Τι σημαίνει το dérangeant στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dérangeant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dérangeant στο Γαλλικά.
Η λέξη dérangeant στο Γαλλικά σημαίνει που δεν γίνεται εύκολα αποδεκτός, ανησυχητικός, ανησυχητικός, ανησυχητικός, τρομακτικός, προκαλώ διένεξη, προκαλώ αντιπαράθεση, ανακατεύω, ανακατώνω, προσβάλλω, εμποδίζω, παρεμποδίζω, βάζω σε κόπο, ταλαιπωρώ, ξεβολεύω, με πειράζει, με ενοχλεί, ενοχλώ, προβληματίζω, πειράζω, με νοιάζει, με απασχολεί, με ενδιαφέρει, προβληματισμένος, αποδιοργανώνω, αποσυντονίζω, ταράζω, αναστατώνω, ενοχλώ, βάζω σε κόπο, ενοχλώ, προσβάλλω, αναστατώνω, ταλαιπωρώ, με προβληματίζει κτ, με ανησυχεί κτ, κάνω κτ άνω-κάτω, διακόπτω, χαλάω, χαλώ, με ενοχλεί, με εκνευρίζει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dérangeant
που δεν γίνεται εύκολα αποδεκτός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανησυχητικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gill n'aime pas l'altitude et elle trouve donc l'avion très dérangeant. |
ανησυχητικός(gêne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανησυχητικός, τρομακτικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Janet trouvait le regard fixe de l'homme dérangeant. |
προκαλώ διένεξη, προκαλώ αντιπαράθεση
Elle a dérangé en suggérant que la famille royale devrait recevoir moins d'argent. |
ανακατεύω, ανακατώνωverbe transitif (προκαλώ ακαταστασία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εμποδίζω, παρεμποδίζωverbe transitif (le travail) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les bruits de dehors dérangeaient Robert dans son travail. Ο θόρυβος απ' έξω δυσκόλευε τη δουλειά του Ρόμπερτ. |
βάζω σε κόπο, ταλαιπωρώ, ξεβολεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il faudrait que quelqu'un me conduise à la gare, mais je ne voudrais pas te déranger. Χρειάζεται να με πετάξει κάποιος ως το σταθμό αλλά δεν θέλω να σε βάλω σε κόπο. |
με πειράζει, με ενοχλείverbe transitif (changement de sujet) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) J'aimerais m'asseoir là. Est-ce que ça vous dérange ? Θα ήθελα να καθίσω εδώ. Έχεις πρόβλημα; |
ενοχλώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je suis désolée de te déranger mais il y a quelqu'un pour toi au téléphone. Συγγνώμη που σας ενοχλώ, αλλά κάποιος σας ζητάει στο τηλέφωνο. |
προβληματίζωverbe transitif (troubler) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce qui me dérange, c'est pourquoi il demande une telle chose. |
πειράζωverbe transitif (déplacer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) S'il te plaît, ne dérange pas les papiers sur mon bureau ; je sais qu'on dirait que c'est en désordre mais je sais où tout se trouve. Παρακαλώ μην πειράζετε τα χαρτιά στο γραφείο μου· ξέρω πως φαίνονται ακατάστατα, αλλά γνωρίζω που είναι το κάθε τι. |
με νοιάζει, με απασχολεί, με ενδιαφέρειverbe transitif (inversion sujet/objet) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) La grossièreté des autres voyageurs ne me dérange pas. Δεν ασχολούμαι με (or: νοιάζομαι για) την αγένεια των άλλων επιβατών. |
προβληματισμένος(ανησυχία) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
αποδιοργανώνω, αποσυντονίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ταράζω, αναστατώνωverbe transitif (προκαλώ ανησυχία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ενοχλώverbe transitif (une personne) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'enseignante est rentrée chez elle car ses étudiants n'arrêtaient pas de la déranger dans son bureau. Η καθηγήτρια πήγε σπίτι για να δουλέψει καθώς στο γραφείο την ενοχλούσαν συνέχεια οι φοιτητές της. |
βάζω σε κόποverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sara ne voulait pas déranger son hôte lors de sa visite donc elle a loué une voiture. Η Σάρα δεν ήθελε να βάλει σε κόπο την οικοδέσποινά της όσο έμενε μαζί της και έτσι νοίκιασε αυτοκίνητο. |
ενοχλώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce qui me dérange dans ce film c'est pourquoi il ne revient pas. |
προσβάλλωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les blagues de l'humoriste sont de mauvais goût et offensent le public. |
αναστατώνω(gêne) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ταλαιπωρώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les problèmes financiers ont perturbé le projet depuis sa première annonce. |
με προβληματίζει κτ, με ανησυχεί κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je suis préoccupée par la manière dont il traite ma fille. Με ενοχλεί ο τρόπος που συμπεριφέρεται στην κόρη μου. |
κάνω κτ άνω-κάτω(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ne mets pas le bazar dans mon beau salon propre. Μην κάνεις άνω-κάτω το ωραίο και καθαρό καθιστικό μου! |
διακόπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χαλάω, χαλώverbe transitif (le sommeil) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Son inquiétude au sujet du prochain examen troublait le sommeil de Linda. Η ανησυχία για το επικείμενο διαγώνισμα αναστάτωνε τον ύπνο της Λίντα. |
με ενοχλεί, με εκνευρίζει
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Je suis très contrarié par les intrusions du gouvernement. Μου τη δίνουν οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dérangeant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του dérangeant
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.