Τι σημαίνει το gros στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης gros στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gros στο Γαλλικά.
Η λέξη gros στο Γαλλικά σημαίνει χονδρική, παχύς, χοντρός, μεγάλος, χοντρός, σβολιαστός, χοντρομπαλάς, τόφαλος, παιδοβούβαλος, χοντρέλας, χοντρομπαλάς, τόφαλος, καταφανής, προφανής, κατάφωρος, μεγάλος, μεγάλου μεγέθους, τρικυμισμένος, φουρτουνιασμένος, μεγάλος, παχύς, χοντρός, μεγάλος, βαρύς, τραχύς, άγριος, τεράστιος, μεγάλος, σημαντικός, μεγάλης βαρύτητας, υψηλός, αδερφός, τραχύς, παχουλός, παχύς, παχύσαρκος, χοντρός, χονδρικής, σε χονδρική, σε τιμή χονδρικής, πουλάω χονδρικά, μεγάλου άκρου, έναν σωρό πράγματα, βρισιές, τζάκποτ, νταγλαράς, πύρρουλας, ταφτάς, αεροσκάφος τύπου Τζάμπο, Μπόινγκ 747, μαλάκας, καριόλης, κόπανος, μαλάκας, μαλακισμένη, αεροσκάφος φαρδιάς ατράκτου, σε γενικές γραμμές, χυδαιολογία, αισχρολογία, βωμολοχία, φαρδιάς ατράκτου, βρίζω, πλάκα, συγκλονισμένος, συντετριμμένος, μεγαλύτερος, μέγιστος, πιο μεγάλος, μελαγχολικός, χοντροαλεσμένος, τραχύς, χοντρολαίμης, που έχει χοντρό ράμφος, βασικά, πόσο μεγάλο;, χονδρικώς, σε μεγάλες ποσότητες, στο περίπου, πάνω - κάτω, ο μισός από κτ, φιλιά, φιλάκια, Με πολλή αγάπη, Γεια, πώς πάει;, μεγαλύτερο πλήγμα, κομμάτι, χάος, τίτλος, μεγάλο κομμάτι, ακίδα, φραντζόλα, πότης, σπουδαίο πρόσωπο, μεγάλη προσωπικότητα, γέλιο, χάχανο, πηγή εισοδήματος, πηγή κέρδους, βρισιά, μπούμποξ, γκέτο-μπλάστερ, σάντουιτς, κάδος, χοντρομπαλάς, υβρεολόγιο, σβουριχτό φιλί, βλάσφημος, υβριστής, καλοφαγάς, κομματάρα, μεγάλο θήραμα, ψάρεμα, πιάνω την καλή, βωμολοχία, πρωτοσέλιδο, κυνηγός, απάτη, κοροϊδία, μεγάλο δάχτυλο, μανιώδης καπνιστής, χρωματιστό χαρτόνι, βρισιά, παλιοκουβέντα, αισχρή γλώσσα, πολύς κόπος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης gros
χονδρική(Commerce) Ils ont démarré dans le gros, mais depuis peu, ils ont ouvert une boutique de vente au détail. Στην αρχή ασχολούνταν με το χονδρεμπόριο, όμως πρόσφατα άνοιξαν ένα κατάστημα λιανικής. |
παχύς, χοντρόςadjectif (personne) (ενίοτε μειωτικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Eric a reconnu qu'il était gros et qu'il devait perdre du poids. Ο Έρικ παραδέχτηκε ότι ήταν παχύς (or: χοντρός) και ότι έπρεπε να χάσει βάρος. |
μεγάλοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le camion transportait un gros chargement. Το φορτηγό μετέφερε βαρύ φορτίο. |
χοντρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle sortit un livre épais de son sac et l'ouvrit à la page 1002. Πήρε ένα χοντρό βιβλίο από την τσάντα της και το άνοιξε στη σελίδα 1002. |
σβολιαστός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χοντρομπαλάς, τόφαλος, παιδοβούβαλος(καθομ, προσβλ: χοντρός) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χοντρέλας, χοντρομπαλάς, τόφαλος(péjoratif) (καθομ, προσβλ) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
καταφανής, προφανής, κατάφωρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il y a eu une grosse erreur de jugement. Υπήρχε μια προφανής έλλειψη κρίσεως. |
μεγάλος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le restaurant sert des grosses portions. Το εστιατόριο σερβίρει τεράστιες μερίδες. |
μεγάλου μεγέθουςadjectif (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Je veux acheter une grosse voiture pour qu'il y ait de la place pour toute ma famille. Θέλω να αγοράσω ένα αυτοκίνητο μεγάλου μεγέθους για να υπάρχει χώρος για όλη την οικογένειά μου. |
τρικυμισμένος, φουρτουνιασμένοςadjectif (mer) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le bateau coula dans une grosse mer. |
μεγάλοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est un très gros projet, qui concerne des centaines de personnes. Πρόκειται για ένα μεγάλο έργο που θα επηρεάσει εκατοντάδες ανθρώπους. |
παχύς, χοντρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il a pris du poids et il est maintenant assez gros. Έβαλε κιλά και είναι πλέον αρκετά χοντρός (or: παχύς). |
μεγάλος(μέγεθος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La ville dispose d'un grand stade. Η πόλη έχει ένα μεγάλο γήπεδο. |
βαρύς
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'ouvrier a monté la lourde caisse dans le camion. Ο εργάτης σήκωσε το βαρύ κουτί και το έβαλε στο φορτηγό. |
τραχύς, άγριος(voix) (φωνή) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Une voix rauque peu familière a répondu au téléphone. |
τεράστιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Anna a remarqué un énorme bouton sur son visage. |
μεγάλος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σημαντικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μεγάλης βαρύτητας(μεταφορικά) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
υψηλός(fièvre) (επίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle avait une très forte fièvre. |
αδερφός(μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τραχύς
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Το γατάκι έγλειψε το χέρι μου με την τραχειά του γλώσσα. |
παχουλός(familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παχύς, παχύσαρκοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χοντρός(familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χονδρικήςlocution adjectivale (prix) (τιμή) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) J'ai acheté ces télés au prix de gros. Αγόρασα αυτές τις τηλεοράσεις σε τιμές χονδρικής. |
σε χονδρική, σε τιμή χονδρικήςlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) J'ai acheté ces marchandises au prix de gros. Αγόρασα αυτά τα προϊόντα σε τιμή χονδρικής. |
πουλάω χονδρικάverbe transitif Ce distributeur vend des chaussures en gros. |
μεγάλου άκρουadjectif (Informatique) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έναν σωρό πράγματα(καθομ: διαφορετικά πράγματα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ils ont acheté un lot à un très bon prix. |
βρισιές
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Nous n'autorisons pas de jurer à table. Οι βρισιές δεν επιτρέπονται στο τραπέζι. |
τζάκποτ(anglicisme) La loterie avait un jackpot (or: gros lot) d'un million de dollars. |
νταγλαράς(argot) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πύρρουλαςnom masculin (oiseau) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ταφτάςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αεροσκάφος τύπου Τζάμπο, Μπόινγκ 747nom masculin (avion) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μαλάκας, καριόλης, κόπανος(familier) (καθομιλουμένη, υβριστικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Après son comportement odieux à la fête, tout le monde s'est dit que Matt était un crétin. |
μαλάκας, μαλακισμένη(vulgaire : personne) (χυδαίο, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Pourquoi est-ce que je dois accepter ce connard dans mon groupe ? |
αεροσκάφος φαρδιάς ατράκτουnom masculin (avion) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
σε γενικές γραμμές
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Les systèmes éducatifs en Angleterre, en Écosse et au Pays de Galles sont généralement identiques. Τα εκπαιδευτικά συστήματα της Αγγλίας, Σκωτίας και Ουαλίας είναι σε γενικές γραμμές παρόμοια. |
χυδαιολογία, αισχρολογία, βωμολοχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φαρδιάς ατράκτουadjectif (avion) (αεροσκάφος) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
βρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ce n'est pas poli de jurer. Είναι αγένεια να βρίζεις. |
πλάκα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un bloc de pierre couvrait l'entrée. |
συγκλονισμένος, συντετριμμένος(amour surtout) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μεγαλύτερος, μέγιστος, πιο μεγάλος(taille) (σε μέγεθος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est notre plus grande chambre. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κέρδισαν με τη μεγαλύτερη (or: μέγιστη) πλειοψηφία που έχει καταγραφεί. Αυτό είναι το πιο μεγάλο (or: μεγαλύτερο) δωμάτιό μας. |
μελαγχολικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χοντροαλεσμένοςlocution adjectivale (café, sel, etc.) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
τραχύς
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χοντρολαίμηςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που έχει χοντρό ράμφοςlocution adjectivale (ornithologie) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βασικάlocution adverbiale (courant) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) En gros, si tu veux postuler, tu dois remplir ce formulaire et faire ce numéro. Βασικά, αν θες να κάνεις αίτηση, πρέπει να συμπληρώσεις τη φόρμα και μετά να τηλεφωνήσεις σε αυτόν τον αριθμό. |
πόσο μεγάλο;(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Πόσο μεγάλη μερίδα θέλεις από αυτό το σοκολατένιο κέικ; Πόσο μεγάλο είναι το κρουαζιερόπλοιο; |
χονδρικώςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) J'ai cinq chats, alors j'achète leur nourriture en gros. |
σε μεγάλες ποσότητεςlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nous offrons des réductions uniquement sur les achats en gros. Προσφέρουμε έκπτωση μόνο εάν αγοράσεις αγαθά σε μεγάλες ποσότητες. |
στο περίπου, πάνω - κάτωlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) En gros, je pense qu'il y a quatre douzaines de pommes sur mon arbre. J'estime le coût de la construction de votre maison à 100 000 $, en gros. Υπάρχουν περίπου (or: πάνω-κάτω) τέσσερις δωδεκάδες μήλα στο δέντρο μου. Το κόστος για να χτίσεις το σπίτι σου θα είναι 100.000 δολάρια, στο περίπου. |
ο μισός από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le crâne de cet ancêtre primitif des humains était presque moitié moins gros que celui des hommes modernes. Το κρανίο αυτού του προγόνου του ανθρώπου είχε σχεδόν το μισό μέγεθος από αυτό του σύγχρονου ανθρώπου. |
φιλιά, φιλάκια(familier) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Elle a terminé son mail par « À bientôt ! Gros bisous, Ellie. » |
Με πολλή αγάπη(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Γεια, πώς πάει;interjection (argot jeune) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μεγαλύτερο πλήγμα
|
κομμάτι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Papa est sur le point de manger le plus gros morceau de viande du ragoût. Ο πατέρας τρώει το μεγαλύτερο κομμάτι κρέατος από το στιφάδο. |
χάος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ο ανεμοστρόβιλος προκάλεσε χάος στο μικρό ψαροχώρι. |
τίτλος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le journal avait des gros titres sensationnels pour des histoires très banales. Η εφημερίδα είχε εντυπωσιακούς τίτλους για πολύ βαρετές ιστορίες. |
μεγάλο κομμάτιnom masculin Jim a coupé un gros morceau de dinde et l'a mis dans son assiette. Ο Τζιμ έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι από τη γαλοπούλα και το έβαλε στο πιάτο του. |
ακίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les grilles en fer forgé étaient surmontées de pointes. Le rédacteur en chef garde une pointe sur son bureau pour y mettre les histoires non utilisées. Ο εκδότης της εφημερίδας έχει ένα καρφί πάνω στο γραφείο του για να αρχειοθετεί τα αχρησιμοποίητα ρεπορτάζ. |
φραντζόλαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Simon a coupé une part de gros pain blanc et a tartiné du beurre dessus. |
πότης(familier) (αλκοολικός) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σπουδαίο πρόσωπο, μεγάλη προσωπικότητα(figuré) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il connaît tous les gros bonnets à la mairie. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπήρξε σπουδαίο πρόσωπο (or: μεγάλη προσωπικότητα) στην πολιτική σκηνή της Ελλάδος. |
γέλιο, χάχανοnom masculin (δυνατό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) D'un gros rire, Harry s'exclama :« Je n'y crois pas ! » |
πηγή εισοδήματος, πηγή κέρδους
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Je monte un site pour vendre mes photos ; ça devrait bien me rapporter. |
βρισιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μπούμποξ, γκέτο-μπλάστερnom masculin (φορητό κασετόφωνο) |
σάντουιτς
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κάδοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χοντρομπαλάς(familier, péjoratif) (μειωτικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
υβρεολόγιο(λόγιο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σβουριχτό φιλί
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
βλάσφημος, υβριστής
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
καλοφαγάς
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κομματάραnom masculin (τεράστιο τεμάχιο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μεγάλο θήραμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La réserve permet de voir du gros gibier tel que des lions et des éléphants. |
ψάρεμαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πιάνω την καλή(familier) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βωμολοχίαnom masculin pluriel (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πρωτοσέλιδο
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
κυνηγόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le Président Theodore Roosevelt était un défenseur de l'environnement mais aussi un chasseur de gros gibier. |
απάτη, κοροϊδίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μεγάλο δάχτυλο
Il est très difficile de marcher si l'on s'est cassé le gros orteil. |
μανιώδης καπνιστής
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χρωματιστό χαρτόνιnom masculin Les enfants ont fabriqué des guirlandes décoratives à partir de papier cartonné. Τα παιδιά έφτιαξαν διακοσμητικές αλυσίδες από χρωματιστό χαρτόνι. |
βρισιάnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) On va penser que tu es bête et mal élevé si tu n'arrêtes pas d'utiliser des gros mots. Les gros mots (or: Les jurons) sont la première chose que l'on veut apprendre dans une autre langue... et la dernière chose qu'il faudrait utiliser. |
παλιοκουβένταnom masculin (figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Για μένα η λέξη «δουλειά» είναι μια παλιοκουβέντα. |
αισχρή γλώσσαnom masculin pluriel (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πολύς κόποςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ce fut un gros effort pour elle de grimper cette colline. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gros στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του gros
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.