Τι σημαίνει το tasting στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tasting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tasting στο Αγγλικά.
Η λέξη tasting στο Αγγλικά σημαίνει γευσιγνωσία, με γεύση, γεύση, γεύση, λίγο, δοκιμή, γούστο, γούστο, προτίμηση για κτ, δοκιμάζω, γεύομαι, έχω γεύση, γεύση, γούστο, γεύση, έχω γεύση, έχω γεύση, δοκιμάζω, γεύομαι, δοκιμάζω, πικρός, που έχει άσχημη γεύση, γευστική δοκιμή κρασιών, διακοπές οινογευσίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tasting
γευσιγνωσίαnoun (event: try food, drink) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) What drinks should be served at a cheese tasting? |
με γεύσηadjective (as suffix (having the taste of: [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The doctor gave me some nasty-tasting medicine. Ο γιατρός που έδωσε ένα φάρμακο με πολύ άσχημη γεύση. |
γεύσηnoun (uncountable (sense of flavor) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Since I had the operation on my nose I have lost all sense of taste. Από τότε που έκανα την εγχείρηση στη μύτη έχασα κάθε αίσθηση της γεύσης. |
γεύσηnoun (flavor) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The taste is good, but very sweet. Έχει καλή γεύση, αλλά είναι πολύ γλυκό. |
λίγοnoun (sample of food or drink) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Would you like a taste of this wine? Θέλεις λίγο από αυτό το κρασί; |
δοκιμήnoun (small sample of: food, drink) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) One taste of Tim's cooking was enough for me; I made an excuse and left. She took a taste of the soup then added more salt. |
γούστοnoun (uncountable (ability to discern what's good) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Her taste as a decorator was unmatched. Το γούστο της ως διακοσμήτρια είναι άπιαστο. |
γούστοnoun (preference, liking) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) My taste in clothes tends to be conservative. Το γούστο μου στα ρούχα τείνει προς το συντηρητικό. |
προτίμηση για κτnoun (liking for) Since he moved to Italy, George has acquired a taste for expensive suits. |
δοκιμάζωtransitive verb (sample: food or drink) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Would you like to taste my pasta? Θέλεις να δοκιμάσεις τα ζυμαρικά μου; |
γεύομαιtransitive verb (detect the flavor of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I tasted a little cinnamon in the pasta. Γεύτηκα λίγη κανέλα στα ζυμαρικά. |
έχω γεύση(have the same flavor as) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) This cake tastes of bananas. Αυτό το κέικ έχει γεύση μπανάνας. |
γεύσηnoun (figurative (sample of [sth]) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I would like to give you a taste of what it is like to drive this car. |
γούστοnoun (suitability) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The decorations were in good taste. |
γεύσηnoun (figurative (brief or trial experience of) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I've already had a taste of your humour – you're not as funny as you think. |
έχω γεύσηintransitive verb (detect flavours) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I really enjoy the texture of food, but I can't really taste. Μου αρέσει η υφή του φαγητού, αλλά δεν έχω και πολύ γεύση. |
έχω γεύσηintransitive verb (have as a flavour) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This tastes like chicken. Αυτό έχει γεύση κοτόπουλο. |
δοκιμάζω, γεύομαιtransitive verb (figurative (experience: [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I would love to taste just a little of her lifestyle. |
δοκιμάζωtransitive verb (eat in small quantities) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I didn't eat anything at the party, just tasted a few things. |
πικρόςadjective (having an acrid flavour) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που έχει άσχημη γεύσηadjective (having a very bad taste) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γευστική δοκιμή κρασιώνnoun (event where wines are tasted) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) After the reception there will be a wine tasting. |
διακοπές οινογευσίαςnoun (holiday involving wine-tasting) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tasting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του tasting
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.