιώθει πολύ ωραία. |
αγάπη([qch] d'aimé) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La danse classique était son premier amour. Το μπαλέτο ήταν η πρώτη της αγάπη. |
αξιαγάπητος, αξιολάτρευτος(familier, pour homme et femme) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quel amour tu es ! Είσαι γλύκας! |
έρωταςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Imogen ne croit pas que l'amour en vaille la peine. Η Ίμοτζεν πιστεύει ότι δεν αξίζει να κάνει κανείς τόση προσπάθεια για τον έρωτα. |
καλό παιδί, καλό παιδάκι(figuré, familier) (καθομιλουμένη: συνήθως σε νεότερο) Sois un amour et aide-moi à faire la vaisselle, veux-tu ? Θα μου δώσεις ένα χεράκι με τα πιάτα σαν καλό παιδί; |
γλυκούλης(enfant gentil) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sa fille de trois ans est adorable, c'est un amour (de petite fille). |
άγγελοςnom masculin (figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ma nièce est un petit amour (or: ange) bien élevé ! |
γλυκός, καλόςnom masculin (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Merci de m'avoir aidé pour ce travail ; tu es un amour (or: un ange) ! Ευχαριστώ που με βοήθησες με αυτή την δουλειά· είσαι τόσο γλυκός. |
αγαπημένος, αγαπημένη(personne aimée) (ερωτική σχέση) Je vais épouser ma bien-aimée au printemps, si ce n'est plus tôt. |
αγάπες, αγαπούλες(gratification sexuelle) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Il était de bonne humeur. Sa femme lui avait probablement donné du plaisir la nuit précédente. Είχε καλή διάθεση. Μάλλον η γυναίκα του τού έκανε αγάπες το προηγούμενο βράδυ. |
αγαπάω, αγαπώ(avoir une profonde affection) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle aime trop. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι άνθρωπος που αγαπάει πολύ. |
αγάπη(sentiment pour [qch]) (για κάτι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Son amour pour le basket était évident pour tout le monde. Η αγάπη του για το μπάσκετ ήταν φανερή σε όλους. |
κάνω έρωτα(καθομ: σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je veux que tu me fasses l'amour ce soir, bébé. Θέλω να μου κάνεις παθιασμένο έρωτα σήμερα, μωρό μου. |
με αγάπη, με λατρεία
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
περηφάνια, υπερηφάνεια(haute estime de soi) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il a trop d'orgueil pour admettre qu'il avait tort. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Με καμάρι μας ανακοίνωσε ότι πήρε άριστα στο διαγώνισμα. |
η αξία μου
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
φυσαλίς(plante) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αυτοεκτίμησηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εγωιστική πράξη
|
με αγάπη, με τρυφερότητα, με στοργή
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μπάκα, σαμπρέλα, κοιλάρα(ΗΠΑ, αργκό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φιλαυτίαnom masculin (εγωισμός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il a perdu son meilleur ami et par excès d'amour-propre, il ne fera rien pour regagner son amitié. |
αυτοσεβασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αυτοπεποίθησηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les éloges ont fait du bien à mon amour-propre et je me sens mieux dans mon travail maintenant. |
χωρίς αγάπηlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που θρηνεί για χαμένη αγάπη, που πενθεί για χαμένη αγάπηlocution adjectivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ερωτευμένος(soutenu) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
από αγάπηadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quand je me marierai, ça sera par amour et rien d'autre. |
με στοργήlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Pendant des années, il s'est occupé de sa petite sœur avec amour. |
για όνομα του θεού! έλεος!(un peu vieilli) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Pour l'amour de Dieu ! Laisse-moi tranquille quand j'essaie de lire ! |
για όνομα του Θεού!, έλεος!interjection (un peu vieilli) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Σταμάτα να είσαι κακός με την αδερφή σου, για όνομα του Θεού! Για όνομα του Θεού, μην το κάνεις αυτό! |
για όνομα του θεού! έλεος!interjection (un peu daté) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
για όνομα του Θεούinterjection (vieilli) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) John, pour l'amour du ciel, reste tranquille une minute et laisse-moi réfléchir. |
μητρική φροντίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
νεανικός έρωτας, εφηβικός έρωτας
|
αληθινή αγάπηnom masculin Je crois qu'entre Nelson et moi, c'est le grand amour. |
πληγωμένος εγωισμός
Quand je suis tombé à vélo, c'est mon amour-propre qui a le plus souffert. |
πράξη αγάπηςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αδερφική αγάπηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απαγορευμένος έρωτας, παράνομος έρωταςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'enfant de ma sœur fut le résultat d'un amour interdit. |
ελεύθερος έρωταςnom masculin (vieilli) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
θεά του έρωταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σχέση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle a une aventure avec un homme marié. Έχει σχέση με έναν παντρεμένο. |
ερωτικό γράμμαnom féminin (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Pendant son absence, il lui a écrit une lettre d'amour à tous les jours. |
ερωτικό τραγούδιnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La plupart des chansons pop sont des chansons d'amour. |
αισθηματική ιστορίαnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Oh non, pas encore une de ces sempiternelles histoires d'amour ! |
μητρική αγάπηnom masculin L'amour maternel est fondamental pour l'enfant. |
μητρική αγάπηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γονική αγάπηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'amour parental est plus fort que tout autre. |
συνουσία, σωματική επαφήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ερωτικό πάθοςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πραγματική αγάπη, αληθινή αγάπηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η αληθινή αγάπη του ζευγαριού ήταν εμφανής σε όλους. Δεν μπορούσαν να πάρουν ο ένας τα μάτια του από τον άλλον. |
αυτοσεβασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ενθουσιασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σχέση εξ αποστάσεως
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Le couple entretient une relation à distance depuis deux ans. |
χαμένη αγάπηnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πιασίματαnom féminin pluriel (figuré, familier) (καθομ, μτφ: στη μέση) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Il est temps que je travaille mes abdos et mes obliques, on commence à voir mes poignées d'amour ! |
ερωτική πράξη
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) « Faites l'amour, pas la guerre ! » |
αγάπη για τον εαυτό μουnom masculin (αυτοεκτίμηση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) C'est une question d'amour propre. Il refuse de s'abaisser à présenter des excuses. |
αγάπη για τα έργα τέχνηςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κτ που γίνεται για ευχαρίστηση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ερωτική φωλιάnom masculin (figuré) |
ειρήνη και αγάπη(anglicisme) |
από αγάπη για
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'aime jardiner, juste pour l'amour de voir les plantes pousser. |
είμαι ερωτευμένος με κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il est si attentionné ! Je suis amoureuse de lui. |
κάνω έρωταlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les deux amants ont fait l'amour toute la nuit. |
ερωτεύομαι(couple) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le couple est tombé amoureux quand il était à l'université. Το ζευγάρι ερωτεύτηκε όταν ήταν στο πανεπιστήμιο. |
με φροντίδα, με στοργήlocution adverbiale (figuré) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πράξη εξευμενισμού
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
απαγορευμένος έρωτας, παράνομος έρωταςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εκδήλωση αγάπης(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ce film est sa déclaration d'amour à la ville de Rome. |
πραγματική αγάπη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έρωταςnom féminin (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Son histoire d'amour avec le Japon a commencé il y a deux ans, après y avoir passé des vacances. Ο έρωτάς της με οτιδήποτε ιαπωνικό ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια, μετά τις διακοπές της στην Ιαπωνία. |
ερωτεύομαι(personne) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Gina tombe amoureuse toutes les cinq minutes ! |
το κάνω(familier) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ερωτευμένος με κπ(soutenu) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ερωτεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je crois que je suis tombée amoureuse de lui la toute première fois que je l'ai vu. |
ρομάντζοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Linda aime lire des romans d'amour. Στη Λίντα αρέσει να διαβάζει ρομάντζα. |
ιπποτικός έρωταςnom masculin |
ζαχαριένος, ζαχαρωτός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κλασικόςlocution adjectivale (histoire) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Il est et restera un éternel étudiant en langues. Μαθαίνει ξένες γλώσσες σε όλη του τη ζωή. |
ψεύτικη αγάπηnom masculin |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του amour στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του amour
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.