Τι σημαίνει το amoureux στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης amoureux στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του amoureux στο Γαλλικά.
Η λέξη amoureux στο Γαλλικά σημαίνει φίλος, ερωτικός, είμαι ερωτευμένος, ερωτικός, ερωτοχτυπημένος, ερωτευμένος, ερωτευμένος, λάτρης, αγαπητικός, ερωτοχτυπημένος, -, λάτρης, που έχω λατρέψει κπ, που με έχει ξετρελάνει κπ, ερωτοτροπία, καυγάς, τρίγωνο, αυτός που βγαίνει ραντεβού, αγαπημένο ζευγάρι, βιβλιοφάγος, αυτός που αγαπάει τα άλογα, κόμπος της αληθινής αγάπης, ερωτικό τρίγωνο, ερωτικό καβγαδάκι, άνθρωπος του έξω, άνθρωπος της φύσης, που έχουν σχέση από το σχολείο, είμαι ερωτευμένος με κπ, βγαίνω, ραντεβού, ερωτεύομαι, αυτός που αγαπάει τα άλογα, ερωτευμένος με κπ, ερωτεύομαι σφόδρα, ερωτεύομαι τρελά, ερωτεύομαι, είμαι ερωτευμένος, ερωτεύομαι σφόδρα, ερωτεύομαι τρελά, κολλημένος με κπ, τρελά ερωτευμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης amoureux
φίλος(familier) (μτφ: ερωτικός σύντροφος) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Julie et son copain sortent ensemble depuis deux ans. Η Τζούλι και ο σύντροφός της βγαίνουν εδώ και δύο χρόνια. |
ερωτικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
είμαι ερωτευμένοςadjectif (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Les gens amoureux n'écoutent les conseils de personne. Tous les deux sont amoureux et passent chaque moment ensemble. Όσοι είναι ερωτευμένοι ποτέ δεν ακούν συμβουλές από άλλους. Οι δυο τους είναι ερωτευμένοι και περνάνε κάθε στιγμή μαζί. |
ερωτικός(personne, exploit) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La jeune fille était poursuivie par un prétendant amoureux dont elle rejeta la proposition de mariage. |
ερωτοχτυπημένος, ερωτευμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ερωτευμένος(soutenu) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
λάτρης
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Il est amateur d'appareils photo anciens. Είναι λάτρης των παλαιών φωτογραφικών μηχανών. |
αγαπητικός(βουκολικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ερωτοχτυπημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Épris, les adolescents s'imaginent souvent que la vie ne sera jamais meilleure. Οι ερωτοχτυπημένοι έφηβοι συχνά φαντάζονται πως η ζωή δε θα γίνει καλύτερη. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
λάτρης
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Le concert était génial. Les spectateurs étaient tous des amateurs de jazz. // C'est une amatrice de bon vin. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η συναυλία ήταν υπέροχη. Όλοι εκεί ήταν λάτρεις (or: εραστές) της τζαζ. |
που έχω λατρέψει κπ, που με έχει ξετρελάνει κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ήταν ερωτοχτυπημένος με την όμορφη ηθοποιό. |
ερωτοτροπία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καυγάς
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τρίγωνο(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il est dans un triangle amoureux avec deux femmes qui sont cousines. Είναι μπλεγμένος σε ένα ερωτικό τρίγωνο με δύο γυναίκες που είναι ξαδέρφες. |
αυτός που βγαίνει ραντεβού
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si c'est la première fois que vous allez à un rendez-vous, nous pouvons vous donner des conseils. |
αγαπημένο ζευγάριnom masculin Matt et Anna sont vraiment un couple très amoureux. |
βιβλιοφάγος(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Amoureux des livres depuis sa plus tendre enfance, il finit par épouser une libraire. |
αυτός που αγαπάει τα άλογα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κόμπος της αληθινής αγάπηςnom masculin (symbole) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ερωτικό τρίγωνοnom masculin Un triangle amoureux, qui crée des tensions entre trois personnes, est une intrigue conventionnelle au cinéma. |
ερωτικό καβγαδάκιnom féminin Même les gens qui s'aiment se disputent parfois, c'est ce qu'on appelle les querelles d'amoureux. |
άνθρωπος του έξω, άνθρωπος της φύσης
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
που έχουν σχέση από το σχολείοnom masculin pluriel (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
είμαι ερωτευμένος με κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il est si attentionné ! Je suis amoureuse de lui. |
βγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tu veux qu'on sorte ensemble ce vendredi ? Je passerai te prendre à huit heures. Θέλεις να βγούμε το βράδυ της Παρασκευής; Θα περάσω να σε πάρω στις οκτώ. |
ραντεβού
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Le couple a planifié un rendez-vous secret durant le déjeuner. |
ερωτεύομαι(familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Après l'avoir fréquenté pendant deux semaines, je suis tombée raide dingue amoureuse de lui. |
αυτός που αγαπάει τα άλογαlocution adjectivale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ερωτευμένος με κπ(soutenu) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ερωτεύομαι σφόδρα, ερωτεύομαι τρελά(κάποιον) |
ερωτεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je crois que je suis tombée amoureuse de lui la toute première fois que je l'ai vu. |
είμαι ερωτευμένος(με κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ερωτεύομαι σφόδρα, ερωτεύομαι τρελά(κάποιον) |
κολλημένος με κπ(familier) (μεταφορικά) Είναι ακόμα κολλημένη μαζί του, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια. |
τρελά ερωτευμένοςlocution adjectivale Je suis follement amoureux de toi. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του amoureux στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του amoureux
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.