Τι σημαίνει το remontée στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης remontée στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του remontée στο Γαλλικά.
Η λέξη remontée στο Γαλλικά σημαίνει ανεβαίνω, ανεβαίνω, σηκώνομαι, κουρδίζω, επανασυναρμολογώ, ξανακαβαλάω, ξανακαβαλικεύω, ξανανεβαίνω, σηκώνω, επανασυναρμολογώ, κουρδίζω, επανέρχομαι, ξανανεβαίνω, φτιάχνω, ανεβάζω, αυξάνομαι, πάω πίσω, ανεβαίνω, ανεβαίνω, ανακάμπτω, ανεβαίνω, σηκώνω, σηκώνω, ανεβάζω, τραβώ πάνω, σηκώνω, σπρώχνω κτ προς τα επάνω, συναρμολογώ ξανά, τραβάω, τραβώ, ανασύρω, ανεβάζω, ανεβάζω, κερδίζω αν και είμαι το αουτσάιντερ, τα χώνω σε κπ, τη λέω σε κπ, αναβλύζω, αναβρύζω, περισώζω, περισυλλέγω, ανασηκώνω/ανυψώνω γρήγορα, στηρίζω, υποστηρίζω, ανεβάζω, ανάκαμψη, προσπάθεια να φτάσω κάποιον, προσπάθεια να προφτάσω κάποιον, ικανότητα αναπήδησης, κλείνω, κουμπώνω, αρχή, κλείνω με φερμουάρ, ενθάρρυνση, shopping therapy, γυρίζω το χρόνο πίσω, γυρίζω πίσω τον χρόνο, γυρίζω τον χρόνο πίσω, βγαίνω στην επιφάνεια για να πάρω ανάσα, συναρμολογούμαι ξανά, ψέλνω τον εξάψαλμο, φτάνω μέχρι, ανεβάζω τη διάθεση, γυρίζω τον χρόνο πίσω, κάνω κήρυγμα σε κπ, τα χώνω σε κπ, τα ψέλνω σε κπ, τα ακούω, τιμωρούμαι, επιστρέφω στο παρελθόν, αναδύομαι, μετακίνηση προς τα πάνω, χρονολογούμαι από, βρίσκω τον μπελά μου, κάνω κάποιον να ευθυμήσει, από, εντοπίσω την προέλευση, ψέλνω τον εξάψαλμο σε κπ, τα ψέλνω σε κπ, αναδύομαι, ξανακαβαλάω, ξανακαβαλικεύω, βάζω μπρος, βάζω μπροστά, ανεβαίνω, ζωντανεύω, χαροποιώ, αναπροσαρμόζω, μετακινώ με βαρούλκο, βγαίνω στην επιφάνεια, χρονολογούμαι, χρονολογούμαι από κτ, ανεβάζω στην πρώτη θέση, παραπέμπω σε ανώτερο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης remontée
ανεβαίνωverbe intransitif (ρούχα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cette jupe courte remonte quand je m'assieds. Αυτή η μίνι φούστα ανεβαίνει όταν κάθομαι. |
ανεβαίνω, σηκώνομαιverbe intransitif (ρούχα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ce pull est beaucoup trop petit pour toi, il te remonte dans le dos ! |
κουρδίζωverbe transitif (mécanisme) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Avant, les montres n'avaient pas de piles, et il fallait les remonter. |
επανασυναρμολογώverbe transitif (réassembler) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξανακαβαλάω, ξανακαβαλικεύωverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξανανεβαίνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σηκώνω(déplacer vers le haut) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons remonté le parasol de 15 cm. Σηκώσαμε την ομπρέλα θαλάσσης κατά έξι ίντσες. |
επανασυναρμολογώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κουρδίζωverbe transitif (un objet mécanique) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu dois utiliser une clé spéciale pour remonter l'horloge. Πρέπει να χρησιμοποιήσεις ειδικό κλειδί, για να κουρδίσεις το ρολόι. |
επανέρχομαιverbe intransitif (figuré) (μεταφορικά:) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξανανεβαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φτιάχνω, ανεβάζω(figuré : moral) (κέφι, διάθεση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cela nous a remonté le moral d'apprendre la nouvelle du sauvetage. |
αυξάνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous espérons que les ventes remonteront le mois prochain. Ελπίζουμε ότι οι πωλήσεις θα αυξηθούν (or: ανεβούν) τον επόμενο μήνα. |
πάω πίσωverbe intransitif (στο παρελθόν) Les souvenirs de ma grand-mère remontent loin. Οι αναμνήσεις της γιαγιάς μου πάνε πολύ πίσω. |
ανεβαίνωverbe intransitif (vêtements) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ses pantalons ont tendance à remonter sur ses hanches. |
ανεβαίνωverbe intransitif (moral) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Leur moral remonta quand ils virent un autre navire. |
ανακάμπτωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Après avoir connu une baisse inquiétante la semaine dernière, les actions de l'entreprise remontent lentement. |
ανεβαίνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mike achetait toujours les sous-vêtements les plus chers car les marques bon marché remontaient toujours de façon gênante. |
σηκώνωverbe transitif (un pantalon) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peter dit à son fils de remonter son pantalon avant qu'ils n'entrent dans le restaurant. |
σηκώνω, ανεβάζωverbe transitif (un pantalon, une jupe,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Will a remonté (or: relevé) son pantalon avant de se présenter à entretien. Ο Γουίλ σήκωσε το παντελόνι του πριν μπει στο δωμάτιο για τη συνέντευξη. |
τραβώ πάνω, σηκώνωverbe transitif (un vêtement) (για ενδύματα/τιράντες) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il a remonté ses chaussettes et son pantalon. |
σπρώχνω κτ προς τα επάνωverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συναρμολογώ ξανά
|
τραβάω, τραβώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a remonté ses genoux au niveau de sa poitrine et est restée couchée là en position fœtale. Τράβηξε τα γόνατά της στο στήθος και έμεινε εκεί ξαπλωμένη σε εμβρυική στάση. |
ανασύρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανεβάζω(έμφαση στο ανέβασμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le mécanicien a hissé le nouveau moteur dans la vieille voiture avec une grue. Ο μηχανικός έβαλε την καινούργια μηχανή μέσα στο παλιό αυτοκίνητο με τον γερανό. |
ανεβάζω(le cœur) (ηθικό, διάθεση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le succès de son roman lui a réchauffé le cœur. |
κερδίζω αν και είμαι το αουτσάιντερ(Course) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τα χώνω σε κπ, τη λέω σε κπ(figuré, familier) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand son patron a appris ce qui était arrivé, Sally a été convoquée dans son bureau et s'est fait passer un savon (or: fait remonter les bretelles). |
αναβλύζω, αναβρύζωverbe intransitif (eau) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La petite fille creusa un trou dans le sable et regarda l'eau remonter dedans. Το κοριτσάκι έσκαψε μια τρύπα στην άμμο και έβλεπε το νερό να αναβλύζει. |
περισώζω, περισυλλέγωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les plongeurs ont remonté quelques marchandises de l'épave. Οι δύτες έσωσαν ένα μέρος του φορτίου από το ναυάγιο. |
ανασηκώνω/ανυψώνω γρήγοραverbe transitif (un vêtement) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle aimait flirter, relevant toujours un peu sa jupe quand un beau jeune homme passait par là. |
στηρίζω, υποστηρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le déluge de preuves scientifiques renforçait l'argument du réchauffement climatique. Τα άφθονα επιστημονικά τεκμήρια στηρίζουν το επιχείρημα σχετικά με την απειλή της υπερθέρμανσης του πλανήτη. |
ανεβάζω(ηθικό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Οι επευφημίες του κοινού ανέβασαν το ηθικό της ομάδας. |
ανάκαμψη(de l'économie) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La reprise de l'économie a soulagé tout le monde. Η ανάκαμψη της οικονομίας ανακούφισε τους πάντες. |
προσπάθεια να φτάσω κάποιον, προσπάθεια να προφτάσω κάποιον
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Η προσπάθεια του ποδηλάτη να φτάσει (or: προφτάσει) τους αντιπάλους του απέτυχε κι έτσι τερμάτισε τρίτος στον αγώνα. |
ικανότητα αναπήδησης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κλείνω, κουμπώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ferme ta veste ! |
αρχή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Το Γουόλμαρτ έκανε το ξεκίνημά του ως ένα μικρό μαγαζί στο Αρκάνσας. |
κλείνω με φερμουάρ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Grace a fermé son sac. |
ενθάρρυνση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Τα καλά ήταν μεγάλη ενθάρρυνση. |
shopping therapy(καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quand sa copine l'a largué, Chaz est allé au centre commercial pour faire une cure de shopping. |
γυρίζω το χρόνο πίσωlocution verbale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) On ne peut remonter le temps qu'en mémoire ou en pensée. |
γυρίζω πίσω τον χρόνο, γυρίζω τον χρόνο πίσωlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand elle a eu 80 ans, elle a désespérément voulu remonter le temps. Nora espérait que la chirurgie plastique lui permettrait de remonter le temps. |
βγαίνω στην επιφάνεια για να πάρω ανάσαverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Après deux minutes d'apnée, il est remonté à la surface pour respirer. |
συναρμολογούμαι ξανά
|
ψέλνω τον εξάψαλμο(figuré, familier) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φτάνω μέχρι(χρόνος: στο παρελθόν) L'incident remonte à plusieurs années. |
ανεβάζω τη διάθεσηlocution verbale |
γυρίζω τον χρόνο πίσωlocution verbale (figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le groupe a remonté les années en jouant ses vieux succès. |
κάνω κήρυγμα σε κπ(familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) |
τα χώνω σε κπ, τα ψέλνω σε κπ(familier) (ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα ακούωlocution verbale (figuré, familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τιμωρούμαι(familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επιστρέφω στο παρελθόνlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναδύομαιlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μετακίνηση προς τα πάνω(Η/Υ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χρονολογούμαι απόverbe transitif indirect (υλικό αντικείμενο) Les fossiles remontaient à l'ère précambrienne. Τα απολιθώματα χρονολογούνται από το Προκάμβριο. |
βρίσκω τον μπελά μου(familier) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il allait se prendre un savon par sa femme pour son comportement. |
κάνω κάποιον να ευθυμήσειlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tiens, un peu de glace au chocolat pour te remonter le moral ! Να ένα πιάτο με παγωτό σοκολάτα για να σε κάνω να ευθυμήσεις. |
από(dans le temps) Ces peintures rupestres remontent à 17 000 ans. |
εντοπίσω την προέλευση(changement de sujet) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les origines de Halloween remontent aux Celtes. Οι ρίζες του Χαλοουίν εντοπίζονται στους Κέλτες. |
ψέλνω τον εξάψαλμο σε κπ, τα ψέλνω σε κπ(figuré, familier) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'avais la permission de minuit mais je suis rentré à trois heures : ma mère m'a passé un savon (or: ma mère m'a passé un de ces savons) ! |
αναδύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξανακαβαλάω, ξανακαβαλικεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάζω μπρος, βάζω μπροστά(une voiture) (καθομιλουμένη) À l'époque de mes grands-parents, les voitures démarraient à la manivelle. |
ανεβαίνωverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cette victoire a fait remonter l'équipe à la troisième place de la ligue. |
ζωντανεύω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χαροποιώlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναπροσαρμόζωlocution verbale (Informatique) (Η/Υ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Certains utilisateurs ont le droit de faire remonter leur demande dans la liste d'attente. Ορισμένοι χρήστες έχουν την άδεια να αναπροσαρμόζουν τις εργασίες τους όταν βρίσκονται στην ουρά αναμονής. |
μετακινώ με βαρούλκο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βγαίνω στην επιφάνεια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le ballon a disparu dans le lac, puis est remonté à la surface quelques instants plus tard. Η μπάλα εξαφανίστηκε μέσα στη λίμνη κι έπειτα βγήκε στην επιφάνεια λίγα λεπτά αργότερα. |
χρονολογούμαι(από...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fais attention, ce disque date de 67 ! ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι οικισμοί της περιοχής χρονολογούνται από το 1678. |
χρονολογούμαι από κτ
Cette chanson remonte à la Seconde Guerre mondiale. Το τραγούδι αυτό είναι από τον 'Β Παγκόσμιο Πόλεμο. |
ανεβάζω στην πρώτη θέσηverbe transitif (Internet : un fil de discussion) (για ανάρτηση στο ίντερνετ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παραπέμπω σε ανώτεροlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quand mon responsable a ignoré ma plainte, j'ai fait remonter l'affaire. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του remontée στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του remontée
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.