Τι σημαίνει το sport στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sport στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sport στο Αγγλικά.

Η λέξη sport στο Αγγλικά σημαίνει άθλημα, άθληση, γυμναστική, διασκέδαση, φίλος, φίλος, αδερφός, φοράω, έχω, αθλητικός, αθλητικός, διασκέδαση, μετάλλαξη, παίζω με κτ, κπ χωρίς φίλαθλο πνεύμα, ομαδικό άθλημα σε πανεπιστήμιο, μαχητικό άθλημα, άθλημα επαφής, ευχάριστος χαρακτήρας, εύθικτος, ερασιτεχνικός αθλητισμός, άθλημα που έχει τηλεθέαση, ωραίο θέαμα, αθλητικός μάνατζερ, αθλητικό κέντρο, αθλητικό ποτό, αθλητική υποτροφία, σπορ πουκάμισο, αθλητικό παπούτσι, αθλητικός φυσικοθεραπευτής, αθλητική φυσικοθεραπεύτρια, σπορ αυτοκίνητο, μπλέιζερ, ομαδικό άθλημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sport

άθλημα

noun (game)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Baseball is my favourite sport.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα χειμερινά σπορ με συναρπάζουν.

άθληση, γυμναστική

noun (physical activity)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I like reading and sport, but have too little time for either.
Μου αρέσουν το διάβασμα και τα σπορ, αλλά δεν έχω χρόνο για κανένα από τα δύο.

διασκέδαση

noun (entertainment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sarah shoots bears for sport.
Η Σάρα πυροβολεί αρκούδες για χόμπυ.

φίλος

noun (informal ([sb] amenable)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Would you be a sport and lend me some money?

φίλος, αδερφός

noun (AU, informal (friendly term of address)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hey, sport, can you come help me with this?
Ε, φιλαράκι, μπορείς να έρθεις να με βοηθήσεις με αυτό;

φοράω

transitive verb (wear)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Amanda was sporting a T-shirt with the slogan "I'm with Stupid!"
Η Αμάντα φορούσε ένα φανελάκι με το σλόγκαν "Είμαι με τον Ηλίθιο!"

έχω

transitive verb (figurative (have: [sth] visible)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James is sporting a black eye after his fight with Bob.
Ο Τζέιμς έχει ένα μαυρισμένο μάτι μετά τον καυγά του με τον Μπομπ.

αθλητικός

adjective (relating to athletic activity)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Wembley Stadium in London is a major sports venue.

αθλητικός

adjective (clothing, equipment: for athletic use)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The hotel has a gym and swimming pool, so remember to pack your sports gear.

διασκέδαση

noun (literary (fun, amusement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
"As flies to wanton boys, are we to the gods; they kill us for their sport." - Shakespeare

μετάλλαξη

noun (botany: mutation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
"Golden Wedding" was cultivated from a bud sport in our nursery.

παίζω με κτ

(literary (play) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
How cruel he is, to sport with my emotions in this way.
Είναι πολύ σκληρός για να παίζει με τα αισθήματά μου με τέτοιο τρόπο.

κπ χωρίς φίλαθλο πνεύμα

noun ([sb] who reacts badly to losing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Peter is a bad sport; he always loses his temper if he doesn't win a game.

ομαδικό άθλημα σε πανεπιστήμιο

noun (university team sports)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαχητικό άθλημα

noun (sport: involves fighting)

Combat sports are popular with teenage boys.

άθλημα επαφής

noun (sport: with physical contact)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Rugby and football are high-contact sports.

ευχάριστος χαρακτήρας

noun ([sb] good-humoured)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She only came third in the race, but was a good sport and didn't complain.

εύθικτος

noun ([sb]: cannot take joke)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He´s such a poor sport that he thought I was being serious!

ερασιτεχνικός αθλητισμός

noun (competitive activity done for leisure)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

άθλημα που έχει τηλεθέαση

noun (sport that is watched)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
My idea of exercise is turning the TV on for spectator sports.

ωραίο θέαμα

noun (figurative ([sth] enjoyable to watch)

Watching your friends learning to ski is a good spectator sport.

αθλητικός μάνατζερ

noun (sportsperson's manager)

αθλητικό κέντρο

noun (venue for physical activity)

αθλητικό ποτό

noun (beverage: water, nutrients)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αθλητική υποτροφία

noun (grant for sports training)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σπορ πουκάμισο

noun (man's casual top)

Are sports shirts allowed at the golf club?

αθλητικό παπούτσι

noun (usually plural (sneaker, trainer) (συνήθως πληθυντικός)

You can't go to the mayor's ball wearing sports shoes!

αθλητικός φυσικοθεραπευτής, αθλητική φυσικοθεραπεύτρια

noun (physiotherapy trainer for athletes)

σπορ αυτοκίνητο

noun (small, low, fast car)

We knew Tom was going through a mid-life crisis when he bought a sports car.

μπλέιζερ

noun (US (blazer)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Sports jackets are usually made of a different fabric than the pants they're worn with. He wore his sport jacket to school today.

ομαδικό άθλημα

noun (groups competing)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sport στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του sport

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.