Τι σημαίνει το feuille στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης feuille στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του feuille στο Γαλλικά.

Η λέξη feuille στο Γαλλικά σημαίνει φύλλο, φύλλο, φύλλο, φύλλο, φύλλο χαρτιού, φύλλο χαρτί, φύλλο, στρώση, φύλλο, φύλλο, φύλλο γυαλιού, φύλλο, χαρτάκι, στρώμα, φλοιός, βαρήκοος, χόρτα, φύλλο/πέταλο νούφαρου, μεταλλικό έλασμα, φύλλο μετάλλου, φύλλο προόδου, φύλλο εργασιών, πέτρα, ψαλίδι, χαρτί, χωρίς φύλλα, αλουμινόχαρτο, λογιστικός πίνακας, κάρτα για το σκορ, πρόχειρο, φορτωτική, αποδεικτικό μισθοδοσίας, φύλλο τριφυλλιού, λασιοκάμπη, λασιόκαμπα, φύλλο αλουμινίου, φύλλο δάφνης, κάρτα για το σκορ, πίνακας του σκορ, απουσιολόγιο, λεπτό φύλλο χρυσού, λεπτό φύλλο χρυσού, φύλλο σφενδάμου, φύλλο φοίνικα, ρυζόχαρτο, παλιόχαρτο, υαλοπίνακας, φύλλο γυαλιού, φύλλο τσαγιού, φύλλο συκιάς, κόψιμο από χαρτί, φύλλο χαρτί, φύλλα καλαμποκιού, διάταξη, ιατρικό έντυπο, φύλλο τετραδίου, φύλλο εγγραφής, έντυπο υπογραφής, φορολογικό έντυπο, αμπελόφυλλο, λευκή κόλλα, μεγάλο λάπαθο, δελτίο απασχόλησης, πρώτο φύλλο, φύλλο βετέλ, αμπελόφυλλα, φύλλο, φύλλο σφενδάμου, σχέδιο δράσης, φύλλο συκής, φυλλαράκι, μεταλλικός σύνδεσμος, φοινικόφυλλο, λογιστικό φύλλο, υπολογιστικό φύλλο, δάφνη, φύλλο εργασιών, φύλλο ασκήσεων, φυλλάδα, φύλλο εργασίας, φύλλο παντζαριού, χαρτάκι, φύλλο εργασίας, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης feuille

φύλλο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les arbres ont perdu leurs feuilles tôt cette année à cause du gel.
Τα δέντρα έχασαν νωρίς τα φύλλα τους φέτος εξαιτίας του παγετού.

φύλλο

nom féminin (de métal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le livre était orné d'une feuille d'or.

φύλλο

nom féminin (d'arbre)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La feuille de l'érable a trois pointes.

φύλλο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ben a tourné la page de son livre et a poursuivi sa lecture.
Ο Μπεν γύρισε σελίδα στο βιβλίο του και συνέχισε να διαβάζει.

φύλλο χαρτιού, φύλλο χαρτί

nom féminin (papier) (κατά λέξη)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
J'écris un poème à l'encre noire sur cette feuille rouge.

φύλλο

nom féminin (de palmier)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στρώση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Étends une feuille de papier d'aluminium sur la poêle.
Βάλε μια στρώση αλουμινόχαρτο στο ταψί.

φύλλο

(métal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'équipement du vaisseau spatial était recouvert d'une feuille d'or pour être protégé des radiations.
Ο εξοπλισμός του διαστημόπλοιου ήταν καλυμμένος με φύλλα χρυσού για να το προστατεύει από την ακτινοβολία.

φύλλο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φύλλο γυαλιού

nom féminin (de verre)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Étant donnée la forme de la fenêtre, nous avons dû couper une vitre dans une feuille plus grande.

φύλλο

nom féminin (de métal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nous devons approvisionner une tonne de feuilles d'acier.

χαρτάκι

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
J'ai du tabac et du shit, tu aurais des feuilles pour que je roule un joint ?

στρώμα

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φλοιός

(blé)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βαρήκοος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χόρτα

nom masculin (φαγητό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

φύλλο/πέταλο νούφαρου

(courant) (φυτό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La grenouille patientait sur un nénuphar, dans l'attente d'une mouche.

μεταλλικό έλασμα, φύλλο μετάλλου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je faisais autrefois marcher une machine qui pliait la tôle en différentes formes.

φύλλο προόδου, φύλλο εργασιών

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Le chef d'équipe se référa au document pour voir quels travails étaient encore impayés.

πέτρα, ψαλίδι, χαρτί

(jeu) (παιχνίδι)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χωρίς φύλλα

locution adjectivale

αλουμινόχαρτο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Karen mit les pommes de terre dans du papier aluminium avant de les faire braiser.
Η Κάρεν τύλιξε τις πατάτες σε αλουμινόχαρτο και τις έψησε στη φωτιά.

λογιστικός πίνακας

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Le comptable a inscrit les chiffres dans la feuille de calcul.
Ο λογιστής πέρασε τα νούμερα στον λογιστικό πίνακα.

κάρτα για το σκορ

(Sports)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ils nous ont donné une feuille de score mais nous ne savions pas comment la remplir.
Μας έδωσαν μια κάρτα για το σκορ, αλλά δεν ξέραμε πώς να τη συμπληρώσουμε.

πρόχειρο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι συμμετέχοντες συνέκριναν τις σημειώσεις που έκαναν στα πρόχειρα.

φορτωτική

nom féminin (έγγραφο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La feuille de route contient des informations relatives au poids et à l'emballage des marchandises

αποδεικτικό μισθοδοσίας

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φύλλο τριφυλλιού

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λασιοκάμπη, λασιόκαμπα

nom féminin (variété de chenille)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φύλλο αλουμινίου

nom féminin (για χαρακτική)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φύλλο δάφνης

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Je mets toujours une feuille de laurier du jardin dans mon ragoût.
Όποτε φτιάχνω φαγητό στη γάστρα, προσθέτω ένα φύλλο δάφνης από τον κήπο μου.

κάρτα για το σκορ

(Sports)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le golfeur a été disqualifié parce qu'il a oublié de signer sa feuille de score.

πίνακας του σκορ

(Sports)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
D'après la feuille de score, c'est moi qui gagne.

απουσιολόγιο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λεπτό φύλλο χρυσού

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λεπτό φύλλο χρυσού

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
On dirait de l'or massif mais ce n'est que du plâtre recouvert d'une feuille d'or.

φύλλο σφενδάμου

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φύλλο φοίνικα

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les jardiniers ont oublié de ramasser les feuilles de palmier coupées avant de partir.

ρυζόχαρτο

nom féminin (Cuisine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παλιόχαρτο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Je garde le papier imprimé d'un seul côté pour l'utiliser comme feuille de brouillon (or: comme papier brouillon).

υαλοπίνακας, φύλλο γυαλιού

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φύλλο τσαγιού

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Certains diseurs de bonne aventure lisent l'avenir dans les feuilles de thé.

φύλλο συκιάς

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κόψιμο από χαρτί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φύλλο χαρτί

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elle trouva une feuille de papier et écrivit un message. Vous n'aurez besoin que d'une seule feuille pour ce test. À vos crayons !
Βρήκε ένα φύλλο χαρτί και έγραψε ένα σημείωμα. Χρειάζεται μόνο ένα φύλλο χαρτί για να κάνετε το τεστ. Έχετε έτοιμα τα μολύβια;

φύλλα καλαμποκιού

nom féminin (που περιβάλλουν το κοτσάνι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les tamales sont cuits dans des feuilles de maïs.

διάταξη

(εκτύπωση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ιατρικό έντυπο

nom féminin (έγγραφο)

φύλλο τετραδίου

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φύλλο εγγραφής, έντυπο υπογραφής

nom féminin (προσέλευση, παρουσία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φορολογικό έντυπο

nom féminin

αμπελόφυλλο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λευκή κόλλα

nom féminin

μεγάλο λάπαθο

nom féminin

δελτίο απασχόλησης

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πρώτο φύλλο

nom féminin (ανάλογα τη θέση)

φύλλο βετέλ

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αμπελόφυλλα

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

φύλλο

nom féminin (de papier)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Une ramette contient 500 feuilles de papier.
Μια δεσμίδα αποτελείται από 500 κόλλες χαρτί.

φύλλο σφενδάμου

nom féminin (symbole)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le symbole du Canada est la feuille d'érable.

σχέδιο δράσης

(figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le président a expliqué sa feuille de route pour l'avenir de l'économie.
Ο Πρόεδρος εξήγησε το σχέδιο δράσης του για το μέλλον της οικονομίας.

φύλλο συκής

nom féminin (figuré : qui sert à cacher [qch])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φυλλαράκι

nom féminin (Botanique)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les feuilles poussaient en groupes de trois, soit une grande feuille sur la nervure médiane et une petite feuille de chaque côté.
Τα φύλλα μεγαλώνουν σε σχηματισμούς των τριών με ένα μεγάλο φύλο στη μέση και δυο φυλλαράκια σε κάθε πλευρά.

μεταλλικός σύνδεσμος

nom féminin (σε σύμμικη δοκό από ξύλο/μέταλλο)

φοινικόφυλλο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Plusieurs personnes s'éventaient avec des feuilles de palmier.
Πολλοί άνθρωποι έκαναν αέρα με φοινικόφυλλα.

λογιστικό φύλλο, υπολογιστικό φύλλο

nom féminin (Informatique)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Robert utilise une feuille de calcul pour enregistrer ses données.
Ο Ρόμπερτ χρησιμοποιεί ένα υπολογιστικό φύλλο για να καταγράφει τα δεδομένα του.

δάφνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'ingrédient secret de Lucinda pour sa recette de poulet, c'est une feuille de laurier.
Το μυστικό συστατικό στη συνταγή με το κοτόπουλο της Λουσίντα είναι η δάφνη.

φύλλο εργασιών, φύλλο ασκήσεων

nom féminin (Scolaire) (σχολείο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ο δάσκαλος μοίρασε φύλλα ασκήσεων για να τα συμπληρώσουν οι μαθητές.

φυλλάδα

(figuré, familier : journal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Γιατί διαβάζεις αυτή την κωλοφυλλάδα; Θα έπρεπε να διαβάζεις καμιά πιο σοβαρή εφημερίδα.

φύλλο εργασίας

nom féminin (Informatique) (Η/Υ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ce tableur contient cinq feuilles de calcul.
Αυτό το υπολογιστικό φύλλο περιέχει πέντε φύλλα εργασίας.

φύλλο παντζαριού

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χαρτάκι

nom féminin (tabac) (τσιγάρου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φύλλο εργασίας

nom féminin (Comptabilité)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ο λογιστής περνά τα νούμερα σε ένα φύλλο εργασίας πριν ετοιμάσει την τελική δήλωση.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

nom féminin (Sports)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του feuille στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του feuille

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.