Τι σημαίνει το parecer στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης parecer στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του parecer στο πορτογαλικά.

Η λέξη parecer στο πορτογαλικά σημαίνει δήλωση, αναφορά, μοιάζω, δείχνω, φαίνομαι, φαίνομαι, μοιάζω με κτ, φαίνεται, φαίνεται, γνωμοδότηση, φαίνομαι, δείχνω, φαίνομαι να κάνω κτ, δείχνω να κάνω κτ, φαίνεται ότι, φαίνομαι, δείχνω, φαίνομαι, φαίνομαι, φαίνεται, φαίνεται, μοιάζω, φαίνομαι, φαίνεται, αισθάνομαι, νιώθω, δίνω την εντύπωση, που θυμίζει, μοιάζω με κπ, εντύπωση, αίσθηση, φαίνομαι, κρίση, δίνω σε κπ την εντύπωση του, που θυμίζει κτ, ταιριάζω, φαίνομαι καθώς πρέπει, συγκατάθεση δικαστή, δε μοιάζω με, δεν μοιάζω καθόλου με κτ/κπ, δείχνω γελοίος, μοιάζω με, είμαι καλοντυμένος, είμαι ωραίος, δεν μοιάζω με, κάτι μου θυμίζει, φαίνομαι, δείχνω, έχω την ίδια γεύση με, φαίνεται ότι, φαίνομαι σωστός, μοιάζω σωστός, δείχνω σωστός, φαίνομαι καλά, δείχνω γελοίος, μοιάζω, μοιάζω με κπ/κτ, δείχνω αδύνατος, φαίνομαι αδύνατος, μοιάζω σε κπ, δεν φαίνεται, βολιδοσκοπώ, φαίνομαι καλός, φαίνομαι ενδιαφέρον, είναι σωστό, φαίνεται ότι/πως, κάνω κπ/κτ να φαίνεται μικροσκοπικός, κάνω κπ/κτ να φαίνεται σα νάνος, έχω γεύση, φαίνομαι έγκυος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης parecer

δήλωση, αναφορά

substantivo masculino (estudo ou relatório sobre políticas)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μοιάζω, δείχνω, φαίνομαι

verbo transitivo

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)

φαίνομαι

(aspecto, aparência)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela parece cansada, não tenho certeza.
Φαίνεται κουρασμένη, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Μου φαίνεται το έχασα το πορτοφόλι μου.

μοιάζω με κτ

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aquela nuvem parece um navio.
Εκείνο το σύννεφο μοιάζει με καράβι.

φαίνεται

(ser provável)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Parece ser verdade que eles estão de férias.
Φαίνεται ότι είναι πραγματικά σε διακοπές.

φαίνεται

verbo transitivo (ότι, πως)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Parece que você estava certo no final das contas.
Φαίνεται πως έχεις δίκιο τελικά.

γνωμοδότηση

substantivo masculino (razão detrás de uma decisão legal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O grupo de juízes pronunciou seu parecer a favor do demandante.
Η επιτροπή των δικαστών εξέδωσε τη γνωμοδότησή της κι έκρινε υπέρ του ενάγοντος.

φαίνομαι, δείχνω

verbo transitivo

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Ken parece ser muito dedicado à sua família.
Ο Κεν φαίνεται (or: δείχνει) ότι είναι πολύ αφοσιωμένος στην οικογένειά του.

φαίνομαι να κάνω κτ, δείχνω να κάνω κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jenny parece saber o que está fazendo.
Η Τζένη φαίνεται (or: δείχνει) ότι ξέρει τι κάνει.

φαίνεται ότι

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Parece que vai chover.
Δείχνει να το πάει για βροχή.

φαίνομαι

verbo transitivo (να κάνω κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A chuva parece estar diminuindo.
Η βροχή φαίνεται να σταματά.

δείχνω, φαίνομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não conheço Emily muito bem, mas ela parece uma garota inteligente.
Δεν ξέρω καλά την Έμιλι, αλλά φαίνεται να είναι έξυπνο κορίτσι.

φαίνομαι

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Ele parecia cansado quando chegou noite passada.
Όταν γύρισε χθες το βράδυ έδειχνε κουρασμένος.

φαίνεται

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Parece que você precisa de férias!
Φαίνεται να έχεις πραγματικά ανάγκη από διακοπές!

φαίνεται

(ότι έχω κάνει κτ)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Parece que eu perdi meu guarda-chuva.
Φαίνεται ότι έχασα την ομπρέλα μου.

μοιάζω, φαίνομαι

verbo de ligação

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A lua parecia enorme através do telescópio.
Το φεγγάρι έμοιαζε (or: φαινόταν) τεράστιο από το τηλεσκόπιό της. Η Ώντρεϋ φαινόταν χαλαρή.

φαίνεται

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Pelo que você diz, parece que ele é uma pessoa desagradável.

αισθάνομαι, νιώθω

(ότι κάτι έχει ιδιότητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O chão parecia molhado.
Ένιωσα ότι το πάτωμα ήταν υγρό.

δίνω την εντύπωση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A atitude dele pareceu mesmo algo estranho para mim.

που θυμίζει

(ser semelhante a algo ou alguém)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Δεν ξέρω από πού ήταν ο άντρας, η προφορά του όμως έβγαζε κάτι το σκοτσέζικο.

μοιάζω με κπ

(figurado)

εντύπωση, αίσθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tenho uma noção de que ele vai nos chamar hoje à noite.
Έχω μια υποψία πως θα μας τηλεφωνήσει σήμερα το βράδυ.

φαίνομαι

(aparência)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Marina fica horrorosa nessa vestimenta.
Η Μαρίνα δείχνει χάλια με αυτά τα ρούχα.

κρίση

substantivo masculino (κριτική ικανότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Exerça seu juízo quando lidar com estas pequenas infrações.
Χρησιμοποίησε την κρίση σου στον χειρισμό αυτών των μικρών παραβάσεων.

δίνω σε κπ την εντύπωση του

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A história de Greg dá a impressão de ser exagerada.

που θυμίζει κτ

(que faz lembrar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ταιριάζω

verbo pronominal/reflexivo (ser similar a algo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φαίνομαι καθώς πρέπει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συγκατάθεση δικαστή

(direito) (νομικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Στη δίκη υπήρξε συγκατάθεση του δικαστή για την ετυμηγορία της ποινής.

δε μοιάζω με, δεν μοιάζω καθόλου με κτ/κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δείχνω γελοίος

expressão

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

μοιάζω με

verbo pronominal/reflexivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι καλοντυμένος, είμαι ωραίος

locução verbal (estar bem-vestida)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν μοιάζω με

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάτι μου θυμίζει

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φαίνομαι, δείχνω

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Οι σωλήνες φαίνονται (or: δείχνουν) να είναι επισκευασμένοι σωστά. Ο ασθενής φαινόταν να είναι καλά στην υγεία του και είχε μια υγιή λάμψη στα μάγουλα.

έχω την ίδια γεύση με

(ter o mesmo sabor de)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φαίνεται ότι

locução conjuntiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φαίνομαι σωστός, μοιάζω σωστός, δείχνω σωστός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η λύση της εξίσωσης φαίνεται σωστή αν και δεν χρησιμοποίησες τη μέθοδο που σας δίδαξα.

φαίνομαι καλά

expressão verbal (saudável)

δείχνω γελοίος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μοιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Άνταμ και ο αδελφός του μοιάζουν, έτσι δεν είναι;

μοιάζω με κπ/κτ

Essa mesa parece com aquela que temos em casa. Lucy parece com a tia dela.
Η Λούσυ μοιάζει στη θεία της.

δείχνω αδύνατος, φαίνομαι αδύνατος

locução verbal (εγώ ο ίδιος)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αυτή η φούστα σε κόβει πολύ, δείχνεις σαν να έχεις χάσει 5 κιλά.

μοιάζω σε κπ

Muitas pessoas dizem que a Maria se parece com a avó dela. O Sam realmente se parece com o pai.
Πολλοί λένε ότι η Μαρία μοιάζει με τη γιαγιά της.

δεν φαίνεται

expressão

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)

βολιδοσκοπώ

(σχετικά με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Είπε ότι ήθελε να με βολιδοσκοπήσει σχετικά με την τελευταία επιχειρηματική ιδέα του.

φαίνομαι καλός, φαίνομαι ενδιαφέρον

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είναι σωστό

locução verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

φαίνεται ότι/πως

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Parece que teremos de cancelar nosso feriado.
Φαίνεται ότι θα πρέπει να ακυρώσουμε τις διακοπές μας.

κάνω κπ/κτ να φαίνεται μικροσκοπικός, κάνω κπ/κτ να φαίνεται σα νάνος

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O novo arranha-céu faz todos os prédios ao redor parecerem menores.
Ο νέος ουρανοξύστης κάνει τα γύρω κτίρια να φαίνονται μικροσκοπικά.

έχω γεύση

(ter o mesmo sabor de)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Este bolo tem gosto de bananas.
Αυτό το κέικ έχει γεύση μπανάνας.

φαίνομαι έγκυος

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sally está de quinze semanas e agora é que está começando a parecer grávida.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του parecer στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.