Τι σημαίνει το went στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης went στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του went στο Αγγλικά.
Η λέξη went στο Αγγλικά σημαίνει πηγαίνω, πηγαίνω σε κτ, πάω σε κτ, κινούμαι, φτάνω, πηγαίνω, οδηγώ, γίνομαι, -, θα κάνω κτ, έτοιμος, ολέ, ζωντάνια, προσπάθεια, δοκιμή, σειρά, πάω να κάνω κτ, λειτουργώ, φεύγω, είμαι, πωλούμαι, περνάω, περνώ, πάω στο μπάνιο, πάω στην τουαλέτα, κάνω, ισχύω, λέω, φεύγω, καταρρέω, χαλάω, χαλώ, πάω, πάω, πηγαίνω, διαιρούμαι, πάω σε κπ/κτ, πηγαίνω σε κπ/κτ, κάνω, στρέφομαι σε κπ, πηγαίνω, καταπιάνομαι με κτ, διασχίζω, περνάω, διατρέχω, στοχεύω σε κτ, τη λέω, ακολουθώ, πάω ενάντια, πάω ενάντια, -, προχωρώ, συνεχίζω, προηγούμαι, προχωρώ, εξελίσσομαι, συμφωνώ, δέχομαι, συμφωνώ με κτ, στηρίζω, περιστρέφομαι, γυρίζω, φτάνω για όλους, φθάνω για όλους, είμαι αρκετός για όλους, κυκλοφορώ, κάνω, κυκλοφορώ, περνάω, πέφτω με τα μούτρα σε κτ, επιτίθεμαι σε κπ, ξαναπάω, ξαναπηγαίνω, ξαναπάω σε κτ, ξαναπηγαίνω σε κτ, γυρίζω σε κπ, ξαναγυρίζω σε κπ, επιστρέφω σε κπ, επιστρέφω σε κτ, πάω προς τα πίσω, πηγαίνω προς τα πίσω, πάω πίσω, χρονολογούμαι από κτ, ξαναβλέπω, θυμάμαι, ξανακάνω, πάω προς τα πίσω, πάω προς τα πίσω, χρειάζεται πολλή προσπάθεια ακόμη, μπαίνω σε κτ, μπαίνω, όλα έτοιμα, όλα εντάξει, ακόμα μια προσπάθεια, άλλος ένας γύρος, γίνομαι έξαλλος, κάνω ποδήλατο, οδηγώ μηχανή, παρατηρώ τα πουλιά, κάνω βαρκάδα, βγαίνω βαρκάδα, παίζω μπόουλινγκ, πηγαινοέρχομαι, λειτουργώ με διακοπές, είμαι φευγαλέος, ακριβοθώρητος, πιάνω καβούρια, μαζεύω καβούρια, χαλαρός, ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα, ψαρεύω, φαγητό στο χέρι, από την πρώτη στιγμή, πετυχαίνω τα πάντα, δεν βγάζει πουθενά, μπαγιατεύω, ενέργεια, κάνω μια προσπάθεια, κάνω μια απόπειρα, δίνω το πράσινο φως σε κπ, δίνω το πράσινο φως για κτ, προσπερνώ, επιτυγχάνω, βοηθώ πολύ, πάω στο εξωτερικό, πηγαίνω στο εξωτερικό, πάω κόντρα στο ρεύμα, είμαι ασυνήθιστος, απλά, απλώς, κάνω, κάνω τα πάντα, κάνω τα πάντα για να κάνω κτ, πηδιέμαι, εκπληρώνω, πραγματώνω, στραβά, πάω και κάνω κτ, πάω να φέρω κτ/κπ, τα παίρνω στο κρανίο, πάω γύρω, περνάω γύρω, παρακάμπτω, χάνομαι, παρεκκλίνω, πέφτω με τα μούτρα σε κτ, επιτίθεμαι σε κπ, τα δίνω όλα, μαλώνω, καβγαδίζω, το κάνω, φεύγω, φύγε!, φεύγω, αποκλίνω της πορείας μου, πάω στραβά, ξαναρχίζω να κάνω κτ, ξαναξεκινάω να κάνω κτ, πηγαινοέρχομαι, αμφιταλαντεύομαι, επιστρέφω στο παρελθόν, δεν κρατάω την υπόσχεσή μου, δεν κρατάω το λόγο μου, πάω πίσω στο κρεβάτι, ξαναπέφτω στο κρεβάτι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης went
πηγαίνωintransitive verb (leave, depart) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) You'd better go. It's getting late. Καλύτερα να φύγεις. Είναι αργά. |
πηγαίνω σε κτ, πάω σε κτ(proceed to, head for) I'm going to London this summer. // Anne went to Italy for her holiday last year. // Robert goes to the market every Saturday morning. Θα πάω στο Λονδίνο φέτος το καλοκαίρι. // Η Αν πήγε στην Ιταλία για διακοπές πέρυσι. // Ο Ρόμπερτ πάει κάθε Σάββατο πρωί στην αγορά. |
κινούμαιintransitive verb (move along, advance) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The train was going at top speed. Electricity goes along wires. Το τρένο έτρεχε με τη μέγιστη ταχύτητά του. |
φτάνωintransitive verb (extend) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Our property goes all the way down to the river. Το κτήμα μας φτάνει μέχρι κάτω στο ποτάμι. |
πηγαίνωintransitive verb (with adverb: turn out, pass) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The wedding went very well, thank you. Ο γάμος πήγε πολύ καλά, ευχαριστώ. |
οδηγώ(lead to [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) These stairs go to the attic. Αυτές οι σκάλες πάνε στη σοφίτα. |
γίνομαιintransitive verb (with adjective: become) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) I think I'm going crazy. Νομίζω ότι καταντώ τρελός. |
-intransitive verb (with adjective: act in a given way) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) They went crazy when they heard the news. Αγρίεψαν μόλις άκουσαν τα νέα. |
θα κάνω κτauxiliary verb (future) (μέλλοντας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jake is going to clean the bathroom later. Ο Τζέικ θα καθαρίσει το μπάνιο αργότερα. |
έτοιμοςadjective (informal (ready) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) All systems are go. |
ολέinterjection (cheering on a team, participant) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) The fans were shouting "Go Steelers!" |
ζωντάνιαnoun (colloquial (energy) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She's sure got a lot of go. |
προσπάθεια, δοκιμήnoun (informal (try) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Can I have a go? |
σειράnoun (informal (turn) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It's your go. Here are the dice. |
πάω να κάνω κτverbal expression (make a move to do) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jake went to brush a stray hair from Leah's cheek, but at that moment she turned away. |
λειτουργώintransitive verb (function, perform) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) This fan won't go. |
φεύγωintransitive verb (time: pass) (χρόνος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Weekends go really fast. Τα Σαββατοκύριακα περνούν πολύ γρήγορα. |
είμαιintransitive verb (tend to be) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As exams go, that wasn't too bad. |
πωλούμαιintransitive verb (be sold) (επίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The rare book will go quickly at auction. |
περνάω, περνώintransitive verb (pass, fit, enter) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The couch just won't go through the door. |
πάω στο μπάνιο, πάω στην τουαλέταintransitive verb (informal, euphemism (relieve yourself) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Excuse me. I've got to go. Is there a bathroom near here? |
κάνωintransitive verb (perform an action) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Go like this with your hands. |
ισχύωintransitive verb (be valid) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Whatever Mike says, goes. |
λέωintransitive verb (informal (say) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Boys will be boys, as the saying goes. |
φεύγωintransitive verb (euphemism (die) (ευφημισμός) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He went just after midnight, with his wife at his side. |
καταρρέωintransitive verb (informal (give way, collapse) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) There was so much snow the roof went. |
χαλάω, χαλώintransitive verb (informal (stop working) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The car engine went, so we had to walk home. |
πάω(be allotted) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A quarter of their income goes to food. |
πάω, πηγαίνω(pass to [sb] in a will) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) His house went to the elder son, its contents to the younger. |
διαιρούμαι(number: be divisor of) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) How many times does six go into eighty-four? Πόσες φορές διαιρεί το έξι το ογδόντα τέσσερα; |
πάω σε κπ/κτ, πηγαίνω σε κπ/κτ(be awarded to) And the Oscar goes to Steve McQueen! |
κάνωphrasal verb, intransitive (resort: to [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They went to great effort to get here on time. |
στρέφομαι σε κπphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (consult, ask a favor of) When I need advice, I go to my rabbi. |
πηγαίνωphrasal verb, intransitive (move from place to place) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He goes about from place to place, taking casual jobs wherever he can get them. |
καταπιάνομαι με κτphrasal verb, transitive, inseparable (approach, tackle: a task) (κάνω την αρχή) Isn't it time you went about fixing the broken table? How am I to go about painting the ceiling when I have no ladder? Δεν ήρθε ο καιρός να καταπιαστείς μ' εκείνο το σπασμένο τραπέζι; Πως θα τα καταφέρω να βάψω το ταβάνι όταν δεν έχω σκάλα; |
διασχίζω, περνάω, διατρέχωphrasal verb, transitive, inseparable (cross, traverse) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We sometimes go across the road for a drink at the pub. |
στοχεύω σε κτphrasal verb, transitive, inseparable (pursue) Mark is now going after a Master's degree in science. Τώρα ο Μαρκ στοχεύει να πάρει Μάστερ. |
τη λέωphrasal verb, transitive, inseparable (informal, figurative (attack verbally) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He really decided to go after him when he saw him flirting with his wife. Όντως αποφάσισε να του την πει όταν τον είδε να φλερτάρει με τη γυναίκα του. |
ακολουθώphrasal verb, transitive, inseparable (be next, follow) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) In the alphabet, the letter B goes after the letter A. Στην αλφαβήτα το γράμμα Β ακολουθεί το γράμμα Α. |
πάω ενάντιαphrasal verb, transitive, inseparable (not comply with) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) If you go against his wishes, he will make things difficult for you. |
πάω ενάντιαphrasal verb, transitive, inseparable (be in opposition to) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) To go against the mob takes courage. |
-phrasal verb, intransitive (do [sth] as planned) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) I can't come with you this weekend after all, but don't let that stop you; you go ahead. Τελικά δεν μπορώ να έρθω μαζί σας το σαββατοκύριακο, αλλά μην αφήσετε να σας σταματήσει αυτό· εσείς να πάτε. |
προχωρώ, συνεχίζωphrasal verb, intransitive (take place as scheduled) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The meeting will go ahead. Η συνάντηση θα συνεχιστεί. |
προηγούμαι(lead, overtake) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προχωρώ, εξελίσσομαιphrasal verb, intransitive (move, advance) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Until yesterday, things had been going along quite nicely. We were going along at about 30 mph. Μέχρι χθες, τα πράγματα εξελίσσονταν αρκετά καλά. Προχωράμε με περίπου 30 μίλια την ώρα. |
συμφωνώ, δέχομαιphrasal verb, intransitive (informal, figurative (consent, comply) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jeff wanted Rita to help him prank Martin, but she refused to go along. Ο Τζεφ ήθελε να τον βοηθήσει η Ρίτα για να κάνει πλάκα στον Μάρτιν, αλλά εκείνη δεν δέχτηκε. |
συμφωνώ με κτphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (permit, consent to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I usually just go along with what she says to avoid any arguments. Συνήθως πάω πάσο σε ό,τι κι αν λέει για ν' αποφύγω τους καυγάδες. |
στηρίζωphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (support, agree with) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rachel is happy to go along with Harry's suggestion. Η Ρέιτσελ θα στηρίξει με χαρά την πρόταση του Χάρυ. |
περιστρέφομαι, γυρίζωphrasal verb, intransitive (rotate, revolve) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The baby watched the top go round and laughed. Each of the beautifully painted horses became visible as the carousel went around. Το μωρό έβλεπε την κορυφή να γυρνάει και γελούσε. |
φτάνω για όλους, φθάνω για όλους, είμαι αρκετός για όλουςphrasal verb, intransitive (be shared by all) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Do you think there'll be enough loaves and fishes to go around? Πιστεύεις ότι υπάρχουν αρκετά καρβέλια και ψάρια για να επαρκέσουν για όλους; Πιστεύεις ότι τα καρβέλια και τα ψάρια είναι επαρκή για όλους; |
κυκλοφορώphrasal verb, intransitive (illness: be transmitted) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) There's a nasty strain of flu going around. Κυκλοφορεί μια άσχημη γρίπη. |
κάνωphrasal verb, intransitive (be in a state habitually) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He goes around looking filthy. She goes about as if she owns the place. |
κυκλοφορώphrasal verb, intransitive (figurative, informal (circulate, spread) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) There's a rumour going round that you're cheating on Tim. Κυκλοφορεί μια φήμη ότι απατάς τον Τιμ. |
περνάωphrasal verb, intransitive (informal (pay a visit to [sb]) (καθομιλουμένη: από κπ/κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I'll go round to your place when I'm done. Θα περάσω απ' το σπίτι σου όταν τελειώσω. |
πέφτω με τα μούτρα σε κτphrasal verb, transitive, inseparable (informal (do energetically) (καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Chris was hungrily going at his food. |
επιτίθεμαι σε κπphrasal verb, transitive, inseparable (informal (attack: [sb]) One of the men went at Ed with a knife. |
ξαναπάω, ξαναπηγαίνωphrasal verb, intransitive (return) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Frank left his wallet at home and had to go back to get it. Ο Φρανκ ξέχασε το πορτοφόλι του στο σπίτι και έπρεπε να επιστρέψει για να το πάρει. |
ξαναπάω σε κτ, ξαναπηγαίνω σε κτ(return to: a place) I'd like to go back to Paris one day. Θα μου άρεσε να ξαναπάω στο Παρίσι κάποια μέρα. |
γυρίζω σε κπ, ξαναγυρίζω σε κπ, επιστρέφω σε κπphrasal verb, transitive, inseparable (return: to partner) ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η Ελένη ξαναγύρισε στον πρώην άντρα της. |
επιστρέφω σε κτ(revert) Ted seems to have gone back to his bad habits of drinking and gambling. Ο Τεντ φαίνεται να επέστρεψε στις κακές συνήθειες του ποτού και του τζόγου. |
πάω προς τα πίσω, πηγαίνω προς τα πίσωphrasal verb, intransitive (clock: move back an hour) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) In the UK, the clocks go back by one hour at the end of British Summer Time. |
πάω πίσωphrasal verb, intransitive (be in the past) (στο παρελθόν) My grandmother's memories go back a long way. Οι αναμνήσεις της γιαγιάς μου πάνε πολύ πίσω. |
χρονολογούμαι από κτ(be in the past) That song goes back to the Second World War. Το τραγούδι αυτό είναι από τον 'Β Παγκόσμιο Πόλεμο. |
ξαναβλέπωphrasal verb, transitive, inseparable (review, revise) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mick is going over his notes to prepare for the exam. |
θυμάμαιphrasal verb, transitive, inseparable (events: recall) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The police officer asked the witness to go back over what he had seen. |
ξανακάνωphrasal verb, transitive, inseparable (work: redo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The teacher asked Rosa to go back over her essay and correct the spelling mistakes. |
πάω προς τα πίσωphrasal verb, intransitive (move in reverse) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The brakes failed on a hill and the car started going backwards. |
πάω προς τα πίσωphrasal verb, intransitive (figurative, informal (make no progress) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gary feels that his career is going backwards. |
χρειάζεται πολλή προσπάθεια ακόμηexpression (much effort still needed) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Brad did well on the quiz, but he has a long way to go before he passes the class. |
μπαίνω σε κτ(enter: a ship, vehicle) The passengers were waiting to go aboard the ship. |
μπαίνω(enter a ship or vehicle) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The last few passengers went aboard and the bus departed. |
όλα έτοιμα, όλα εντάξειexpression (figurative, informal (ready for action) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ακόμα μια προσπάθειαnoun (informal (further attempt) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'll have another go at winning the lottery. Θα κάνω ακόμα μία προσπάθεια να κερδίσω το λαχείο. |
άλλος ένας γύροςnoun (informal (further turn) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I think I'll have another go on the roller coaster. Νομίζω ότι θα κάνω άλλον έναν γύρο με το τρενάκι του λούνα παρκ. |
γίνομαι έξαλλοςverbal expression (act in a deranged way) My mother went berserk when she found out about my bad grades. |
κάνω ποδήλατοintransitive verb (informal (ride a bicycle) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We are going to bike to the store. Θα κάνουμε ποδήλατο μέχρι το κατάστημα. |
οδηγώ μηχανήintransitive verb (informal (ride a motorcycle) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Last weekend I went biking on my brother's 500cc motorcycle. Το προηγούμενο σαββατοκύριακο πήρα τη μηχανή του αδελφού μου που είναι πεντακοσάρα. |
παρατηρώ τα πουλιάintransitive verb (watch birds) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Every summer, Allison goes birding in Canada. |
κάνω βαρκάδα, βγαίνω βαρκάδαintransitive verb (travel by boat) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sam likes to boat off the cape during his summer vacations. |
παίζω μπόουλινγκintransitive verb (play tenpins, skittles) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We like to bowl on Wednesday nights. Μας αρέσει να παίζουμε μπόουλινγκ τα βράδια της Τετάρτης. |
πηγαινοέρχομαιverbal expression (walk to and fro) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) During recess the students are allowed to come and go as they please. |
λειτουργώ με διακοπέςverbal expression (be intermittent) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The wireless reception is unreliable here, my connection keeps coming and going. |
είμαι φευγαλέος, ακριβοθώρητοςverbal expression (be fleeting) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) As the Great Depression taught us, financial security can come and go. |
πιάνω καβούρια, μαζεύω καβούριαintransitive verb (catch crabs) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We went crabbing and caught two small crabs. Πήγαμε να μαζέψουμε καβούρια και πιάσαμε δυο μικρά. |
χαλαρόςexpression (informal (relaxed attitude) (άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Henry never gets stressed about life; it's easy come, easy go with him. |
ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματαexpression (informal ([sth] is gained and lost quickly) (για χρήματα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ψαρεύωintransitive verb (go angling) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) On Sundays I go down to the river and fish. Τις Κυριακές πηγαίνω στο ποτάμι και ψαρεύω. |
φαγητό στο χέριnoun (US (take-away food) (κατανάλωση στο δρόμο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
από την πρώτη στιγμήexpression (figurative, informal (from the very first moment) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) His company was doomed from the word 'go'. |
πετυχαίνω τα πάνταverbal expression (achieve success) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν βγάζει πουθενάverbal expression (figurative, informal (make no progress) (μεταφορικά) (απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.) We've been working on this for hours but we're getting nowhere. |
μπαγιατεύω(food: lose freshness) (φαγητό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) This bread is as hard as a brick - it's got stale! If you leave the wrapper open, the cake will go stale very quickly. |
ενέργειαnoun (slang (energy, motivation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Alan has plenty of get up and go, and is always busy with some new project. |
κάνω μια προσπάθεια, κάνω μια απόπειραexpression (try) (δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Although Brian had never gone kayaking before, he suddenly decided to give it a go. Αν και ο Μπράιαν δεν είχε κάνει ποτέ καγιάκ, ξαφνικά αποφάσισε να κάνει μια δοκιμή. |
δίνω το πράσινο φως σε κπverbal expression (informal (authorize [sb] to do [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δίνω το πράσινο φως για κτverbal expression (informal (authorize [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προσπερνώverbal expression (informal (snub deliberately) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιτυγχάνωexpression (be successful) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) With Tom's intelligence and ambition, he'll go a long way. |
βοηθώ πολύexpression (be helpful) The man's generous donation will go a long way to help build homes for needy families. |
πάω στο εξωτερικό, πηγαίνω στο εξωτερικό(travel outside country) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Stavros is planning to go abroad for the first time in his life. Ο Σταύρος σχεδιάζει να ταξιδέψει στο εξωτερικό για πρώτη φορά στη ζωή του. |
πάω κόντρα στο ρεύμαverbal expression (figurative (be unconventional) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι ασυνήθιστοςverbal expression (figurative (be uncharacteristic) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Your acting dishonestly certainly goes against the grain. |
απλά, απλώςverbal expression (informal (do [sth] with permission) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Yes, of course you can have a snack; go ahead and help yourself to whatever you want. |
κάνωverbal expression (informal (do [sth] without permission) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sarah's parents said she couldn't go to the party, but she went ahead and did it anyway. I didn't have time to ask my boss if she wanted me to deal with the problem; I just went ahead and did it. Ο γονείς της Σάρας της είπαν ότι δεν μπορεί να πάει στο πάρτυ, αλλά εκείνη παρόλα αυτά το έκανε. Δεν προλάβαινα να ρωτήσω το αφεντικό μου αν ήθελε να χειριστώ το πρόβλημα. Απλά το έκανα. |
κάνω τα πάνταverbal expression (slang (make a full effort) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If you want to win the contest, you'll have to go all out. |
κάνω τα πάντα για να κάνω κτverbal expression (slang (make a full effort) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) George went all out to impress his girlfriend. |
πηδιέμαιintransitive verb (slang (have sex) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He wanted to go all the way but she said no. |
εκπληρώνω, πραγματώνωintransitive verb (informal (completely fulfil expectations) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στραβά(go wrong) (καθομιλουμένη) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Something's gone amiss with my university application. |
πάω και κάνω κτverbal expression (informal (do [sth] foolish) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My stupid brother went and broke his leg the day before the race! |
πάω να φέρω κτ/κπverbal expression (informal (fetch) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dan asked his son to go and get some milk from the local supermarket. |
τα παίρνω στο κρανίοverbal expression (US, slang, abbreviation (get very angry) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πάω γύρω, περνάω γύρω(encircle, surround) (καθομιλουμένη) I had grown so fat that none of my belts would go around my waist. Είχα παχύνει τόσο πολύ που καμιά ζώνη δεν πέρναγε γύρω από τη μέση μου. |
παρακάμπτω(change path to avoid hitting [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The radio advised of heavy traffic downtown, so we went around the city instead. Στο ραδιόφωνο ανακοινώθηκε ότι έχει πολλή κίνηση κι έτσι παρακάμψαμε την πόλη. |
χάνομαι(figurative, informal (item: become missing) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Have you seen my hat? It's gone astray again. |
παρεκκλίνωadverb (figurative (person: deviate) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Marcia became a counselor in order to help teenagers who go astray. |
πέφτω με τα μούτρα σε κτverbal expression (do energetically) (καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The two lions were going at the carcass fiercely. |
επιτίθεμαι σε κπverbal expression (attack) The boxers were going at each other fiercely. |
τα δίνω όλαverbal expression (informal (do [sth] intensely) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) With just minutes of the final left to play, both teams were going at it. |
μαλώνω, καβγαδίζωverbal expression (informal (argue) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
το κάνωverbal expression (slang (have sex) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φεύγω(leave) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Margo told her son to stop disturbing her and go away. Η Μάργκο είπε στον γιο της να σταματήσει να την ενοχλεί και να φύγει. |
φύγε!interjection (leave!) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) I'm trying to do some work - go away! Προσπαθώ να δουλέψω λίγο - Φύγε! |
φεύγω(take a trip) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Oliver is planning to go away this weekend. Ο Όλιβερ σχεδιάζει να πάει εκδρομή αυτό το σαββατοκύριακο. |
αποκλίνω της πορείας μου(stray off course) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The game ended when a ball went awry and hit a nearby window. |
πάω στραβά(figurative (go wrong) (καθομιλουμένη) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Something has gone awry with my email program. |
ξαναρχίζω να κάνω κτ, ξαναξεκινάω να κάνω κτverbal expression (revert to doing [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sheila went back to using drugs. Η Σίλα ξανακύλησε στα ναρκωτικά. |
πηγαινοέρχομαιverbal expression (move to and fro) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mario was having treatment for cancer and was going back and forth to hospital. |
αμφιταλαντεύομαιverbal expression (figurative (vacillate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ian was going back and forth about whether this was the right thing for him. |
επιστρέφω στο παρελθόνverbal expression (return to an earlier time) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν κρατάω την υπόσχεσή μουverbal expression (break your word) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I can't believe that you, my own brother, would go back on your promise to loan me the money. |
δεν κρατάω το λόγο μουverbal expression (not keep a promise) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Janice went back on her word to help me with the cooking. |
πάω πίσω στο κρεβάτι, ξαναπέφτω στο κρεβάτιverbal expression (return to bed) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) When I saw it was raining outside I decided to go back to bed. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του went στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του went
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.