Τι σημαίνει το ancien στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ancien στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ancien στο Γαλλικά.
Η λέξη ancien στο Γαλλικά σημαίνει αρχαίος, αρχαίος, παλιός, παλιός, πρώην, παλιός, παλιός, ηλικιωμένος γεμάτος ζωή, πρώην, πρώην, αλλοτινός, παλαιός, παλιός, απόφοιτος, απόφοιτη, αρχαίος, γέροντας, ανακαινισμένο κτίριο, παλιός, προηγούμενος, άλλος, πολύ παλιός, πρώην, -, βίντατζ, vintage, αναμορφωμένος, σεβαστός, σεβάσμιος, ξεπερασμένος, απαρχαιωμένος, πρεσβύτερος, ηλικιωμένος, ηλικιωμένη, παλαιότερος, προηγούμενος, παλιότερος, πρώην, απόφοιτος, στα αρχαία χρόνια, σε αντίστροφη χρονολογική σειρά, βετεράνος, σίδερο, παλαιό καθεστώς, η Παλαιά Διαθήκη, Παλαιός Κόσμος, αρχαίος κόσμος, προηγούμενος ιδιοκτήτης, προηγούμενη ιδιοκτήτρια, απόφοιτος, παλαιότερο τεύχος, προηγούμενο τεύχος, ΠΔ, πρώην κατάδικος, πρώην κατάδικος, Πλίνιος ο γηραιότερος, πρώην πρόεδρος, Παλαιός Κόσμος, παλιά χρόνια, ο παλιός καιρός, παλιός καιρός, παρελθόν, βετεράνος, τέχνεργο, τεχνούργημα, Μέλος της αμερικάνικης λεγεώνας βετεράνων, ξεπερασμένος, βετεράνος, πρώην καπνιστής, πρώην καπνίστρια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ancien
αρχαίος(από την αρχαιότητα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'ancienne église est en mauvais état. Η παμπάλαια εκκλησία είναι ερειπωμένη. |
αρχαίος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Η Ντρου μελετά αρχαίους πολιτισμούς στο σχολείο. |
παλιόςadjectif (ex) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est mon ancien professeur d'histoire. |
παλιόςadjectif (plus en fonction) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'ancienne gare routière est abandonnée. |
πρώην
(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Il a vu son ex-femme avec un autre homme. Είδε την πρώην σύζυγό του με άλλον άντρα. |
παλιός(ancien temps) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jean adore acheter des voitures de collection. |
παλιός(du passé) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sa vieille blessure au genou est revenue le tourmenter. |
ηλικιωμένος γεμάτος ζωή
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πρώην
|
πρώηνadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αλλοτινόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παλαιός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παλιός(livre) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απόφοιτος, απόφοιτη
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
αρχαίοςadjectif (objet) (της αρχαιότητας) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Des instruments de cuisine anciens ont été retrouvés sur le site. Αρχαία σκεύη μαγειρικής βρέθηκαν στο σημείο. |
γέροντας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Dès qu'une décision risquant d'affecter tout le village était à prendre, les anciens se réunissaient pour en discuter. Όταν έπρεπε να ληφθεί μια απόφαση που θα επηρέαζε ολόκληρο το χωριό, οι γέροντες συγκεντρώνονταν για να τη συζητήσουν. |
ανακαινισμένο κτίριο
|
παλιός, προηγούμενοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je voudrais acheter une ancienne édition du magazine. |
άλλοςadjectif (dans le passé) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Dans l'ancien temps, les gens agissaient différemment. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Σε άλλες εποχές οι άνθρωποι το έκαναν διαφορετικά. |
πολύ παλιόςadjectif (χρονικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La poterie avait été fabriquée par une ancienne tribu d'immigrants. Τα κεραμικά είχαν φτιαχτεί από μια πολύ παλιά φυλή αποίκων. |
πρώηνadjectif (qui n'est plus) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Voici Leonard, une ancienne star du basket et maintenant président d'une banque. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η εκπομπή είχε καλεσμένους όλους τους ηθοποιούς που έπαιζαν σε μια πετυχημένη σειρά του '90. |
βίντατζ, vintage(vêtements) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Mon amie adore les vieux vêtements et bijoux alors j'essaie toujours de lui trouver quelque chose de rétro pour son anniversaire. Η φίλη μου λατρεύει τα παλιά ρούχα και κοσμήματα, γι' αυτό προσπαθώ να της αγοράζω πάντα βίντατζ (or: vintage) κομμάτια στα γενέθλιά της. |
αναμορφωμένος(amélioration) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
σεβαστός, σεβάσμιοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ξεπερασμένος, απαρχαιωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Les vêtements de Martin sont vraiment démodés ; on dirait qu'il sort des années soixante-dix! Τα ρούχα του Μάρτιν είναι πραγματικά παλιακά. Μοιάζουν βγαλμένα από τη δεκαετία του εβδομήντα! |
πρεσβύτεροςnom masculin (Église presbytérienne) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ηλικιωμένος, ηλικιωμένη
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
παλαιότερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Στις πρώτες σου εβδομάδες σε μια νέα δουλειά, είναι καλή ιδέα να ρωτάς έναν παλαιότερο υπάλληλο αν δεν καταλαβαίνεις κάτι. |
προηγούμενος, παλιότερος(σε χρονολογική σειρά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les gouvernements passés (or: antérieurs) n'étaient pas bien disposés envers la presse. Προηγούμενες (or: παλιότερες) κυβερνήσεις δεν ήταν φιλικές προς τον τύπο. |
πρώην(précédent) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Les trois derniers (or: anciens) sénateurs ne sont plus dans le gouvernement. |
απόφοιτος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
στα αρχαία χρόνιαlocution adverbiale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Dans l'ancien temps, il y avait un cimetière sur cette colline, mais il n'en reste plus rien maintenant. |
σε αντίστροφη χρονολογική σειρά
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
βετεράνος(στρατιώτης) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Des anciens combattants de plusieurs guerres ont été honorés à la cérémonie. Βετεράνοι διαφόρων πολέμων τιμήθηκαν στην τελετή. |
σίδερο(παλαιού τύπου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
παλαιό καθεστώςnom masculin (Histoire de France) |
η Παλαιά Διαθήκηnom masculin (Religion) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Παλαιός Κόσμος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αρχαίος κόσμοςnom masculin |
προηγούμενος ιδιοκτήτης, προηγούμενη ιδιοκτήτριαnom masculin et féminin |
απόφοιτοςnom masculin |
παλαιότερο τεύχος, προηγούμενο τεύχοςnom masculin (d'un magazine) |
ΠΔnom masculin (σντμ: Παλαιά Διαθήκη) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
πρώην κατάδικος(familier) |
πρώην κατάδικος
|
Πλίνιος ο γηραιότεροςnom propre masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πρώην πρόεδρος
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
Παλαιός Κόσμος
|
παλιά χρόνια
Dans l'ancien temps, les Hommes prenaient des mesures en comparant les choses aux parties du corps humain. |
ο παλιός καιρόςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Les gens en maison de retraite aiment à se remémorer l'ancien temps. Οι ένοικοι των γηροκομείων αρέσκονται να αναπολούν τα παλιά. |
παλιός καιρός, παρελθόνnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βετεράνοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Cet homme est un ancien militaire. Εκείνος ο άντρας είναι βετεράνος του στρατού. |
τέχνεργο, τεχνούργημαnom masculin (αρχαιολογία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Μέλος της αμερικάνικης λεγεώνας βετεράνωνnom masculin (USA) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ξεπερασμένοςnom masculin (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βετεράνοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Plusieurs anciens combattants de la Seconde Guerre mondiale participaient à la cérémonie. Στην τελετή παρευρίσκονταν αρκετοί βετεράνοι του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. |
πρώην καπνιστής, πρώην καπνίστρια
|
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ancien στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του ancien
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.