Τι σημαίνει το rubbish στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης rubbish στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rubbish στο Αγγλικά.
Η λέξη rubbish στο Αγγλικά σημαίνει σκουπίδια, σκουπίδια, σκουπίδι, ανοησίες, βλακείες, χαζομάρες, σκουπίδι, βγάζω βρόμα για κπ, σακούλα σκουπιδιών, σκουπιδοτενεκές, αγωγός ρίψης σκουπιδιών, συλλογή απορριμμάτων, αποκομιδή απορριμμάτων, χωματερή, απορριμματοφόρο, καλά ξεφορτώματα, κάλαθος αχρήστων, βγάζω τα σκουπίδια, λέω ανοησίες, λέω χαζομάρες, σκουπιδοτενεκές, σκουπιδιάρικο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης rubbish
σκουπίδιαnoun (UK (trash, garbage: refuse) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The group of volunteers spent the day collecting rubbish on the beach. Can you take the rubbish out to the bin please? Η ομάδα των εθελοντών πέρασε την ημέρα μαζεύοντας σκουπίδια από την παραλία. |
σκουπίδιαnoun (UK (trash, garbage: bin, receptacle) (μεταφορικά: ο κάδος) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Don't put cardboard in the rubbish; it belongs with the recycling. |
σκουπίδιnoun (UK, figurative, pejorative (garbage: [sth] without value) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Most of the stuff John sells on his market stall is rubbish. |
ανοησίες, βλακείες, χαζομάρεςnoun (UK, figurative, pejorative (garbage: nonsense talk) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Stop talking rubbish! Σταμάτα να λες ανοησίες (or: χαζομάρες)! |
σκουπίδιadjective (UK, figurative, pejorative, informal (bad, worthless) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) That was a rubbish film. Η ταινία ήταν για τα μπάζα. |
βγάζω βρόμα για κπtransitive verb (UK, informal (disparage) (μεταφορικά: κακολογώ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Neil is always rubbishing his colleagues. |
σακούλα σκουπιδιώνnoun (bin liner, refuse sack) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) I tied up the garbage bag and took it outside. |
σκουπιδοτενεκέςnoun (receptacle for waste) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Don't leave your trash on the floor. Throw it in the garbage can! A garbage can is large, often put on the street for garbage collection. Μην αφήνεις τα σκουπίδια στο πάτωμα. Πέταξέ τα στο καλάθι των αχρήστων! |
αγωγός ρίψης σκουπιδιώνnoun (US (sloped channel for rubbish disposal) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I live in a tall building; we're not supposed to use the garbage chute after 8 pm. |
συλλογή απορριμμάτων, αποκομιδή απορριμμάτωνnoun (refuse pickup) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) On garbage collection day, I put out one bin of trash and one of recyclables. |
χωματερήnoun (place where refuse is disposed of) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Some towns don't provide garbage collection; residents must take their trash to the town garbage dump. We took all our old furniture to the rubbish dump. |
απορριμματοφόροnoun (refuse collection vehicle) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) They put their trash out by the street so that the garbage truck can take it to the landfill. |
καλά ξεφορτώματαexpression (UK, informal (relief at being rid of [sb], [sth]) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάλαθος αχρήστωνnoun (UK (trash can) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The rubbish bin's nearly overflowing! |
βγάζω τα σκουπίδιαverbal expression (take refuse can outdoors) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Remember to put the dustbin out tonight; the rubbish is collected early tomorrow morning. |
λέω ανοησίες, λέω χαζομάρεςverbal expression (informal, UK (say [sth] nonsensical) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκουπιδοτενεκέςnoun (receptacle for refuse) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Take those stinky shoes outside and throw them in the trash can! Βγάλε αυτά τα βρωμερά παπούτσια έξω και πέταξέ τα στον σκουπιδοτενεκέ! |
σκουπιδιάρικοnoun (refuse collection vehicle) (ανεπίσημο, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rubbish στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του rubbish
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.