Τι σημαίνει το sé στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sé στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sé στο ισπανικά.

Η λέξη στο ισπανικά σημαίνει ΝΑ, σελήνιο, νοτιοανατολικά, τον εαυτό του, τον εαυτό τους, εαυτός, τον εαυτό του, τον εαυτό του, ο εαυτός σου, ξέρω να κάνω κτ, έχω ιδέα, γνωρίζω στοιχειωδώς, δεν τα κάνω αυτά, ξέρω, συνειδητοποιώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, γνωρίζω, ξέρω, ξέρω, γνωρίζω, ξέρω, ον, πλάσμα, είμαι, ύπαρξη, είναι, είμαι, είμαι, είμαι, -, κάνω, μένω, ζω, κατοικώ, είναι, οργανισμός, αξιόπιστος, συρρικνούμενος, διαθέσιμος, αποκτήσιμος, αναποφάσιστος, επιφυλακτικός, ευχάριστος, χαζογελώντας, γελώντας νευρικά, επιστρέψιμος, ανταλλάξιμος, ενακτέος, διμεταλλικός, που μπορεί να γεφυρωθεί, διηθητός, αγόγγυστος, μαστ, που καταρρέει, ψωνισμένος, ασύγκριτος, προσαρμοστικός, κακομαθημένος, καλοντυμένος, υποτίθεται, καταγεγραμμένος στα πρακτικά, λένε ότι, ξέχασα, επαναλαμβανόμενη μουσική φράση, απέχων, ικέτης, ανεπιθύμητος, τα ναι και τα όχι, μασάω, στον ορίζοντα, διαστελλόμενος, αναπτυσσόμενος, διευρυνόμενος, επεκτεινόμενος, που ξεθωριάζει, επερχόμενος, που δεν το άξιζα, βυθιζόμενος, αόρατος, που ανοίγει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sé

ΝΑ

nombre masculino (sigla: sudeste, sureste) (σντμ: νοτιοανατολικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tim marcó el SE en el mapa.

σελήνιο

nombre masculino (selenio: símbolo químico) (χημεία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νοτιοανατολικά

(sigla: al sudeste)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La carretera va hacia el SE.
Ο δρόμος κατευθύνεται προς τα νοτιοανατολικά.

τον εαυτό του

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Se bañó en la tina.

τον εαυτό τους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se sirvieron del buffet.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτοτραυματίστηκαν στην προσπάθειά τους να διαφύγουν τη σύλληψη.

εαυτός

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Tropezó y se lastimó.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Στα τελευταία στάδια της αρρώστιας της κατέληξε να μιλάει στον εαυτό της.

τον εαυτό του

(αυτοπαθές)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
El gato se limpia todos los días.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο τύπος δεν μπορεί να αυτολογοκριθεί.

τον εαυτό του

(άντρας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nadie puede considerarse perfecto.

ο εαυτός σου

(tuteo, voseo)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Deja de mirarte en el espejo todo el tiempo. // Asegúrate de cuidarte.
Σταμάτα να κοιτάζεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη όλη την ώρα.

ξέρω να κάνω κτ

verbo transitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
¿Sabes nadar?
Ξέρεις κολύμπι;

έχω ιδέα, γνωρίζω στοιχειωδώς

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Sabes cuánta gente va a venir a la fiesta?

δεν τα κάνω αυτά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Una vergüenza! ¡A tu edad ya lo deberías saber!

ξέρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella sabe tocar el piano.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μπορεί να παίξει την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν στο πιάνο.

συνειδητοποιώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω

(πως, πόσο, τι, ποιος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él no sabe cuán importante es esto para mí.
Δε συνειδητοποιεί πόσο σημαντικό είναι αυτό για μένα.

γνωρίζω, ξέρω

verbo transitivo (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ya sé que estás dispuesta a irte, ¿pero podrías tenerme paciencia?
Γνωρίζω (or: Ξέρω) καλά ότι θέλεις να φύγεις, μπορείς να κάνεις λίγη υπομονή σε παρακαλώ;

ξέρω, γνωρίζω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si tú no lo sabes, tendremos que buscar a alguien que lo sepa.
Αν δεν ξέρεις εσύ, πρέπει να βρούμε κάποιον που ξέρει.

ξέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Conozco la respuesta.
Γνωρίζω την απάντηση.

ον, πλάσμα

nombre masculino (ζωντανός οργανισμός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Muchas personas creen que la galaxia está llena de seres inteligentes.
Πολλοί πιστεύουν ότι ο γαλαξίας είναι γεμάτος από νοήμονα όντα.

είμαι

verbo copulativo

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Mi madre es bajita.
Η μητέρα μου είναι κοντή.

ύπαρξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los filósofos debaten sobre el significado del ser.
Οι φιλόσοφοι εξετάζουν τη σημασία της ύπαρξης.

είναι

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Teresa odia a los mentirosos con cada fibra de su ser.
Η Τερέζα μισεί τους ψεύτες με όλο της το είναι.

είμαι

(informal, sms)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Θα είσαι σπίτι σήμερα;

είμαι

verbo copulativo

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
La obra es a las ocho.
Το έργο είναι στις οχτώ.

είμαι

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Ella es oficial de policía.
Είναι αστυνομικός.

-

verbo copulativo (pasiva: con participio de pasado) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Mi billetera fue robada ayer.
Το πορτοφόλι μου εκλάπη χθες.

κάνω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Son siete dólares.
Κάνει εφτά δολάρια.

μένω, ζω, κατοικώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Soy de Nueva York aunque crecí en Connecticut.

είναι

verbo copulativo (γ' πρόσωπο: η ώρα)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Son las ocho y media.

οργανισμός

(έμβιος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Miles de pequeños organismos viven en un puñado de tierra.
Χιλιάδες μικροσκοπικοί οργανισμοί ζουν σε μια χούφτα χώματος.

αξιόπιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El dueño del negocio tenía suerte de tener empleados confiables que mantuvieran todo funcionando mientras él no estaba.
Ο επιχειρηματίας ήταν τυχερός που είχε αξιόπιστους υπαλλήλους που φρόντιζαν να λειτουργούν όλα ομαλά όσο έλειπε.

συρρικνούμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
La ciudad encogiéndose era visible a través del espejo retrovisor.
Η πόλη που όλο και μίκραινε φαινόταν στον πίσω καθρέφτη.

διαθέσιμος, αποκτήσιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las buenas notas son alcanzables para los estudiantes que trabajan duro.

αναποφάσιστος, επιφυλακτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le pedí un aumento a mi jefe, pero me dio una respuesta evasiva.

ευχάριστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαζογελώντας, γελώντας νευρικά

(καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Las niñas estaban muy platicadoras y risueñas después de la fiesta.

επιστρέψιμος, ανταλλάξιμος

(για αγαθά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las compras sólo son descambiables durante 30 días.

ενακτέος

(μπορεί να μηνυθεί)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διμεταλλικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που μπορεί να γεφυρωθεί

(κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διηθητός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αγόγγυστος

(estoico) (υπομονετικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μαστ

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

που καταρρέει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψωνισμένος

(ES, coloquial) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ella era una verdadera pija, se creía mejor que los demás.
Ήταν μεγάλο ψώνιο, θεωρούσε ότι είναι καλύτεροι από όλους τους άλλους.

ασύγκριτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La dulzura de su voz es incomparable.

προσαρμοστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κακομαθημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

καλοντυμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Arturo es un hombre elegante.

υποτίθεται

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
A la hora del crimen, la sospechosa estaba presuntamente en la fiesta de cumpleaños de su abuela.
Την ώρα του εγκλήματος η ύποπτη υποτίθεται πως ήταν στο πάρτι γενεθλίων της γιαγιάς της.

καταγεγραμμένος στα πρακτικά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Este ha sido el verano más caluroso que se ha registrado.

λένε ότι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dicen que el nuevo restaurante italiano es muy bueno.

ξέχασα

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Olvidé tu nombre. ¿Podrías repetírmelo?

επαναλαμβανόμενη μουσική φράση

(μουσική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El riff de la canción era pegadizo y todos los adolescentes podían cantarlo.

απέχων

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Los abstinentes miraban con calma mientras los otros comían pastel.

ικέτης

(ES, vulgar)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ανεπιθύμητος

(voz extranjera)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un grupo de nimbys se reunió para protestar contra la instalación de turbinas de viento en el pueblo.

τα ναι και τα όχι

Acá hay una lista de normas para tener peces tropicales.

μασάω

(μεταφορικά: τις λέξεις)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brian había bebido mucho y no paraba de mascullar.
Ο Μπράιαν είχε πιει πολύ και μασούσε τις λέξεις του.

στον ορίζοντα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Las montañas que aparecían a la vista estaban coronadas por espesas nubes.
Τα βουνά στον ορίζοντα ήταν καλυμμένα από πυκνά σύννεφα.

διαστελλόμενος, αναπτυσσόμενος, διευρυνόμενος, επεκτεινόμενος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los casos de sarampión extendiéndose han cerrado hoy otras dos escuelas.

που ξεθωριάζει

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A Nancy le entristecía el borroso recuerdo de su madre muerta.

επερχόμενος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Corrimos para alcanzar el próximo tren.

που δεν το άξιζα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βυθιζόμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Rescataron a todos los pasajeros del ferry zozobrante y los llevaron a la orilla.

αόρατος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που ανοίγει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.