Τι σημαίνει το rub στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rub στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rub στο Αγγλικά.

Η λέξη rub στο Αγγλικά σημαίνει χτυπάω, χτυπώ, απλώνω κτ πάνω σε κτ, αλείφω, το πρόβλημα, ανακατεύω κτ με κτ, αναμειγνύω κτ με κτ, τρίβω, τρίβω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, τρίψιμο, μασάζ, τα πάω καλά, τα πηγαίνω καλά με κπ, βουρτσίζω, τρίβω, τρίβω κτ μέχρι να απορροφηθεί, τρίβω κτ στη μούρη κπ, μεταδίδομαι, μεταδίδομαι, βγαίνω, μεταφέρομαι, πασαλείβομαι, σβήνω, σκοτώνω, ξεκάνω, κάνω επανάληψη, μασάζ στην πλάτη, απομακρύνω κτ τρίβοντάς το, τρίβω κπ/κτ με κτ, ρίχνω αλάτι στην πληγή, βγάζω, αφαιρώ, βγάζω, αφαιρώ, κάνω παρέα με, γυάλισμα, επανάληψη, ραπαπαπάμ, μασάζ, γυάλισμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rub

χτυπάω, χτυπώ

(shoes etc: hurt) (μεταφορικά: κπ σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helen's shoes were too tight and they rubbed on her feet.
Τα παπούτσια της Έλεν ήταν πολύ στενά και τη χτυπούσαν στα πόδια.

απλώνω κτ πάνω σε κτ

(spread on surface)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jack rubbed some suntan lotion on his arms.

αλείφω

transitive verb (spread with pressure)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rub some oil around the bowl, so the dough doesn't stick. Rub the lotion into your skin.
Άλειψε λίγο λάδι γύρω γύρω στο μπολ για να μην κολλήσει η ζύμη. Άλειψε τη λοσιόν στο δέρμα σου.

το πρόβλημα

noun (problem, catch)

"To die - to sleep. To sleep - perchance to dream: ay, there’s the rub!" - Hamlet

ανακατεύω κτ με κτ, αναμειγνύω κτ με κτ

(mix fat into dry ingredients) (τρίβοντας τα υλικά)

Rub the butter into the flour until it resembles breadcrumbs, then add the water.
Ανακάτεψε το βούτυρο με το αλεύρι μέχρι να σβολιάσει κι έπειτα πρόσθεσε το νερό.

τρίβω

transitive verb (apply pressure with movement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nina rubbed her sore foot.
Η Νίνα έτριψε το πονεμένο πόδι της.

τρίβω

transitive verb (move with pressure)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
George rubbed his hand along the cat's back.
Ο Τζώρτζ έτριψε το χέρι του στην πλάτη της γάτας.

χτυπάω, χτυπώ

transitive verb (shoes, etc.: hurt) (κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alison's shoes are rubbing her feet.
Τα παπούτσια της Άλισον τη χτυπάνε στο πόδι.

χτυπάω, χτυπώ

intransitive verb (shoes, etc.: hurt skin) (μεταφορικά: κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alison's new shoes are rubbing.
Τα καινούρια παπούτσια της Άλισον τη χτυπάνε.

τρίψιμο

noun (scrub with cloth)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A rub with a flannel soon cleaned the mud off Tom's face.

μασάζ

noun (massage)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I think a rub is the only thing that will relieve the stiffness in my back.

τα πάω καλά

phrasal verb, intransitive (UK, informal, figurative (get on well)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα πηγαίνω καλά με κπ

(UK, informal, figurative (get on well with)

The two men come from two different cultures, but they rub along with each other.

βουρτσίζω

phrasal verb, transitive, separable (horse: clean away sweat, dust) (για άλογο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τρίβω

phrasal verb, transitive, separable (rub thoroughly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τρίβω κτ μέχρι να απορροφηθεί

phrasal verb, transitive, separable (spread and cause to be absorbed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Apply the ointment and rub it in.

τρίβω κτ στη μούρη κπ

phrasal verb, transitive, separable (informal (remind of [sth] unpleasant) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My colleagues kept rubbing in the fact that I'd made a huge mistake.

μεταδίδομαι

phrasal verb, intransitive (figurative (be transmitted) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Johnny's enthusiasm for fishing began to rub off, and the other children wanted fishing poles too.
Ο ενθουσιασμός του Τζόνι για το ψάρεμα άρχισε να μεταδίδεται και τα άλλα παιδιά ήθελαν και αυτά καλάμι ψαρέματος.

μεταδίδομαι

phrasal verb, intransitive (figurative (be transmitted to [sb] else) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βγαίνω

phrasal verb, intransitive (be wiped off accidentally)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This lipstick is a nice colour but it rubs off easily.

μεταφέρομαι, πασαλείβομαι

(be smeared onto [sth] else)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The dirt from his clothes rubbed off on the furniture.
Η βρωμιά από τα ρούχα του μεταφέρθηκε στα έπιπλα.

σβήνω

phrasal verb, transitive, separable (erase)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you write in pencil, it's easier to rub out your mistakes.
Άμα γράφεις με μολύβι είναι πιο εύκολο να σβήνεις τα λάθη σου.

σκοτώνω, ξεκάνω

phrasal verb, transitive, separable (slang, figurative (kill)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's said he was rubbed out by the mob for stealing money from the casino.
Λέγεται ότι τον ξέκανε η μαφία επειδή έκλεψε λεφτά από το καζίνο.

κάνω επανάληψη

phrasal verb, transitive, separable (mainly UK, dated, rare (refresh memory, revise [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Charles decided to rub up his dance steps before the ball.

μασάζ στην πλάτη

noun (massage)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

απομακρύνω κτ τρίβοντάς το

(erase by rubbing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τρίβω κπ/κτ με κτ

verbal expression (rub thoroughly with [sth])

ρίχνω αλάτι στην πληγή

verbal expression (figurative, informal (emphasize an insult, embarrassment, etc.) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I wanted to forget the whole incident, but my dad kept rubbing it in.

βγάζω, αφαιρώ

(remove, wipe away)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω, αφαιρώ

(remove by wiping) (κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He rubbed the specks of mud off his shoe.
Αφαίρεσε την κηλίδα λάσπης από το παπούτσι του.

κάνω παρέα με

verbal expression (informal, figurative (socialize with [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She likes to rub shoulders with important people.

γυάλισμα

noun (mainly UK, informal (polishing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That brass could do with a rub-up.

επανάληψη

noun (mainly UK, dated, rare (review)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My Italian could do with a rub-up before I go to Rome next month.

ραπαπαπάμ

noun (sound of drums) (ήχος τυμπάνων)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μασάζ

noun (body massage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γυάλισμα

noun (act of buffing or cleaning)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rub στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του rub

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.