Τι σημαίνει το wear στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης wear στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του wear στο Αγγλικά.

Η λέξη wear στο Αγγλικά σημαίνει φοράω, φορώ, φοράω, φορώ, φοράω, φορώ, φθορά, φθορά, χρήση, ζωή, ανθεκτικότητα, ξεθωριάζω, φοριέμαι, -, κουβαλάω, κουβαλώ, φοράω, φορώ, φοράω, φορώ, φοράω, φορώ, -, παίρνω, φτιάχνω, εξαντλώ, φθείρω, φθείρω, φθείρω, φθείρομαι, περνώ, φθείρομαι, φθείρω, κουράζω, κουράζω, εξουθενώνω, καταβάλλω, καταπονώ, λιγοστεύω, μικραίνω, ελαττώνω, μειώνω, κυλώ αργά, εκνευρίζω, ενοχλώ, νευριάζω, φθείρομαι, φθείρω, κουράζω, εξουθενώνω, καταβάλλω, καταπονώ, λιώνω, είμαι ο κακός, καθημερινό ντύσιμο, παιδικά ρούχα, τζιν ρούχα, εύκολος, επίσημο ένδυμα, ανυπόφορος, ανυπόφορος, εσώρουχα, γυναικεία ενδύματα, αντρικά ρούχα, πρετ α πορτέ, καθημερινό σύνολο, που δεν χρειάζεται σιδέρωμα, φοράω μάσκα, φοράω μάσκα, φυσιολογική φθορά, ψάχνω για δουλειά, ανθεκτικός στη φθορά, φοράω σορτσάκι, φθείρομαι, παρακάνω, κουράζω, μου πάει κτ, μου πάει κτ, είμαι ανθεκτικός, αντέχω στη χρήση, κρατιέμαι καλά, είμαι όπως με γέννησε η μάνα μου, δείχνω ανοιχτά τι αισθάνομαι, κουράζομαι, εξασθενώ, καταπονούμαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης wear

φοράω, φορώ

transitive verb (clothing: have on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Everybody wears jeans these days.
Όλοι φοράνε τζιν στις μέρες μας.

φοράω, φορώ

transitive verb (clothing: put on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
What should I wear today?
Τι να βάλω σήμερα;

φοράω, φορώ

transitive verb (accessories: have on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The husband and wife wear rings.
Οι σύζυγοι φοράνε βέρες.

φθορά

noun (damage due to use) (σταδιακή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The car's tyres must be changed, due to wear.
Τα λάστιχα του αυτοκινήτου πρέπει να αλλαχτούν λόγω φθοράς.

φθορά

noun (use)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The felt on this billiard table receives constant wear.

χρήση

noun (act, state of being worn)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This dress is suitable for winter wear.

ζωή

noun (clothing: use) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is plenty of wear left in this winter coat.
Αυτό το χειμωνιάτικο μπουφάν έχει πολλά ψωμιά ακόμα.

ανθεκτικότητα

noun (durability)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
These tyres are excellent quality and still have a lot of wear in them.

ξεθωριάζω

intransitive verb (be reduced gradually)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The finish will wear in the salt air and sunlight.

φοριέμαι

intransitive verb (retain a characteristic)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This coat wears well in all weather conditions.
Αυτό το παλτό φοριέται σε όλες τις καιρικές συνθήκες.

-

intransitive verb (change through use) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The teacher's patience was wearing thin.
Η υπομονή του δασκάλου άρχισε να εξαντλείται.

κουβαλάω, κουβαλώ

transitive verb (carry on the body)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The students all wear backpacks.

φοράω, φορώ

transitive verb (shoes: put on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Which shoes should I wear?

φοράω, φορώ

transitive verb (clothing: habitually have on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Amanda wears black most days.

φοράω, φορώ

transitive verb (makeup: have on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
That girl is too young to wear makeup.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Με εκνευρίζει όταν βλέπω δεκαπεντάχρονα κοριτσάκια να φοράνε κραγιόν.

-

transitive verb (figurative (smile, expression: show) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
They left the cinema wearing a smile.
Έφυγαν από το σινεμά με ένα χαμόγελο στα χείλη.

παίρνω

transitive verb (figurative (manner: assume)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He wears a smug look when he wins.
Έχει ένα αυτάρεσκο βλέμμα όταν κερδίζει.

φτιάχνω

transitive verb (hair, fingernails: style)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I like how you wear your hair.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Σου πάει πολύ ο τρόπος που έβαψες τα νύχια σου.

εξαντλώ

transitive verb (figurative (tire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please stop talking - you are wearing my patience.

φθείρω

transitive verb (damage by rubbing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The traffic on that floor will wear the polish.

φθείρω

transitive verb (diminish by rubbing or washing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Constant walking has worn the soles of these shoes.

φθείρω

phrasal verb, transitive, separable (erode)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Over time, the wind and rain wear away the stone of buildings.

φθείρομαι

phrasal verb, intransitive (be eroded)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The face of the statue was wearing away due to acid rain.

περνώ

phrasal verb, transitive, separable (figurative (pass time)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They wore the night away with stories of their youth.
Πέρασαν τη νύχτα με ιστορίες από τα νιάτα τους.

φθείρομαι

phrasal verb, intransitive (be eroded)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The heel of my right shoe wears down more than the left one.
Το τακούνι από το δεξί μου παπούτσι φθείρεται περισσότερο από το αριστερό.

φθείρω

phrasal verb, transitive, separable (erode)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She wore down the blade by using it so often.
Έφθειρε τη λεπίδα χρησιμοποιώντας τη τόσο συχνά.

κουράζω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (tire into submission)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The children's constant pleading for sweets wore me down, until I finally gave in and let them have some.
Τα συνεχή παρακάλια των παιδιών με κούρασαν, και τελικά ενέδωσα και τα άφησα να φάνε γλυκά.

κουράζω, εξουθενώνω, καταβάλλω, καταπονώ

phrasal verb, transitive, separable (figurative (exhaust) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Her constant complaining wears me down.
Τα συνεχή παράπονά της με εξουθενώνουν.

λιγοστεύω, μικραίνω, ελαττώνω, μειώνω

phrasal verb, intransitive (effect: diminish)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The pain-relieving effects of the aspirin would wear off after just an hour.
Η παυσίπονη επίδραση της ασπιρίνης μειωνόταν μετά από μία μόλις ώρα.

κυλώ αργά

phrasal verb, intransitive (time: pass slowly) (χρόνος)

They became bored as time wore on.
Άρχισαν να βαριούνται, καθώς δεν έλεγε να περάσει η ώρα.

εκνευρίζω, ενοχλώ, νευριάζω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (become annoying to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The clock's ticking is beginning to wear on my nerves.

φθείρομαι

phrasal verb, intransitive (be destroyed through use)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If I use my toothbrush eight times a day, it will wear out quickly.

φθείρω

phrasal verb, transitive, separable (destroy through use)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κουράζω, εξουθενώνω, καταβάλλω, καταπονώ

phrasal verb, transitive, separable (exhaust, tire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hard work will wear you out if you do not take breaks.
Η σκληρή δουλειά θα σε εξουθενώσει εάν δεν κάνεις διαλείμματα.

λιώνω

phrasal verb, transitive, separable (make a hole in [sth]) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Our children have worn out the knees of their trousers.
Τα παιδιά μας έλιωσαν τα παντελόνια τους στα γόνατα.

είμαι ο κακός

verbal expression (US, informal, figurative (be the bad guy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καθημερινό ντύσιμο

noun (clothing: informal)

παιδικά ρούχα

noun (clothes made for children)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I'm going to open a shop specializing in the sale of children's wear.

τζιν ρούχα

noun (clothes made of jeans fabric)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Denim wear was very popular in the '80s.
Τα τζιν ρούχα ήταν πολύ δημοφιλή κατά τη δεκαετία του '80.

εύκολος

adjective (US, figurative (person: not difficult) (μεταφορικά: άνθρωπος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Some people find him difficult, but I find him quite easy to wear.

επίσημο ένδυμα

noun (clothing: smart)

The event calls for formal wear, so I have to buy a new dress.

ανυπόφορος

adjective (US, figurative (person: not easy to tolerate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανυπόφορος

adjective (US, figurative (person: intolerable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Everyone says she is nice, but I find her impossible to wear.

εσώρουχα

noun (undergarments)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

γυναικεία ενδύματα

noun (clothing for women)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm looking for a ladies' wear shop because I need a new dress.

αντρικά ρούχα

noun (uncountable (clothing for adult males)

The menswear department is on the store's second floor.
Το τμήμα με τα αντρικά ρούχα βρίσκεται στον δεύτερο όροφο του καταστήματος.

πρετ α πορτέ

adjective (clothing: retail) (για ρούχα, ξενικό)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

καθημερινό σύνολο

noun (clothing: fashionable casual)

που δεν χρειάζεται σιδέρωμα

adjective (garment: no ironing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φοράω μάσκα

verbal expression (have on a facial disguise)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Every Halloween he would wear a mask of a different famous person.

φοράω μάσκα

verbal expression (figurative (disguise real feelings) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The senator always wore a mask in public, disguising his trouble at home.

φυσιολογική φθορά

noun (damage caused by use)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The insurance company will pay for accidental damage, but not wear and tear.
Η ασφαλιστική εταιρεία θα πληρώσει για ζημιές από ατυχήματα, αλλά όχι για τη φυσιολογική φθορά.

ψάχνω για δουλειά

verbal expression (US, Informal (look for a job)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bob really wore out his shoe leather looking for a new job.

ανθεκτικός στη φθορά

adjective (material: durable, resilient)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

φοράω σορτσάκι

(be dressed in short trousers)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Even on the most formal occasions, he would wear shorts.

φθείρομαι

(fabric: become threadbare)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I've had this jumper so long it's worn thin at the elbows.

παρακάνω, κουράζω

(figurative (excuse, etc.: be overused) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
These constant excuses for your tardiness are wearing thin.

μου πάει κτ

(look good in)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mmm, she certainly wears that bikini well!

μου πάει κτ

(figurative (age, etc.: assume comfortably)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mr Jones is wearing his new authority well!

είμαι ανθεκτικός

(be enduring)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I buy practical, simple clothes that wear well and don't go out of style.

αντέχω στη χρήση

(not age too fast)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Car tires don't seem to wear as well as they used to.

κρατιέμαι καλά

(figurative (person: not look old) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Your father's wearing well, considering he's 93.

είμαι όπως με γέννησε η μάνα μου

verbal expression (slang, figurative (be naked)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δείχνω ανοιχτά τι αισθάνομαι

verbal expression (show feelings openly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κουράζομαι, εξασθενώ, καταπονούμαι

verbal expression (do [sth] to point of exhaustion)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't wear yourself out by doing too much in one day.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του wear στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του wear

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.