Τι σημαίνει το quitter στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης quitter στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του quitter στο Γαλλικά.

Η λέξη quitter στο Γαλλικά σημαίνει φεύγω από κτ, φεύγω από κτ, φεύγω τρέχοντας από κτ, αποχωρίζομαι, αφήνω, τα παρατάω, εγκαταλείπω, παρατάω, εγκαταλείπω, αποκηρύσσω, φεύγω, αφήνω, βγαίνω, διώχνω, απομακρύνω, αποστρέφω, φεύγω, αποχωρώ, απομακρύνομαι από κπ/κτ, βγαίνω, αναχωρώ από κτ, φεύγω, κλείνω, αποσύρομαι από κτ, φεύγω από κτ, βγαίνω από κτ, αφήνω, εγκαταλείπω, παρατάω, παρατώ, μακριά, αποχωρώ, βγαίνω από κτ, εμφανίζομαι, φανερώνομαι, αποχαιρετώ, απομακρύνομαι από κτ/κπ, αποστασιοποιούμαι από κτ/κπ, αποσχίζομαι από κπ/κτ, εγκαταλείπω, αφήνω, αποδρώ από κτ, δραπετεύω από κτ, βγαίνω, βγαίνω, εκκενώνω, τελειώνω, λήγω, ολοκληρώνομαι, χτυπώ κάρτα, άπλερος, φεύγω από τον τόπο, φεύγω από τη χώρα/στο εξωτερικό, το σκάω από κτ, κολλάω σε κπ σαν βδέλλα, δείχνω την προτίμησή μου διά της παρουσίας μου, φεύγω από τη φωλιά, μένω στη γραμμή (μου), εγκαταλείπω, απομακρύνομαι, φεύγω, αφήνω, εγκαταλείπω, ακολουθώ, φεύγω από το πατρικό μου, φεύγω από το πατρικό μου, διώχνω κπ γιουχάροντάς τον, φεύγω, κατεβαίνω από το εδώλιο του μάρτυρα, φεύγω/απομακρύνομαι θυμωμένα, αναγκάζω κπ να φύγει από κτ, αναμένω στο ακουστικό μου, περιμένω, εκκενώνω, αφήνω το δωμάτιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης quitter

φεύγω από κτ

Je vais quitter cette ville cet après-midi à trois heures.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μετά την προσβολή που υπέστη, ο ομιλητής αποχώρησε από την εκπομπή.

φεύγω από κτ

Lucy a quitté l'entretien en sentant qu'elle avait de bonnes chances de décrocher le travail.

φεύγω τρέχοντας από κτ

verbe transitif (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποχωρίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La jeune femme a quitté ses parents et s'est lancée dans le monde.

αφήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τα παρατάω, εγκαταλείπω

verbe transitif (ΗΒ, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ali a l'intention de quitter son boulot dès qu'il aura obtenu sa maîtrise de lettres.

παρατάω, εγκαταλείπω, αποκηρύσσω

verbe transitif (figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a quitté son rôle de soutien de famille au retour de son conjoint.

φεύγω

(από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mon propriétaire m'a donné une semaine pour quitter mon appartement.
Ο σπιτονοικοκύρης μου έδωσε μια βδομάδα για να φύγω από το διαμέρισμα.

αφήνω

verbe transitif (un poste)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Watson a quitté son poste de maire.

βγαίνω

verbe transitif (la route)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous avons quitté la route principale pour rouler dans la campagne.
Βγήκαμε από τον κεντρικό δρόμο και οδηγήσαμε προς την εξοχή.

διώχνω, απομακρύνω, αποστρέφω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai quitté la ville et je me suis tourné vers de nouveaux horizons.
Απομακρύνθηκα από την πόλη και κάρφωσα το βλέμμα μου στον ορίζοντα.

φεύγω, αποχωρώ

verbe transitif (un endroit) (από κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Depuis qu'il a quitté le pays il y a dix ans, il n'est jamais revenu.
Αφότου έφυγε από τη χώρα, πριν από δέκα χρόνια, δεν έχει ξαναγυρίσει.

απομακρύνομαι από κπ/κτ

verbe transitif

βγαίνω

verbe transitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle a quitté l'appartement, en emportant les clés. Plutôt que de crier, elle a décidé de quitter le bureau sans dire un mot.
Βγήκε από το διαμέρισμα με τα κλειδιά στο χέρι. Αντί να φωνάζει αποφάσισε να βγει από το γραφείο σιωπηλά.

αναχωρώ από κτ

verbe transitif (μέσο μεταφοράς)

Le train quitte New York à 15 h 15.
Το τρένο αυτό αναχωρεί από τη Νέα Υόρκη στις 3:15 μ.μ.

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il a quitté la ville la semaine dernière. Il ne reste jamais longtemps au même endroit.

κλείνω

(Informatique)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quittez Word avant d'éteindre votre ordinateur.
Κλείστε το Word πριν απενεργοποιήσετε τον υπολογιστή σας.

αποσύρομαι από κτ

verbe transitif

Si tu ne te sens pas bien, tu peux simplement quitter la table.

φεύγω από κτ, βγαίνω από κτ

(un travail, sa famille) (μεταφορικά)

Ο παίκτης αρνήθηκε ότι είχε οποιαδήποτε πρόθεση να σπάσει το συμβόλαιο.

αφήνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Marion a quitté son poste de directrice des finances parce qu'elle n'aimait plus travailler avec un tel degré de pression.
Η Μάριον παραιτήθηκε από τη θέση της ως διευθύντρια οικονομικών διότι δεν της άρεσε πια να εργάζεται σε μια δουλειά με τόση πίεση.

εγκαταλείπω, παρατάω, παρατώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Son petit ami l'a quittée quand il s'est aperçu qu'elle était enceinte d'un autre homme. Julie a quitté son mari quand les choses sont devenues difficiles.
Ο φίλος της την εγκατέλειψε (or: παράτησε) όταν έμαθε ότι ήταν έγκυος από άλλον άντρα. Παράτησε τη γυναίκα του όταν δυσκόλεψαν τα πράγματα.

μακριά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il s'est enfui se réfugier dans la forêt pour échapper à la police. Elle est partie sans nous dire où elle allait.

αποχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les membres du groupe sont partis un par un jusqu'à ce qu'il ne reste que Nelson.
Ένα ένα τα μέλη της ομάδας αποχώρησαν μέχρι που είχε μείνει μόνο ο Νέλσον.

βγαίνω από κτ

(κυριολεκτικά)

Il est sorti de l'ascenseur et s'est engagé dans le couloir.

εμφανίζομαι, φανερώνομαι

(κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les ours sortent généralement d'hibernation au printemps.
Οι αρκούδες γενικά βγαίνουν από τη χειμερία νάρκη την άνοιξη.

αποχαιρετώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En 1860, mon arrière-grand-père a dit adieu à (or: a quitté) la Pologne et a émigré en Afrique du Sud.

απομακρύνομαι από κτ/κπ, αποστασιοποιούμαι από κτ/κπ

αποσχίζομαι από κπ/κτ

Αρκετοί αριστεροί πολιτικοί αποσχίστηκαν από το κόμμα για να σχηματίσουν ένα νέο.

εγκαταλείπω, αφήνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La famille a quitté sa maison et est partie à la campagne.
Η οικογένεια εγκατέλειψε το σπίτι της κι έφυγε από τη χώρα.

αποδρώ από κτ, δραπετεύω από κτ

Ça fait du bien de quitter Londres de temps en temps.

βγαίνω

(από κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si vous entendez l'alarme à incendie, merci de sortir de (or: de quitter) l'immeuble dans le calme.
Αν ακούσετε τον συναγερμό πυρκαγιάς παρακαλώ εξέλθετε του κτιρίου με τάξη.

βγαίνω

(από κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Rachel a dit au chef ce qu'elle pensait de lui et est sortie de (or: a quitté) la pièce.

εκκενώνω

verbe transitif (un bâtiment)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il y a eu une alarme incendie et tout le monde a dû évacuer (or: quitter) le bâtiment.

τελειώνω, λήγω, ολοκληρώνομαι

(émission,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'émission doit s'arrêter (or: disparaître) la semaine prochaine.

χτυπώ κάρτα

(familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άπλερος

locution adjectivale (oiseau) (πουλί)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φεύγω από τον τόπο

(πχ του ατυχήματος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le conducteur ayant fait un délit de fuite a été accusé d'avoir quitté la scène de l'accident.

φεύγω από τη χώρα/στο εξωτερικό

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το σκάω από κτ

verbe transitif (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les garçons ont quitté le dortoir discrètement et sont allés rejoindre leurs amis.

κολλάω σε κπ σαν βδέλλα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δείχνω την προτίμησή μου διά της παρουσίας μου

(pour montrer son désaccord)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φεύγω από τη φωλιά

locution verbale (oiseau)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μένω στη γραμμή (μου)

(Téléphone)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εγκαταλείπω

locution verbale (figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απομακρύνομαι, φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'alarme incendie a sonné et tout le monde a quitté les lieux.
Χτύπησε ο συναγερμός πυρκαγιάς κι όλοι έπρεπε να εκκενώσουν τον χώρο.

αφήνω, εγκαταλείπω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο πατέρας της άφησε (or: εγκατέλειψε) την οικογένεια όταν ήταν μικρή.

ακολουθώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il ne m'a pas quitté de toute la journée.

φεύγω από το πατρικό μου

locution verbale (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les enfants ont tous quitté le nid, il ne reste que nous deux à la maison.

φεύγω από το πατρικό μου

(figuré)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διώχνω κπ γιουχάροντάς τον

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φεύγω

verbe transitif (euphémisme) (ευφημ: πεθαίνω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un grand ami nous a quittés. Il va nous manquer.

κατεβαίνω από το εδώλιο του μάρτυρα

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Une fois mon témoignage terminé, le juge m'a dit que je pouvais quitter la barre.
Μόλις τελείωσα με την κατάθεσή μου ο δικαστής μου είπε ότι μπορούσα να κατέβω από το εδώλιο του μάρτυρα.

φεύγω/απομακρύνομαι θυμωμένα

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Après la dispute, elle était tellement fâchée après son mari qu'elle quitta bruyamment la maison.
Ήταν τόσο νευριασμένη με τον σύζυγό της μετά τον καυγά τους που έφυγε θυμωμένα από το σπίτι.

αναγκάζω κπ να φύγει από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναμένω στο ακουστικό μου

verbe intransitif (au téléphone)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ne quittez pas, je vous mets en relation avec le service demandé.
Αναμείνατε στο ακουστικό σας, σας συνδέω αμέσως.

περιμένω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
- Pourrais-je parler à Camille ? - Ne quitte pas. Je vais voir si elle est là.
«Μπορώ να μιλήσω στην Καμίλ;» «Περίμενε, να κοιτάξω αν είναι εδώ.»

εκκενώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les résidents ont dû quitter les lieux à cause des inondations.
Οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να εκκενώσουν τον χώρο λόγω εκτεταμένης πλημμύρας.

αφήνω το δωμάτιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dans cet hôtel, il faut libérer sa chambre avant 11 h sous peine de payer une nuit de plus.
Σε αυτό το ξενοδοχείο πρέπει να αναχωρήσετε στις 11:00 π.μ., διαφορετικά θα πληρώσετε για μια ακόμη μέρα.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του quitter στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του quitter

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.