Τι σημαίνει το that στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης that στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του that στο Αγγλικά.
Η λέξη that στο Αγγλικά σημαίνει εκείνος, που, εκείνος, εκείνος, πολύ, πολύ, που, τόσο, που, ότι, πως, με σκοπό να, με στόχο να, εκείνος, και άλλα, δέχομαι, αναγνωρίζω, παραδέχομαι, ανένδοτος, ανυποχώρητος, αμετακίνητος, παραδέχομαι σε κπ ότι/πως, ομολογώ σε κπ ότι/πως, ενημερώνω, διαβεβαιώνω, επιβεβαιώνω, φοβάμαι, μετά, συμφωνώ, όλοι όσοι, όλα αυτά, εντυπωσιακός, ειδικά, συγκεκριμένα, ιδαιτέρως, Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός, όλα όσα, Τέλος καλό, όλα καλά., παραδέχομαι, δέχομαι, με δεδομένο ότι, και όλα αυτά, και τα λοιπά, και όλα όσα συνεπάγεται, και τα σχετικά, και όλα τα σχετικά, ανακοινώνω, αναμένω, περιμένω, φαίνεται, υποστηρίζω, ισχυρίζομαι, διαπιστώνω, εξακριβώνω, διαβεβαιώνω, υποθέτω, εικάζω, αν υποθέσουμε, διαβεβαιώνω, επιπλέον, τότε, εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή, εκείνη τη χρονική περίοδο, τη στιγμή που, βεβαιώνω, επιβεβαιώνω, βεβαιώνω, διαβεβαιώνω, γνωρίζω, ξέρω, γαβγίζω, όπως και να 'χει, έχω ότι εντύπωση ότι/πως, έχω στο νου μου, έχοντας υπόψη, έχοντας κατά νου, λόγω αυτού, εξαιτίας αυτού, όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν, τα έχω περάσει, τα ξέρω, πριν από, πιστεύω, πιστεύω, πιστεύω, στοιχηματίζω, σε πάω στοίχημα, πάω στοίχημα, καυχιέμαι, καυχιέμαι, κομπάζω, εκείνη την ώρα, εκείνη την στιγμή, μέχρι τότε, πιστοποιώ, επαληθεύω ότι/πως, ισχυρίζομαι, διατείνομαι, στην πραγματικότητα, παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ, συλλαμβάνω, σκέφτομαι, συμπεραίνω, βέβαιος ότι/πως, σίγουρος ότι/πως, εικάζω, υποθέτω, υπονοώ ότι, υπαινίσσομαι ότι, έχω επίγνωση ότι/πως, γνωρίζω ότι/πως, δεδομένου ότι, με δεδομένο ότι, ισχυρίζομαι, διατείνομαι, υποστηρίζω, πείθω, πεπεισμένος ότι/πως, αντιτάσσω, διακηρύσσω ότι/πως, ανακοινώνω, αναγγέλλω, ορίζω με διάταγμα, συμπεραίνω, απαιτώ, απαιτώ, παρ' όλα αυτά, παρόλο που, αν και, αποφασίζω, αποκαλύπτω, ανακαλύπτω, αρνούμαι, αμφισβητώ, μαντεύω, προβλέπω, προφητεύω, συμπεραίνω, καταλαβαίνω, αμφιβάλλω, που έχει αμφιβολίες, ονειρεύομαι, τονίζω, υπογραμμίζω, αποφασισμένος, εξασφαλίζω, εκτιμώ, μόνο που, αναμένω, υποθέτω, εξηγώ ότι, εξηγώ πως, αλλιώς, ειδάλλως. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης that
εκείνοςpronoun (demonstrative: it, she, he) (αν είναι μακρυά) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Do you like that? That's not what I meant. Δεν εννοούσα αυτό. |
πουpronoun (relative) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) The food that I ate last night gave me a stomach ache. |
εκείνοςadjective (as indicated) (αν είναι μακρυά) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) I like that scarf best. Μου αρέσει εκείνο το φουλάρι καλύτερα. |
εκείνοςadjective (the more distant of two) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) I'm not sure if I like this one or that one. Δεν είμαι σίγουρη αν προτιμώ αυτό ή εκείνο. |
πολύadverb (so) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) It's not that easy to learn a new language after age fifty. Δεν είναι και τόσο εύκολο να μάθεις μία ξένη γλώσσα μετά τα πενήντα. |
πολύadverb (very) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The movie was not that good. Η ταινία δεν ήταν και τόσο καλή. |
πουconjunction (at which, in which) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) From the direction that he was going in, I would say he was headed to town. Από την κατεύθυνση που πήρε, θα έλεγα ότι πηγαίνει στην πόλη. |
τόσοadverb (to such an extent) (πριν από επίθετο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I cannot believe I could sleep that deeply. You may not believe me, but it was that hot. Ίσως δεν το πιστέψεις, αλλά έκανε όντως τόση ζέστη. |
πουconjunction (so … that: to such a degree that) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) He was so hungry that he could hear his stomach rumbling. Πεινούσε τόσο πολύ που άκουγε το στομάχι του να γουργουρίζει. |
ότι, πωςconjunction (quoting) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) He said that he didn't want to go. Είπε ότι (or: πως) δεν ήθελε να φύγει. |
με σκοπό να, με στόχο ναconjunction (literary (in order that) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She studied hard that she might become a doctor. |
εκείνοςpronoun (the thing indicated) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Do you want this or that? |
και άλλαnoun (various things) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δέχομαιtransitive verb (tolerate, agree with) (κάτι, ότι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She cannot accept that he is married to someone else now. Δεν μπορεί να δεχτεί το γεγονός ότι είναι παντρεμένος με κάποια άλλη πλέον. |
αναγνωρίζω, παραδέχομαιtransitive verb (admit, accept as true) (κάτι, ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I acknowledge that I could have made better decisions. Αναγνωρίζω (or: παραδέχομαι) ότι θα μπορούσα να είχα πάρει καλύτερες αποφάσεις. |
ανένδοτος, ανυποχώρητος, αμετακίνητοςadjective (with clause: insistent) (σε κάτι, ως προς κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The politician was adamant that the law be passed. Ο πολιτικός ήταν ανένδοτος ως προς το να περάσει ο νόμος. |
παραδέχομαι σε κπ ότι/πως, ομολογώ σε κπ ότι/πωςtransitive verb (confess) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jones admitted to the police that he had been involved in the criminal enterprise. |
ενημερώνωtransitive verb (formal (with clause: notify [sb]) (κάποιον ότι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A text message advised me that my flight was delayed. Ένα γραπτό μήνυμα με ενημέρωσε ότι η πτήση μου είχε καθυστερήσει. |
διαβεβαιώνω, επιβεβαιώνωtransitive verb (with clause: assert that) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He affirmed that he would provide funding for the group. Διαβεβαίωσε ότι θα παρείχε χρηματοδότηση στον όμιλο. |
φοβάμαιadjective (worried about possibility) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'm afraid my money might run out before the end of the trip. Φοβάμαι ότι μπορεί να ξεμείνω από χρήματα πριν από το τέλος του ταξιδιού. |
μετάadverb (then, next) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) We went to see a film, and after that had a meal in an Italian restaurant. Πήγαμε να δούμε μια ταινία και μετά γευματίσαμε σε ένα ιταλικό εστιατόριο. |
συμφωνώtransitive verb (with clause: share opinion) (ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) All the pupils agree that she is a good teacher. Όλοι οι μαθητές συμφωνούν ότι είναι καλή δασκάλα. |
όλοι όσοιnoun (everything that, everything which) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) "All that you see here," said our tour guide, "was built in the 19th century." |
όλα αυτάnoun (colloquial (all those things) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) "What about the driving arrangements?" "Leave all that to me." |
εντυπωσιακόςadjective (slang (especially impressive) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He thinks he's God's gift to women, but he's not all that. |
ειδικά, συγκεκριμένα, ιδαιτέρωςadverb (particularly, especially) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) My dog isn't actually all that mean, but his size scares people. |
Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσόςexpression (figurative (appearances can be deceptive) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όλα όσαnoun (everything that exists) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) What if all that is existed only in your mind? |
Τέλος καλό, όλα καλά.expression (everything is resolved happily) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παραδέχομαιtransitive verb (concede) (ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I will allow that this time I am wrong. Παραδέχομαι ότι αυτή τη φορά έχω άδικο. |
δέχομαιtransitive verb (acknowledge) (ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The law allows that there may be exemptions. |
με δεδομένο ότιconjunction (acknowledging the possibility that) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
και όλα αυτά, και τα λοιπάadverb (informal (etc.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
και όλα όσα συνεπάγεταιadverb (and everything it entails) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She gave her sister a birthday party, with cake, ice cream, and all that goes with it. |
και τα σχετικάadverb (slang, figurative (and the like, etc.) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
και όλα τα σχετικάexpression (informal (and similar) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) They found sea shells, driftwood, and all that sort of thing at the beach. |
ανακοινώνωtransitive verb (with clause: proclaim) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Naomi unexpectedly announced that she did not want to attend her friend's wedding. Η Ναόμι ξαφνικά ανακοίνωσε πως δεν ήθελε να παραβρεθεί στον γάμο της φίλη της. |
αναμένω, περιμένωtransitive verb (with clause: expect) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The manager anticipates that the store will reopen in March, once the renovation is complete. |
φαίνεταιtransitive verb (with clause: seem) (ότι, πως) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) It appears you were correct after all. Φαίνεται πως έχεις δίκιο τελικά. |
υποστηρίζω, ισχυρίζομαιtransitive verb (with clause: assert, maintain) (ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Many physicists argue that black holes exist. Πολλοί φυσικοί υποστηρίζουν (or: ισχυρίζονται) ότι υπάρχουν μαύρες τρύπες. |
διαπιστώνω, εξακριβώνωtransitive verb (with clause: determine) (ότι, πως, αν) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It is simply impossible to ascertain whether or not the department will receive enough funding next year. Είναι απλώς αδύνατον να εξακριβώσουμε αν το τμήμα θα λάβει αρκετή χρηματοδότηση την επόμενη χρονιά ή όχι. |
διαβεβαιώνωtransitive verb (with clause: say as true) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vivian asserted her dog was not to blame for the mess. Η Βίβιαν διαβεβαίωσε ότι ο σκύλος της δεν ευθυνόταν για την ακαταστασία. |
υποθέτω, εικάζωtransitive verb (with clause: suppose) (ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Many people assume that a tie indicates a person of authority. Πολλοί υποθέτουν (or: εικάζουν) ότι η γραβάτα υποδεικνύει άτομο εξουσίας. |
αν υποθέσουμεconjunction (supposing) (ότι/πως) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We will have a picnic tomorrow, assuming that it doesn't rain. |
διαβεβαιώνωtransitive verb (with clause: say confidently) (κπ, κπ ότι/πως) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The tour guide assured the group that they would be able to see whales from the boat. Ο ξεναγός διαβεβαίωσε το γκρουπ πως θα μπορούσαν να δουν τις φάλαινες από το πλοίο. |
επιπλέονexpression (in addition) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The car is too expensive, and it's ugly at that. Το αυτοκίνητο είναι ακριβό και, επιπλέον, άσχημο. |
τότεexpression (and then) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) At that, the chairman ended the meeting. Τότε, ο πρόεδρος έληξε την συνάντηση. |
εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμήadverb (at a specified instant in the past) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) At that moment I realized that she truly loved me. |
εκείνη τη χρονική περίοδοadverb (during a specified past period) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I was born in 1999. At that time my father was a captain, but now he is a major. Γεννήθηκα το 1999. Εκείνη τη χρονική περίοδο ο πατέρας μου ήταν λοχαγός, αλλά τώρα είναι ταγματάρχης. |
τη στιγμή πουpreposition (at precise moment) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Joey returned home at the same time that Zula was preparing to leave. |
βεβαιώνω, επιβεβαιώνωtransitive verb (with clause: demonstrate) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The plethora of scientific evidence attests that global warming is a very real and growing problem. |
βεβαιώνω, διαβεβαιώνωtransitive verb (avow, assert openly) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γνωρίζω, ξέρωadjective (knowing [sth]) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'm well aware that you're ready to leave, but would you please be patient? Γνωρίζω (or: Ξέρω) καλά ότι θέλεις να φύγεις, μπορείς να κάνεις λίγη υπομονή σε παρακαλώ; |
γαβγίζωtransitive verb (figurative (with clause: say angrily) (μεταφορικά: ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Roger barked that he wasn't ready yet. |
όπως και να 'χειexpression (despite [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The weather forecast says there will be heavy rain tomorrow. Be that as it may, we will not cancel the open-air concert. Το δελτίο καιρού προβλέπει πολλές βροχές αύριο. Όπως και να 'χει, δεν θα ακυρώσουμε την υπαίθρια συναυλία. |
έχω ότι εντύπωση ότι/πωςverbal expression (with clause: believing, sensing) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έχω στο νου μουverbal expression (consider, take into account) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Bear in mind that we already have an enormous sum invested in the project. Έχε στο νου σου ότι έχουμε ήδη επενδύσει ένα τεράστιο ποσό στο έργο. |
έχοντας υπόψη, έχοντας κατά νουconjunction (considering that) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) That is a great score, bearing in mind that you just started studying yesterday. |
λόγω αυτού, εξαιτίας αυτούexpression (informal (for reason specified) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She won't quit smoking and because of that we are breaking up. |
όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουνexpression (have already experienced [sth]) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I don't want to watch a presentation about bankruptcy--been there, done that. |
τα έχω περάσει, τα ξέρωinterjection (informal (I have experienced that.) (εμπειρία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πριν απόadverb (prior to a given occasion) I started wearing glasses a couple of years ago; before that I wore contact lenses for 40 years. |
πιστεύωtransitive verb (have faith) (ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I believe God exists. Πιστεύω ότι ο Θεός υπάρχει. |
πιστεύωtransitive verb (with clause: have confidence) (ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I believe he will return as promised. Πιστεύω ότι θα γυρίσει, όπως υποσχέθηκε. |
πιστεύωtransitive verb (with clause: think, suppose) (ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I believe that it won't rain tomorrow, but I'm not sure. Πιστεύω ότι δε θα βρέξει αύριο, αλλά δεν είμαι σίγουρη. |
στοιχηματίζωtransitive verb (figurative, informal (with clause: expect) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I bet Ian won't come to work today. Πάω στοίχημα (or: Βάζω στοίχημα) ότι ο Ίαν δεν θα έρθει στη δουλειά σήμερα. |
σε πάω στοίχημα, πάω στοίχημαtransitive verb (informal, figurative (with clause: expect) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I bet you the math test will be easy. |
καυχιέμαιtransitive verb (claim arrogantly) (ότι/πως) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elaine boasted that she can do a backflip, but no one has actually seen her do it. Η Ελέιν καυχήθηκε ότι μπορεί να κάνει ανάποδο σάλτο αλλά κανείς δεν την έχει δει όντως να το κάνει. |
καυχιέμαι, κομπάζωtransitive verb (with clause: boast) (ότι/πως) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) John bragged that he owned ten motorcycles. Ο Τζον περηφανευόταν πως είχε δέκα μηχανές. |
εκείνη την ώρα, εκείνη την στιγμήadverb (in the past) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μέχρι τότεadverb (in the future) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Where will you be in 50 years? By that time, I will be an old man! |
πιστοποιώtransitive verb (testify: that [sth] is true) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The witness was able to certify that the documents were not fake. |
επαληθεύω ότι/πωςtransitive verb (with clause: verify) (αν θεωρώ ότι ισχύει) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Please check that the balance of my account is at least four hundred dollars. Παρακαλώ επαληθεύστε ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού μου είναι τουλάχιστον τετρακόσια δολάρια. |
ισχυρίζομαι, διατείνομαιtransitive verb (with clause: assert that) (ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Roger claims that he has seen aliens. Ο Ρότζερ ισχυρίζεται ότι έχει δει εξωγήινους. |
στην πραγματικότηταexpression (UK, informal (in fact, what is more) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώtransitive verb (admit) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You have to concede that you misunderstood the question. Πρέπει να παραδεχθείς ότι παρανόησες την ερώτηση. |
συλλαμβάνω, σκέφτομαιtransitive verb (think up: an idea, etc.) (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We conceived a plan to sneak away in the night. Συλλάβαμε (or: σκεφτήκαμε) ένα σχέδιο για να το σκάσουμε το βράδυ. |
συμπεραίνωtransitive verb (with clause: decide that) (ότι/πως ή κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) After reviewing the clues, the detective concluded that the butler had committed the murder. Αφού εξέτασε τα στοιχεία, ο αστυνομικός συμπέρανε πως ο μπάτλερ είχε διαπράξει τον φόνο. |
βέβαιος ότι/πως, σίγουρος ότι/πωςadjective (with clause: feeling certain) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Janine is confident that she will win. Η Τζανίν είναι βέβαιη ότι θα κερδίσει. |
εικάζω, υποθέτωtransitive verb (speculate) (κάτι, ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The detective conjectured that the murderer hid the weapon in the forest. |
υπονοώ ότι, υπαινίσσομαι ότιtransitive verb (imply, have as a nuance) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) His statement connoted that he would not be attending the event. |
έχω επίγνωση ότι/πως, γνωρίζω ότι/πωςverbal expression (with clause: aware that) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) When I took the exam, I was conscious that my parents were expecting a lot of me. Όταν έγραψα το διαγώνισμα, είχα επίγνωση ότι οι γονείς μου περίμεναν πολλά από μένα. |
δεδομένου ότι, με δεδομένο ότιconjunction (given that) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Considering that you've decided to go, I'll come too. Αφού αποφάσισες να πας, θα έρθω κι εγώ. |
ισχυρίζομαι, διατείνομαι, υποστηρίζωtransitive verb (argue) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The scientist contended that global warming is mostly due to human activities. Ο επιστήμονας υποστήριζε πως η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι κυρίως εξαιτίας της ανθρώπινης δραστηριότητας. |
πείθωtransitive verb (make [sb] believe [sth]) (κάποιον ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The jury had been sceptical, but the evidence convinced them the defendant was not guilty. Reading the manifesto convinced me that this was the party I wanted to vote for. Οι ένορκοι είχαν αμφιβολίες, αλλά οι αποδείξεις τους έπεισαν ότι ο κατηγορούμενος ήταν αθώος. Η ανάγνωση της διακήρυξης με έπεισε ότι αυτό είναι το κόμμα που θέλω να ψηφίσω. |
πεπεισμένος ότι/πωςadjective (persuaded, certain that) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The old lady is convinced that family members are stealing money from her. Η ηλικιωμένη κυρία είναι πεπεισμένη ότι μέλη της οικογένειάς της της κλέβουν χρήματα. |
αντιτάσσωintransitive verb (respond to argument) (ότι, πως ή κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He countered that the plan was impractical. |
διακηρύσσω ότι/πωςtransitive verb (with clause: proclaim, declare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακοινώνω, αναγγέλλωtransitive verb (with clause: announce that) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Julie declared that she was taking the afternoon off. Η Τζούλι ανακοίνωσε πως θα δεν θα δούλευε το απόγευμα. |
ορίζω με διάταγμαtransitive verb (with clause: order officially) (ότι/πως) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The king decreed that every maiden in the kingdom had to try on the glass slipper. |
συμπεραίνωtransitive verb (work out) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) How did you deduce that no one had been here? |
απαιτώtransitive verb (with clause: insist) (να) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She demanded that he take out the trash. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι πατατοπαραγωγοί αξίωναν συνάντηση με τον υπουργό. |
απαιτώtransitive verb (with clause: require) (κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The job demanded that he arrive at 8:30 every day. Η δουλειά απαιτούσε να έρχεται στις 08:30 κάθε πρωί. |
παρ' όλα αυτάadverb (nevertheless) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Thomas had slight leg injury, but, despite that, he managed to win the race. |
παρόλο που, αν καιconjunction (even though) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Despite the fact that he had revised really hard, Billy could not answer a single question on the exam paper. |
αποφασίζωtransitive verb (with clause: resolve) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Charlie determined that he would do everything in his power to raise money for the charity. Ο Τσάρλι αποφάσισε πως θα έκανε ό,τι περνούσε απ' το χέρι του για να συγκεντρώσει χρήματα για τη φιλανθρωπική οργάνωση. |
αποκαλύπτωtransitive verb (with clause: make known that) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The company disclosed that it had lost money on the deal. Η εταιρεία αποκάλυψε πως είχε χάσει λεφτά από τη συμφωνία. |
ανακαλύπτωtransitive verb (with clause: realise) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She discovered that she still had money in that account. Ανακάλυψε (or: αντιλήφθηκε) πως ακόμα είχε χρήματα σε αυτόν τον λογαριασμό. |
αρνούμαι, αμφισβητώtransitive verb (deny, argue against) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The board does not dispute that these changes will cause some temporary difficulties, but we feel the end result justifies this. |
μαντεύω, προβλέπω, προφητεύωtransitive verb (with clause: predict) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The oracle divined that the emperor would die a violent death. |
συμπεραίνω, καταλαβαίνωtransitive verb (with clause: guess, infer that) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) From Tim's unhappy expression, I divined that something terrible had happened. |
αμφιβάλλωtransitive verb (not believe) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He doubted that her story was true. Εκείνος αμφέβαλλε αν ήταν αληθινή η ιστορία της. |
που έχει αμφιβολίεςadjective (unconvinced, not sure) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) John is doubtful about whether he made the right choice. Ο Τζον αμφιβάλλει για το αν έκανε τη σωστή επιλογή. |
ονειρεύομαιtransitive verb (with clause: imagine while asleep) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I dreamed that you would come. Ονειρεύτηκα πως θα έρθεις. |
τονίζω, υπογραμμίζωtransitive verb (say, repeat for clarity) (ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He emphasized that he didn't want to stay working there. Τόνισε (or: υπογράμμισε) ότι δεν ήθελε να συνεχίσει να εργάζεται εκεί. |
αποφασισμένοςadjective (adamant, determined) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
εξασφαλίζωtransitive verb (with clause: make sure) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) George wanted to ensure that he got a good seat, so he bought his theater tickets a month early. |
εκτιμώtransitive verb (with clause: judge, guess) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Glenn estimated that his team would lose. Ο Γκλεν εκτίμησε πως η ομάδα του θα έχανε. |
μόνο πουpreposition (were it not for the fact that) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Liz would have come with us except that she had already accepted another invitation. Η Λίζ θα είχε έρθει μαζί μας, μόνο που είχε ήδη αποδεχθεί μια άλλη πρόσκληση. |
αναμένωtransitive verb (with clause: anticipate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I expect our team will lose again. Big business is expected to maintain America's ability to compete in the world market. Αναμένω ότι η ομάδα μας θα χάσει πάλι. |
υποθέτωtransitive verb (suppose) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I expect that he got lost again. Υποθέτω ότι χάθηκε πάλι. |
εξηγώ ότι, εξηγώ πωςtransitive verb (with clause: make clear) Parents should explain that it is dangerous to play with matches. Οι γονείς πρέπει να εξηγούν ότι το παιχνίδι με τα σπίρτα είναι επικίνδυνο. |
αλλιώς, ειδάλλωςadverb (if that is not possible) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ask your sister to help you with the answers, or failing that, just make them up. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του that στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του that
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.