Τι σημαίνει το critique στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης critique στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του critique στο Γαλλικά.
Η λέξη critique στο Γαλλικά σημαίνει κριτική, επικριτικός, κρίση, κριτικός, κριτική, ανάλυση, εξέταση, των κριτικών,τους κριτικούς, κριτικός, κριτική, κριτική, κριτική, επίκριση, μομφή, κριτικός, επικριτής, επικρίτρια, δημοσιευμένη κριτική, κριτική, κριτική, προσβολή, παρουσίαση, κριτική, παράπονο, επικριτικός, κριτική, κακία, αξιολογώντας, κριτική, κριτική, καυστικός, κρίσιμος, επίκριση, καρφί, κριτικός, επικριτικός, αποδοκιμαστικός, επικριτικός, κατηγορητικός, αδιέξοδος, αναλυτής, αναλύτρια, επικριτικός, προσβολή, τα χώνω, επικρίνω, κατακρίνω, κριτικάρω, κατακρίνω, καταγγέλλω, κάνω καυστικά σχόλια, κατακρίνω, κακολογώ, κατηγορώ, θάβω, κατακρίνω, αποδοκιμάζω, επιπλήττω, μέμφομαι, επικρίνω κπ για κτ, αποδοκιμάζω κπ για κτ, επικρίνω έντονα, κατακρίνω έντονα, τα χώνω, τη λέω, επιτίθεμαι, βγάζω βρόμα για κπ, γράφω κριτική για κτ, ανάλυση, εγκώμιο, κρίνω, που δεν κάνει διακρίσεις, μη επικριτικός, πολύ επικριτικός, υπερβολικά επικριτικός, επικριτικός, επιδεκτικός κριτικής, που έχει πάρει εξαιρετικές κριτικές, που έχει λάβει λαμπρές κριτικές, κριτικά, κρίσιμη κατάσταση, θάψιμο, κράξιμο, κρίσιμο σημείο, κριτικός τέχνης, κριτική βιβλίων, με την αποδοχή των κριτικών, κριτική σκέψη, κακεντρεχής κριτική, κριτικός λογοτεχνίας, ανάλυση και κριτική λογοτεχνίας, κριτικός του καναπέ, κριτικός ταινιών, κτιρικός κινηματογράφου, κριτικός εστιατορίων, κριτική ταινίας, διθυραμβική κριτική, κριτικός θεάτρου, σημείο καμπής, κρίσιμη μάζα, επικριτικότητα, αποδέχομαι την κριτική, δέχομαι κριτική, εξελίσσομαι σε κρίση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης critique
κριτικήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La critique n'a pas épargné la gouverneur lorsqu'elle a tenté de faire augmenter les taxes. Η κυβερνήτης δέχθηκε πολλή κριτική στην προσπάθειά της να αυξήσει τους φόρους. |
επικριτικόςadjectif (qui reproche) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le professeur était très critique envers de nombreux étudiants. Ο καθηγητής ήταν επικριτικός προς πολλούς από τους φοιτητές. |
κρίσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les critiques de ma mère sur mes écrits sont toujours justes. Η κριτική της μητέρας μου για τα γραπτά μου είναι πάντα ακριβής. |
κριτικόςnom masculin et féminin (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Tous les critiques ont adoré le film, mais pas le public. Όλοι οι κριτικοί λάτρεψαν την ταινία, όχι όμως και το κοινό. |
κριτικήnom féminin (article) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jack lit la critique littéraire dans le journal du dimanche. Ο Τζακ διαβάζει τη λογοτεχνική κριτική στην κυριακάτικη εφημερίδα. |
ανάλυση, εξέτασηnom féminin (analyse) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La critique du poème révèle la précision dont fait preuve le poète dans le choix de ses mots. Η προσεκτική εξέταση του ποιήματος αποκαλύπτει τη μαεστρία με την οποία ο ποιητής διαλέγει τις λέξεις του. |
των κριτικών,τους κριτικούςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le livre a été salué par la critique, dont les éloges l'ont propulsé en tête des ventes. Το βιβλίο ενθουσίασε τους κριτικούς κι έτσι ανέβηκε στην κορυφή των ευπώλητων. |
κριτικόςadjectif (qui analyse) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'esprit critique (or: analytique) du courtier lui a permis d'identifier les actions rentables à long terme. |
κριτική(article) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le compte rendu n'a pas mentionné beaucoup de points positifs pour cette voiture. Η κριτική δεν έλεγε και πολλά καλά για το αυτοκίνητο. |
κριτικήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y a une critique de sa nouvelle pièce dans le journal d'aujourd'hui. Υπάρχει μια κριτική για το νέο του έργο στην εφημερίδα σήμερα. |
κριτική, επίκριση, μομφή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le président fait face à la critique pour sa réticence à agir. |
κριτικόςnom masculin et féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La plupart des critiques ont apprécié le film. |
επικριτής, επικρίτριαnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
δημοσιευμένη κριτικήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κριτικήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κριτικήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jody a été l'objet de nombreuses critiques après avoir décidé de démissionner de son travail. |
προσβολή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παρουσίασηnom féminin (Littérature) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κριτικήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παράπονο
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
επικριτικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κριτικήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'est mon argent, alors ne me fais pas de critiques sur ma manière de la dépenser. |
κακίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ne pouvant plus supporter les critiques de ses camarades de classe, Julia a quitté la salle de classe en courant. |
αξιολογώνταςadjectif (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
κριτικήnom féminin (art) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le quartet reçut des critiques positives. |
κριτικήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La critique de Ben sur la réputation du maire n'a pas été bien reçue. |
καυστικόςadjectif (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κρίσιμοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επίκριση(littéraire) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καρφί(figuré, familier) (αργκό, μτφ: πετάω, ρίχνω) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Janet n'a pas apprécié sa pique au sujet de sa coiffure. Η Τζάνετ δεν χάρηκε και πολύ με το καρφί του αφεντικού της για το κούρεμά της. |
κριτικός, επικριτικός, αποδοκιμαστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je ne lui dis rien car elle semble toujours prompte à critiquer les autres. Δεν της λέω τίποτε γιατί ακούγεται πάντα πολύ επικριτική (or: κριτική). |
επικριτικός, κατηγορητικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αδιέξοδος(situation) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αναλυτής, αναλύτρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Les commentateurs sont tous d'accord sur le fait qu'aucun des candidats n'a remporté le débat d'hier soir. Όλοι οι αναλυτές συμφωνούν ότι κανένας υποψήφιος δεν κέρδισε στη χτεσινοβραδινή συζήτηση. |
επικριτικός
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
προσβολήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τα χώνωverbe transitif (αργκό, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les ouvriers licenciés ont critiqué leur ancien patron dans la presse. |
επικρίνω, κατακρίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si vous critiquez leurs efforts, essayez aussi de trouver des points positifs. Αν επικρίνεις τις προσπάθειές τους, βρες και κάτι θετικό επίσης να πεις. |
κριτικάρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατακρίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mère d'Andrew l'a toujours critiqué pour ses mauvaises notes. Η μητέρα του Άντριου πάντα τον κατέκρινε για τους κακούς βαθμούς του. |
καταγγέλλωverbe transitif (δημοσίως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω καυστικά σχόλιαverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je déteste aller rendre visite à la famille de mon mari parce que ma belle-mère n'arrête pas de critiquer. |
κατακρίνω, κακολογώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Seth a dit à Sean : « Ne critique pas les jeux télé, c'est instructif ! » Ο Σεθ είπε στον Σον, «Μην κατακρίνεις τα τηλεπαιχνίδια. Μπορείς να μάθεις πολλά από αυτά». |
κατηγορώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θάβω(αργκό, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατακρίνω, αποδοκιμάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lors de sa recherche d'un nouveau lieu de vie, Shawna a dénigré tous les appartements qu'elle a visités. |
επιπλήττω, μέμφομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le gouverneur a été réprimandé et démis de ses fonctions après le scandale pour détournement. |
επικρίνω κπ για κτ, αποδοκιμάζω κπ για κτ
L'armée a réprimandé plusieurs officiers de haut rang pour corruption. |
επικρίνω έντονα, κατακρίνω έντονα(littéraire : critiquer) La communauté universitaire a fustigé la critique de Virginia Woolf par le professeur. |
τα χώνω, τη λέω(αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu aimes critiquer (or: critiquer les autres) mais toi, tu n'aimes pas être critiqué. Εσύ μια χαρά τα χώνεις, αλλά δεν σου αρέσει όταν σου τη λένε. |
επιτίθεμαιverbe transitif (verbalement) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le candidat a vicieusement critiqué (or: attaqué) son opposant. Η υποψήφια επιτέθηκε άγρια στον αντίπαλό της. |
βγάζω βρόμα για κπverbe transitif (μεταφορικά: κακολογώ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Neil critique (or: dénigre) toujours ses collègues. |
γράφω κριτική για κτ(critiquer) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le reporter a passé en revue (or: examiné) le nouveau produit pour le journal. Ο ρεπόρτερ έγραψε μια κριτική για το νέο προϊόν στην εφημερίδα. |
ανάλυση(figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εγκώμιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κρίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dans un article de journal académique, le professeur a analysé le nouveau livre concernant l'Empire russe. Στο άρθρο του επιστημονικού περιοδικού, ο καθηγητής έγραψε κριτική για το νέο βιβλίο για την Ρωσική Αυτοκρατορία. |
που δεν κάνει διακρίσειςlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μη επικριτικός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πολύ επικριτικός, υπερβολικά επικριτικόςadjectif |
επικριτικόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επιδεκτικός κριτικήςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je suis ouvert à la critique alors soyez honnête avec moi. |
που έχει πάρει εξαιρετικές κριτικέςlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Son dernier roman a été applaudi (or: salué) par la critique. C'est un plaisir quand un film applaudi (or: salué) par la critique est aussi agréable à regarder. |
που έχει λάβει λαμπρές κριτικές
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'actrice encensée pouvait choisir les scripts qu'elle voulait. |
κριτικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le professeur a examiné la peinture d'un œil critique, en fronçant les sourcils pour marquer sa désapprobation. |
κρίσιμη κατάστασηnom masculin (Médecine) Les médecins ont dit qu'il était dans un état critique du fait de la gravité de ses blessures. |
θάψιμο, κράξιμοnom féminin (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κρίσιμο σημείοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La décision de l'arbitre d'accord un pénalty fut un moment critique dans le match. |
κριτικός τέχνηςnom masculin et féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κριτική βιβλίωνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Alexandra écrit des critiques littéraires pour un journal national. |
με την αποδοχή των κριτικώνlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Bien que la pièce ait été applaudie par la critique, peu de gens l'ont vue. |
κριτική σκέψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) De nos jours, les enseignants essayent d'encourager l'esprit critique (or: l'analyse critique) chez leurs élèves. |
κακεντρεχής κριτικήnom féminin (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κριτικός λογοτεχνίαςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανάλυση και κριτική λογοτεχνίαςnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Une critique littéraire sérieuse devrait être à la fois informative et constructive. |
κριτικός του καναπέnom masculin et féminin (familier) (κρίνει χωρίς να ενεργεί) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κριτικός ταινιών, κτιρικός κινηματογράφουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) Je ne suis pas souvent d'accord avec ce qu'écrit ce critique de cinéma dans son magazine. |
κριτικός εστιατορίωνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
κριτική ταινίαςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διθυραμβική κριτικήnom féminin |
κριτικός θεάτρουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
σημείο καμπήςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κρίσιμη μάζαnom féminin (Physique) |
επικριτικότηταnom masculin (για ανθρώπους) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αποδέχομαι την κριτικήlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δέχομαι κριτική
|
εξελίσσομαι σε κρίσηlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του critique στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του critique
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.