Τι σημαίνει το courant στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης courant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του courant στο Γαλλικά.
Η λέξη courant στο Γαλλικά σημαίνει σημερινός, ρεύμα, ρεύμα, ρεύμα, συνηθισμένος, καθημερινός, καθομιλούμενος, ρεύμα, πολύ γνωστός, κοινώς αποδεκτός, είδος, ρεύμα, ρεύμα, ροή, διαδεδομένος, συχνός, κανονικός, συνήθης, κοινός, συνήθης, καταχωρίσεις που δείχνουν πώς διανέμονται τα κέρδη ή οι απώλειες εταιρείας σε υπολογισμούς, υπόγειο ρεύμα, τρέχω, συσσωρεύομαι, τρέχω, προχωράω γρήγορα, προχωράω βιστικά, περπατάω γρήγορα, περπατάω βιαστικά, τρέχω, τρέχω, διατρέχω, κυκλοφορώ, λέω, σε κυκλοφορία, τρέχω, κυκλοφορώ, μαθαίνομαι, -, που δεν ξέρει, που δε γνωρίζει, που αγνοεί, αντίθετος, υπόγειο ρεύμα, ένταση ηλεκτρικού ρεύματος, δυνατό ρεύμα επιστροφής, αντιρροή, ενημερώνω, ξέρω, γνωρίζω, αντίθετος προς την επικρατούσα τάση, που δεν ξέρει κτ, που δε γνωρίζει κτ, που αγνοεί κτ, γνωρίζω, ήξερα, πετάγομαι, νέα, πέταγμα, τρέχω, ενήμερος, γνώστης, γνώστης, ενήμερος, ενήμερος,μιλημένος, ενημερωμένος, κόντρα στο ρεύμα, αντίθετα στο ρεύμα, ενάντια στο ρεύμα ποταμού, σε καθημερινή χρήση, ενάντια στο ρεύμα, ενάντια στη ροή του νερού, το ξέρω, πρίζα, κυρίαρχο ρεύμα, πρίζα, μπρίζα, εναλλασσόμενο ρεύμα, ρεύμα, ρεύμα αέρος, ρεύμα αέρα, καθοδικό ρεύμα, διάλεκτος, ιδιόλεκτος, αντίθετο ρεύμα, νερό που κινεί έναν μύλο, ανοδικό ρεύμα αέρα, εναλλασσόμενο ρεύμα, τρεχούμενος λογαριασμός, τρεχούμενος λογαριασμός, καθομιλουμένη, ηλεκτρικό ρεύμα, ηλεκτρικό ρεύμα, ρεύμα αέρα, τρεχούμενος λογαριασμός, διακοπή ρεύματος, ρεύμα αέρα, ρεύμα συνείδησης, άμπωτη και παλίρροια, ρευματοδότης, τίτλος, κοινός όρος, διακοπή ρεύματος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης courant
σημερινόςadjectif (commun) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'usage courant veut que l'on commence par le plus âgé. |
ρεύμαnom masculin (liquide) (ροή νερού) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Bien que petit, le cours d'eau avait un fort courant. |
ρεύμαnom masculin (électricité) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les lignes électriques amènent le courant jusqu'aux maisons. |
ρεύμαnom masculin (figuré : tendance) (μεταφορικά: τάση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un certain courant de pensée affirme que tout ceci n'est pas un véritable problème. |
συνηθισμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La criminalité est un fait courant (or: fréquent) dans les grandes villes. Το έγκλημα είναι σύνηθες φαινόμενο στις πόλεις. |
καθημερινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les accidents de la route sont un phénomène courant sur cette route. Είναι συνηθισμένο φαινόμενο τα δυστυχήματα σ’ αυτόν τον δρόμο. |
καθομιλούμενοςadjectif (langage) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Tu n'entendras jamais "hyperbate" dans le langage courant. |
ρεύμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La maison est restée sans courant pendant trois heures hier soir. On a dû allumer des bougies et on n'a pas pu regarder la télé. Το ρεύμα έπεσε για τρεις ώρες στο σπίτι χθες. Χρειάστηκε να ανάψουμε κεριά και δεν μπορούσαμε να δούμε τηλεόραση. |
πολύ γνωστόςadjectif (connu de tous) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) C'est un nom courant dans ce pays. Είναι πολύ γνωστός σε όλη τη χώρα. |
κοινώς αποδεκτόςadjectif (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
είδοςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Elle est différente du courant caractéristique de candidats. |
ρεύμαnom masculin (κυριολεκτικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le courant de la rivière est fort et dangereux. |
ρεύμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ροήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le courant du moulin alimente la turbine hydraulique. |
διαδεδομένος, συχνός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La pauvreté est répandue dans cette ville. |
κανονικός, συνήθης(habituel) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'heure normale d'arrivée au travail sur ce chantier, c'est cinq heures du matin. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο δάσκαλος προτιμούσε εναλλακτικές μεθόδους αντί για τις συνηθισμένες (or: κανονικές). |
κοινός, συνήθης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καταχωρίσεις που δείχνουν πώς διανέμονται τα κέρδη ή οι απώλειες εταιρείας σε υπολογισμούς(Comptabilité) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
υπόγειο ρεύμα(dans la mer) (κυριολεκτικά) |
τρέχωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Est-ce que tu cours vite ? Πόσο γρήγορα μπορείς να τρέξεις; |
συσσωρεύομαι(intérêts) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les intérêts sur ce compte courent à hauteur de 4% par an. Το επιτόκιο σε αυτόν τον λογαριασμό συσσωρεύεται με ποσοστό 4% ανά έτος. |
τρέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le lapin a traversé la route en courant. |
προχωράω γρήγορα, προχωράω βιστικά, περπατάω γρήγορα, περπατάω βιαστικά
Richard observait les gens courir le long de la route passante. |
τρέχωverbe intransitif (sport) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il aime courir en compétitions. |
τρέχωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Leah courait à travers la chambre. Η Λία έτρεχε γύρω γύρω στο δωμάτιο. |
διατρέχωverbe transitif (un risque, un danger) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous ne voulons pas courir le risque d'être poursuivis en justice. |
κυκλοφορώ(informations) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Une méchante rumeur a circulé à travers la ville. |
λέω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les garçons seront des garçons, comme le dit le proverbe. |
σε κυκλοφορίαverbe intransitif (rumeur, bruit) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lorsque Paul se réveilla, les rumeurs avaient déjà circulé. Όταν ξύπνησε ο Πωλ, οι φήμες είχαν κυκλοφορήσει παραέξω. |
τρέχωverbe transitif (une distance) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il parcourt cinq kilomètres chaque matin. Κάνει τρία χιλιόμετρα τζόκινγκ κάθε μέρα. |
κυκλοφορώ, μαθαίνομαιverbe intransitif (bruit, rumeur) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quand le bruit a couru qu'elle faisait des biscuits, les enfants sont apparus à sa porte. Όταν μαθεύτηκε πως έψηνε κουλουράκια, όλα τα παιδιά εμφανίστηκαν στην πόρτα της. |
-verbe intransitif (rumeur, bruit,...) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Il y a des bruits qui courent (or: circulent). Κυκλοφορούν φήμες. |
που δεν ξέρει, που δε γνωρίζει, που αγνοεί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je croyais que Nathan savait que sa fille sortait boire, mais apparemment il l'ignorait. Νόμιζα ότι ο Νέιθαν ήξερε ότι η κόρη του έβγαινε έξω και έπινε, αλλά προφανώς δεν είχε ιδέα. |
αντίθετος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υπόγειο ρεύμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le nageur a été entraîné par le contre-courant et s'est noyé. |
ένταση ηλεκτρικού ρεύματος(impropre mais courant) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δυνατό ρεύμα επιστροφήςnom masculin (θαλάσσα, λίμνη) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αντιρροήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ενημερώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξέρω, γνωρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Δεν μπορώ να σου πω γιατί δεν ξέρω αυτή την πληροφορία. |
αντίθετος προς την επικρατούσα τάσηnom masculin (figuré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που δεν ξέρει κτ, που δε γνωρίζει κτ, που αγνοεί κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ignorais qu'il y avait un lien entre ces deux personnes. Δεν ήξερα οποιαδήποτε σχέση ανάμεσα σε αυτά τα δύο άτομα. |
γνωρίζω(une chose,...) (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ήξερα(participe passé de savoir) (αόριστος του ξέρω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il avait su pour le meurtre. Ήξερε για τους φόνους. |
πετάγομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le cambrioleur a foncé dans une allée en voyant la police débarquer. Ο κλέφτης έτρεξε γρήγορα μέσα σ' ένα σοκάκι όταν είδε την αστυνομία να έρχεται. |
νέα
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Vous avez appris la nouvelle à propos de Pete et Amy ? Amy est enceinte. Άκουσες τα νέα για τον Πιτ και την Έιμι; Θα αποκτήσουν μωρό. |
πέταγμα(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τρέχω(familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il fila lorsqu'il se souvint de son rendez-vous. |
ενήμερος, γνώστης(un peu soutenu) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le Gouvernement est au fait de la pénurie de professeurs et a mis en place des mesures pour susciter les vocations. Η κυβέρνηση είναι γνώστης (or: ενήμερη) της έλλειψης δασκάλων και έχει θέσει μέτρα προκειμένου να ενθαρρύνει περισσότερους ανθρώπους να επιλέξουν το συγκεκριμένο επάγγελμα. |
γνώστης, ενήμερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ενήμερος,μιλημένοςlocution adjectivale (assez familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je vais demander à ma sœur quelle est la meilleure école de la ville : elle est au courant de ce genre de choses. |
ενημερωμένοςlocution adjectivale (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
κόντρα στο ρεύμα, αντίθετα στο ρεύμα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Το καράβι έπλεε κόντρα στο ρεύμα. |
ενάντια στο ρεύμα ποταμού
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε καθημερινή χρήσηlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La liberté, pour les philosophes, a souvent un sens différent du sens utilisé dans le langage courant. |
ενάντια στο ρεύμα, ενάντια στη ροή του νερούadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το ξέρωlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je suis au courant ! Pas besoin de me l'expliquer. Το ξέρω αυτό! Δε χρειάζεται να μου το εξηγείς! |
πρίζαnom féminin (électricité) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La fiche doit être insérée à fond dans la prise (de courant), sinon l'appareil ne fonctionnera pas. Το φις πρέπει να μπει καλά στην πρίζα, αλλιώς η συσκευή δε θα λειτουργήσει. |
κυρίαρχο ρεύμα(μεταφορικά) Tina a décidé d'inventer son propre groupe social parce que les hipsters étaient devenus le courant dominant. Η Τίνα αποφάσισε να φτιάξει τη δική της κοινωνική ομάδα επειδή οι χίπστερ είχαν γίνει της μόδας. |
πρίζα, μπρίζα(mur) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Simon a branché son ordinateur portable dans la prise. Ο Σάιμον έβαλε το λάπτοπ του στην πρίζα. |
εναλλασσόμενο ρεύμαnom masculin Cet appareil convertit le courant alternatif en courant continu. |
ρεύμαnom masculin (αέρα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un courant d'air froid a soufflé par la cheminée. Ένα ρεύμα ψυχρού αέρα φύσηξε από την καμινάδα. |
ρεύμα αέρος, ρεύμα αέρα
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
καθοδικό ρεύμαnom masculin |
διάλεκτος, ιδιόλεκτος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αντίθετο ρεύμαnom masculin (κυριολεκτικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
νερό που κινεί έναν μύλοnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ανοδικό ρεύμα αέραnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εναλλασσόμενο ρεύμαnom masculin Le moteur électrique utilise le courant alternatif pour produire une rotation. |
τρεχούμενος λογαριασμόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τρεχούμενος λογαριασμόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) J'aimerais déposer cet argent sur mon compte courant. |
καθομιλουμένηnom masculin (αγγλική γλώσσα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ηλεκτρικό ρεύμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ηλεκτρικό ρεύμαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ρεύμα αέραnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il faut que je sorte dans le jardin, il n'y a pas le moindre souffle d'air dans cette pièce. |
τρεχούμενος λογαριασμόςnom masculin (Banque) |
διακοπή ρεύματος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai perdu le fichier sur lequel je travaillais à cause d'une coupure d'électricité imprévue. Plusieurs habitants de ce quartier ont été pris de panique lorsqu'une coupure d'électricité les a plongés dans le noir. Έχασα το αρχείο πάνω στο οποίο δούλευα όταν έγινε ξαφνικά διακοπή ρεύματος. |
ρεύμα αέραnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ρεύμα συνείδησης(Littérature) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le Nouveau Roman a exploré la technique du flux de conscience. |
άμπωτη και παλίρροιαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ρευματοδότηςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τίτλοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κοινός όροςnom masculin |
διακοπή ρεύματοςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Nous n'avons pas eu d'air conditionné pendant 4 heures à cause d'une coupure de courant. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του courant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του courant
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.