Τι σημαίνει το grave στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης grave στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του grave στο Γαλλικά.

Η λέξη grave στο Γαλλικά σημαίνει βαθύς, σοβαρός, σοβαρός, σοβαρός, σοβαρός, κρίσιμος, σοβαρός, σοβαρός, σοβαρός, σημαντικός, βαθύς, σκαλιστός, σημαντικός, σοβαρός, μπάσος, βαρυσήμαντος, σημαντικός, χαραγμένος, τρελά, χαμηλός, σοβαρός, <div>χαραγμένος στη μνήμη</div><div>(<i>φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός</i>: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο <i>υψηλής νοημοσύνης</i>, <i>άριστης ποιότητας</i> υλικά κλπ.)</div>, άσχημος, οξύς, δριμύς, βαθύς, χαραγμένος, με μπάσα φωνή, με τραχιά φωνή, τρελά, σκαλισμένος, συμφωνώ, σοβαρός, σημαντικός, φοβερά, τόσο πολύ, πάρα πολύ, τέρμα, χαμηλά, τρελός, άσχημα, τρελά, που μπορεί να οδηγήσει σε απόλυση, πάρα πολύ, πολύ, χαράζω, χαράσσω, χαράσσω, χαράζω, κάνω σκαλίσματα, χαράζω, χαράσσω, χαράζω, χαράσσω, χαράσσω, χαράζω, χαράσσω κτ σε κτ, χαράζω κτ σε κτ, χαράζω, χαράσσω, γράφω, χαράζω, χαράσσω, χαράζω, χαράζω, καμέα, βάθος, δεσμευτικός, δεν πειράζει, Και πολύ καλά κάνεις!, που υποφέρει, τεράστια αδικία, θανάσιμο αμάρτημα, βαρεία, χαμηλό τονικό ύψος, μυασθένεια gravis, υποβαθύφωνο, δικαστικός διακανονισμός, δεν έχει σημασία, δεν πειράζει, είμαι οριστικός, είμαι αμετάκλητος, δεν μπορώ να βγάλω κτ από το μυαλό μου, δεν υπάρχει πρόβλημα, δεν πειράζει, σοβαρά, επίσημα, μπάσα φωνή, είμαι οριστικός, που βαθαίνει, που έχει κτ τυπωμένο πάνω του, γαμάω, το ότι γίνεται πιο βαθύς, χειρότερος, Σωστό!, σοβαρό έγκλημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης grave

βαθύς

(son, vibration) (ήχος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'orgue émit un son grave.
Ένας βαθύς ήχος βγήκε από την γκάιντα.

σοβαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les circonstances de la guerre en cours sont très graves.
Η κατάσταση στον σημερινό πόλεμο είναι πολύ σοβαρή.

σοβαρός

adjectif (maladie)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a été transféré à l'hôpital pour blessures graves. Le tétanos est une maladie grave, souvent mortelle.
Διακομίστηκε στο νοσοκομείο με σοβαρά τραύματα. Ο τέτανος είναι μια σοβαρή, και συχνά θανατηφόρα, πάθηση.

σοβαρός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est une situation préoccupante et il la traite en tant que telle.
Πρόκειται για μια σοβαρή κατάσταση και την αντιμετωπίζει ως τέτοια.

σοβαρός, κρίσιμος

adjectif (état)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le patient est dans un état grave (or: critique), mais on espère qu'il survivra.

σοβαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le juge était très sérieux en lisant la condamnation.
Ο δικαστής ήταν πολύ σοβαρός καθώς διάβαζε την απόφαση του δικαστηρίου.

σοβαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο Τζος είχε άσχημη γρίπη και έπρεπε να πάει σπίτι.

σοβαρός, σημαντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'armée a essuyé de graves pertes pendant la bataille.

βαθύς

adjectif (son) (ήχος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La grosse caisse émet un son grave.

σκαλιστός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σημαντικός, σοβαρός

(problème,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les téléchargements illégaux posent un problème grave à l'industrie du disque.
Οι παράνομες λήψεις αποτελούν σημαντική (or: σοβαρή) απειλή για τη μουσική βιομηχανία.

μπάσος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tout le monde a été surpris par un soudain son grave.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ακούστηκε ένας βαθύς ήχος και κανένας μας δεν ήξερε από πού ερχόταν.

βαρυσήμαντος, σημαντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le débat a couvert des sujets graves (or: importants), tels que la discrimination sur le lieu de travail.

χαραγμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

τρελά

(familier, jeune) (καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Elle est incroyable et j'en suis tombé grave amoureux.
Είναι καταπληκτική και την ερωτεύτηκα τρελά.

χαμηλός

adjectif (son)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
T'entends ce son grave ?
Ακούς αυτό το χαμηλό βουητό;

σοβαρός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lorsque Sean est rentré à deux heures du matin, il a trouvé sa mère qui l'attendait avec un regard grave.
Όταν ο Σων γύρισε σπίτι στις δύο τα ξημερώματα, βρήκε τη μητέρα του να τον περιμένει με μια σοβαρή έκφραση.

<div>χαραγμένος στη μνήμη</div><div>(<i>φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός</i>: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο <i>υψηλής νοημοσύνης</i>, <i>άριστης ποιότητας</i> υλικά κλπ.)</div>

adjectif (figuré)

άσχημος

(accident) (μεταφορικά: σοβαρός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

οξύς, δριμύς

adjectif (problème)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Avec cette sécheresse, la ville fait face à de graves problèmes de manque d'eau.
Εξαιτίας της ξηρασίας, η πόλη αντιμετωπίζει οξεία έλλειψη νερού.

βαθύς

adjectif (Musique : sonorité) (ήχος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'alto possède un timbre plus grave que le violon.

χαραγμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

με μπάσα φωνή, με τραχιά φωνή

adjectif (voix)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τρελά

(familier, jeune) (καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ce mec là-bas est grave cool !

σκαλισμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

συμφωνώ

interjection (familier : être d'accord)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σοβαρός, σημαντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les réfugiés souffraient de traumatismes graves après leur fuite de la zone de guerre.

φοβερά

(familier)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τόσο πολύ, πάρα πολύ

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Il a énormément souffert de cette rupture amoureuse.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θέλω τόσο πολύ να σε δω ξανά!

τέρμα

(familier) (αργκό: πολύ)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
C'était super facile !

χαμηλά

adverbe (Musique)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
J'espère que tu chantes en basse parce qu'il faut chanter cela très bas.
Ελπίζω να τραγουδάς μπάσα, γιατί αυτό το τραγούδι πρέπει να το πεις πολύ χαμηλά (or: σε πολύ χαμηλό τόνο).

τρελός

(αργκό, ανεπίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il faisait très chaud dehors.
Έκανε τρελή ζέστη έξω.

άσχημα, τρελά

(αργκό)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tony aime beaucoup Linda ; ça se voit à sa manière d'agir lorsqu'elle est là.

που μπορεί να οδηγήσει σε απόλυση

(faute)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάρα πολύ

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πολύ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tu me manques beaucoup !
Μου λείπεις πολύ.

χαράζω, χαράσσω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'artisan se spécialise dans la gravure de pierre.

χαράσσω, χαράζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ronald apprend comment graver le métal.

κάνω σκαλίσματα

verbe transitif (σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Peter grave des bracelets et les vend sur des foires.

χαράζω, χαράσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Regardez comment l'artiste utilise cette technique pour graver le verre.

χαράζω, χαράσσω

verbe transitif (figuré : dans la mémoire) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les événements de cette journée resteraient à jamais gravés dans la mémoire de Paul.

χαράσσω, χαράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Ιβόν χαράζει το όμορφο ασημένιο δαχτυλίδι που φτιάχνει.

χαράσσω κτ σε κτ, χαράζω κτ σε κτ

(figuré) (μεταφορικά)

Les derniers mots de sa mère étaient gravés pour toujours dans le cœur d'Harry.

χαράζω, χαράσσω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le potier a gravé les initiales sur la tasse.

γράφω

verbe transitif (un CD) (σε CD)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vais te graver ça sur un CD.
Θα σου γράψω ένα CD με τα τραγούδια.

χαράζω, χαράσσω

(κτ με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lydia grava un motif géométrique sur le verre.

χαράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dan s'est servi d'une lime pour faire une rainure dans le bois.

καμέα

(pierre sculptée montée en broche) (κατά λέξη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le châle de Sally était tenu par une camée en ivoire.

βάθος

(son)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vu l'extrême gravité de sa voix, il ne pouvait être que basse.

δεσμευτικός

locution adjectivale (figuré)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ce ne sont que des recommandations : rien n'est encore gravé dans le marbre.

δεν πειράζει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
– Le repas est raté ! – Ce n'est pas grave. On va prendre à emporter.
«Το δείπνο καταστράφηκε!» «Δεν πειράζει. Θα πάρουμε απέξω.»

Και πολύ καλά κάνεις!

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που υποφέρει

(από κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τεράστια αδικία

nom féminin

θανάσιμο αμάρτημα

nom masculin

L'adultère est un péché grave.

βαρεία

nom masculin (γραμματική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les accents graves sont extrêmement rares en anglais mais assez communs en français.

χαμηλό τονικό ύψος

(Musique) (μουσική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le basson est un instrument dans le registre grave.

μυασθένεια gravis

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υποβαθύφωνο

nom masculin (επίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δικαστικός διακανονισμός

δεν έχει σημασία, δεν πειράζει

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ce n'est pas grave si vous faites une faute de frappe, vous pourrez toujours la corriger. // Ne t'en fais pas pour ce qui s'est passé ; ce n'est pas grave.

είμαι οριστικός, είμαι αμετάκλητος

locution verbale (figuré)

On ne peut pas changer ces règles, elles sont gravées dans la pierre !

δεν μπορώ να βγάλω κτ από το μυαλό μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν υπάρχει πρόβλημα, δεν πειράζει

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ce n'est pas grave. Je règlerai le problème demain.
Δεν υπάρχει πρόβλημα. Θα διορθώσω το πρόβλημα αύριο.

σοβαρά, επίσημα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μπάσα φωνή

nom féminin

En général, les hommes ont des voix graves, et les femmes des voix aigües.

είμαι οριστικός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που βαθαίνει

locution adjectivale (voix)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les adolescents adoraient la voix du chanteur qui devenait de plus en plus grave.

που έχει κτ τυπωμένο πάνω του

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le médaillon était gravé du nom du créateur.
Το μετάλλιο είχε χαραγμένο πάνω του το όνομα του δημιουργού του.

γαμάω

(familier) (αργκό, μτφ, χυδαίο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle est mortelle, ta caisse, mon pote !

το ότι γίνεται πιο βαθύς

locution adjectivale (voix)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le compositeur a changé la tonalité de la chanson pour l'adapter à la voix du chanteur qui devenait plus grave.

χειρότερος

locution adjectivale (catastrophe,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'était le plus violent (or: le plus gros) orage depuis trente ans.

Σωστό!

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σοβαρό έγκλημα

nom masculin

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του grave στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.