Τι σημαίνει το craquer στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης craquer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του craquer στο Γαλλικά.
Η λέξη craquer στο Γαλλικά σημαίνει ενδίδω, ραγίζω, σπάω, σπάζω, ξεσπάω, ξεσπώ, τρίζω, τσιτώνομαι, τεντώνομαι, χάνω τον έλεγχο, καταρρέω, διαλύομαι, καταρρέω, καταρρέω, τα χάνω, ξεσπάω, σπάω, φρικάρω, υποκύπτω, ενδίδω, διαλύομαι, υποκύπτω, παραδίδομαι, σκίζω, γεμάτος, φίσκα, τίγκα, παραγεμίζω, φίσκα, κατάρρευση, ξεχειλίζω, πλημμυρίζω, γεμάτος, καψούρα, γεμάτος, φίσκα, γεμάτος, πλήρης, γεμάτος, είμαι ερωτευμένος με κπ, ξηλώνονται οι ραφές, γουστάρω, την πατάω με κπ, δαγκώνω τη λαμαρίνα με κπ, τη δαγκώνω με κπ, ξέχειλος, γεμάτος, τεντωμένος, τσιτωμένος, γεμάτος, γεμάτος, γεμάτος με, πάω στραβά, υπερπλήρης, ξεχειλίζω, δεν τα παρατώ, μου αρέσει, που έχω λατρέψει κπ, που με έχει ξετρελάνει κπ, μου γυαλίζει, υπομένω μια δυσκολία, μου αρέσει κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης craquer
ενδίδωverbe intransitif (familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle essaie d'éviter les sucreries mais si tu la tentes avec du chocolat, elle craque toujours. Προσπαθεί να αποφεύγει τα γλυκά, αλλά αν τη δελεάσεις με σοκολάτα πάντα ενδίδει. |
ραγίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ο τοίχος έκανε ρωγμές από το σεισμό, αλλά το σπίτι ακόμα στέκονταν. |
σπάω, σπάζωverbe intransitif (sous la pression) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ils ont tenté de le forcer à avouer son secret, mais il n'a pas craqué. |
ξεσπάω, ξεσπώ(figuré) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τρίζω(plancher) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les lattes du plancher ont craqué quand j'ai traversé la pièce. |
τσιτώνομαι, τεντώνομαιverbe intransitif (figuré) (μεταφορικά: εκνευρίζομαι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sous tant de pression, April était sur le point de craquer. |
χάνω τον έλεγχοverbe intransitif (figuré, familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si tu ne prends pas de congés pour te reposer, tu vas craquer. |
καταρρέωverbe intransitif (personne) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διαλύομαι(familier) (μεταφορικά: χάνω τον έλεγχο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il est important de ne pas craquer quand les choses ne vont pas exactement comme vous voudriez. Είναι σημαντικό να μην διαλυθείς, όταν τα πράγματα δεν πάνε ακριβώς όπως τα θέλεις. |
καταρρέωverbe intransitif (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ça fait des jours que je n'ai pas dormi : je sens que je vais bientôt craquer. Δεν έχω κοιμηθεί για μέρες. Κοντεύω να καταρρεύσω. |
καταρρέωverbe intransitif (personne) (μεταφορικά: ψυχολογικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Pete est en train de craquer car il a trop de pression au travail. Ο Πιτ κοντεύει να καταρρεύσει, γιατί πιέζεται πολύ με τη δουλειά του. |
τα χάνωverbe intransitif (familier) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) On dit que Greg Norman a craqué deux fois au Masters d'Augusta. |
ξεσπάωverbe intransitif (familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Après la mort de son fils, elle a complètement craqué. |
σπάωverbe intransitif (έμφαση στο σπάσιμο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La neige fraîchement tombée craquait sous les pieds de Bob. |
φρικάρωverbe intransitif (familier) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La mère de Tim a pété les plombs quand il est rentré le cou tatoué. |
υποκύπτω, ενδίδω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai finalement cédé et j'ai quitté l'organisation. Τελικά ενέδωσα και αποχώρησα από την οργάνωση. |
διαλύομαι(livre,...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
υποκύπτω, παραδίδομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle était tellement enthousiaste à l'idée d'y aller que j'ai fini par céder (or: craquer). Ήθελε τόσο πολύ να πάει, που τελικά υπέκυψα. |
σκίζω(un ballon) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tonton a fait éclater le ballon (or: a crevé le ballon) de Théo avec sa cigarette quand il dansait. Ο Λάρι γέλασε τόσο δυνατά που έσκισε το παντελόνι του. |
γεμάτος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le pianiste a joué dans une salle bondée (or: pleine à craquer). |
φίσκα, τίγκα(καθομιλουμένη) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
παραγεμίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φίσκα(καθομιλουμένη) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Nous avons essayé de monter à l'avant mais le couloir était trop bondé. |
κατάρρευση(figuré) (μτφ: συναισθηματική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Κατέρρευσε όταν του αρνήθηκαν την επιβίβαση στο αεροπλάνο. |
ξεχειλίζω, πλημμυρίζω(μεταφορικά: από κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Το δωμάτιο ήταν φίσκα. Ο κόσμος ήταν και στους διαδρόμους. |
γεμάτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La valise était remplie (or: pleine à craquer) ; Oliver ne pouvait plus rien y rentrer. Η βαλίτσα ήταν γεμάτη. Ο Όλιβερ δεν μπορούσε να χωρέσει τίποτα άλλο μέσα. |
καψούρα(un peu vieilli) (καθομιλουμένη: έρωτας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Είναι σύνηθες για τους εφήβους να δαγκώνουν τη λαμαρίνα. |
γεμάτος, φίσκαadjectif (figuré) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sa valise est assez petite mais elle est toujours pleine à craquer, il y entasse beaucoup de choses. |
γεμάτος, πλήρηςlocution adjectivale (familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γεμάτοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
είμαι ερωτευμένος με κπ
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Wendy avait un faible pour un garçon de sa classe. |
ξηλώνονται οι ραφές(ενός υφάσματος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le coussin du canapé est en train de craquer au niveau des coutures et le rembourrage dépasse. |
γουστάρω(figuré) (κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les lycéens disaient craquer pour leur prof de dessin. |
την πατάω με κπ, δαγκώνω τη λαμαρίνα με κπ, τη δαγκώνω με κπ(familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il est si beau et si charmant... toutes les filles craquent pour lui. Audrey a craqué sur (or: pour) une paire de chaussures qu'elle a vue dans une vitrine. Η Ώντρεϋ ξετρελάθηκε με ένα ζευγάρι παπούτσια που είδε σε μια βιτρίνα. |
ξέχειλος, γεμάτοςlocution adjectivale (lieu) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cette boîte déborde de jouets. |
τεντωμένος, τσιτωμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il faut vraiment que je perde du poids : mon pantalon craque au niveau des coutures (or: mon pantalon a les coutures qui craquent). |
γεμάτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γεμάτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La pièce était pleine à craquer de vedettes et de journalistes. |
γεμάτος με
|
πάω στραβά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υπερπλήρηςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ξεχειλίζω(από κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les poches du garçon étaient pleines de marrons. Οι τσέπες του αγοριού ξεχείλιζαν με τα αγριοκάστανα που είχε μαζέψει. |
δεν τα παρατώ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όταν έφτασε στο 32ο χιλιόμετρο του μαραθωνίου, ο Άνταμ ήταν ήδη εξαντλημένος. Ωστόσο, δεν τα παράτησε και τελικά έφτασε στο τέρμα. |
μου αρέσει(changement de sujet) Mick a avoué que Laura lui plaisait. Ο Μικ παραδέχτηκε ότι του αρέσει η Λάουρα. |
που έχω λατρέψει κπ, που με έχει ξετρελάνει κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ήταν ερωτοχτυπημένος με την όμορφη ηθοποιό. |
μου γυαλίζει(familier) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle a craqué sur lui dès leur première rencontre. Της γυάλισε από την πρώτη τους συνάντηση. |
υπομένω μια δυσκολία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μου αρέσει κπ(familier) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του craquer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του craquer
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.