Τι σημαίνει το étrangère στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης étrangère στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του étrangère στο Γαλλικά.
Η λέξη étrangère στο Γαλλικά σημαίνει ξένος, αλλοδαπός, αλλοδαπή, ξένος, διεθνής, ξένος, ασυνήθιστος, άγνωστος, εξωτερικός, άγνωστος, αποξενωμένος, ξένος, ξένος, αλλοδαπός, αλλοδαπή, εξωτερικός, αλλοδαπός, άγνωστος, άγνωστος, ξένος, ξένος, ξένος, μη ιθαγενής, το εξωτερικό, στο εξωτερικό, στο εξωτερικό, του εξωτερικού, οι χώρες του εξωτερικού, κατασκευασμένος στο εξωτερικό, γεννημένος στο εξωτερικό, ανεξάρτητη διεθνής οργάνωση για την καταπολέμηση της φτώχειας στον αναπτυσσόμενο κόσμο, ξενική προφορά, ξένο σώμα, ξένος ανταποκριτής, σωρευτική ΑΞΕ, ξένη ταινία, αλλοδαπός, αλλοδαπή, πόλεμος εκτός συνόρων, παράνομος μετανάστης, παράνομη μετανάστρια, παράρτημα εξωτερικού, υποκατάστημα εξωτερικού, εγκατάσταση στο εξωτερικό, πάω στο εξωτερικό, πηγαίνω στο εξωτερικό, ξέρω από κτ, σπουδάζω στο εξωτερικό, ταξιδεύω στο εξωτερικό, ξένος, άγνωστος, στο εξωτερικό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης étrangère
ξένοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Est-ce un vin étranger ou local ? Είναι εισαγόμενο αυτό το κρασί ή ντόπιο; |
αλλοδαπός, αλλοδαπή(από άλλη χώρα) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) La ville n'avait pas l'habitude des étrangers, c'est pourquoi l'afflux de réfugiés causa d'énormes problèmes. Η πόλη δεν ήταν συνηθισμένη σε ξένους κι έτσι η ροή των προσφύγων δημιούργησε σοβαρά προβλήματα. |
ξένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle vit dans un pays étranger. Ζει σε μια ξένη χώρα. |
διεθνήςadjectif (politique internationale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le Président consacre beaucoup de temps aux affaires étrangères. Ο πρόεδρος αφιερώνει πολύ από τον χρόνο του στις διακρατικές σχάσεις. |
ξένοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cette variété de plante est étrangère à la région. |
ασυνήθιστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Manger des insectes nous est complètement étranger. |
άγνωστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La macroéconomie reste un concept inconnu pour la plupart des gens. |
εξωτερικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άγνωστοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un homme étranger est venu s'accouder au bar. |
αποξενωμένος(figuré) (αίσθηση: αποξένωση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il est normal de se sentir étranger lorsqu'on est adolescent. Όταν είσαι έφηβος είναι λογικό να νιώθεις αποξενωμένος (ή: απομονωμένος). |
ξένος
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Ο Άλαν μετακόμισε στο χωριό μόλις πριν από δυο χρόνια μόνο και ακόμη θεωρείται ένος. |
ξένος
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Tout le monde voulait en savoir davantage sur l'étranger qui venait de s'installer au village. Όλοι ήθελαν να μάθουν περισσότερα για τον ξένο που είχε μετακομίσει στο χωριό. |
αλλοδαπός, αλλοδαπή
Les étrangers doivent notifier tout changement d'adresse auprès de la police. Οι αλλοδαποί πρέπει να δηλώνουν κάθε αλλαγή της διεύθυνσής τους στην αστυνομία. |
εξωτερικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce ministre s'occupe des relations étrangères depuis deux mois. |
αλλοδαπόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'État a annoncé qu'il allait déporter la famille étrangère. Η κυβέρνηση δήλωσε πως θα απελάσει την αλλοδαπή οικογένεια. |
άγνωστοςadjectif (peu familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les coutumes étrangères des gens du coin embrouillaient Charlotte. Οι διαφορετικοί τρόποι των κατοίκων της κωμόπολης προκάλεσαν σύγχυση στη Σάρλοτ. |
άγνωστος(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ma mère m'a toujours dit de ne jamais parler aux étrangers. |
ξένος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ξένος
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
ξένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il était dans une terre inconnue dont il ne parlait pas la langue. |
μη ιθαγενής
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
το εξωτερικόnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) À son retour de l'étranger, Joy n'avait plus la même attitude. Όταν η Τζόι επέστρεψε από το εξωτερικό, η συμπεριφορά της ήταν διαφορετική. |
στο εξωτερικόlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) J'ai rencontré plein de gens intéressants en voyageant à l'étranger. Γνώρισα πολλά ενδιαφέροντα άτομα όταν ταξίδεψα έξω. |
στο εξωτερικό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
του εξωτερικού
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
οι χώρες του εξωτερικού
Le service de santé a du mal à retenir les jeunes médecins quand, à l'étranger, on leur offre de meilleurs salaires. |
κατασκευασμένος στο εξωτερικόlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Pourquoi acheter un produit fabriqué à l'étranger quand on peut trouver un produit local moins cher ? |
γεννημένος στο εξωτερικόlocution adjectivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανεξάρτητη διεθνής οργάνωση για την καταπολέμηση της φτώχειας στον αναπτυσσόμενο κόσμοnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ξενική προφοράnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Certains accents étrangers sont plus difficiles à comprendre que d'autres. |
ξένο σώμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La radio a révélé la présence d'un corps étranger dans son poumon. |
ξένος ανταποκριτής(Journalisme) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σωρευτική ΑΞΕnom masculin (οικονομία: άμεση ξένη επένδυση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξένη ταινίαnom masculin Je préfère les films étrangers au cinéma national. |
αλλοδαπός, αλλοδαπήnom masculin |
πόλεμος εκτός συνόρωνnom féminin (σε άλλη χώρα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παράνομος μετανάστης, παράνομη μετανάστρια
|
παράρτημα εξωτερικού, υποκατάστημα εξωτερικούnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εγκατάσταση στο εξωτερικόnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πάω στο εξωτερικό, πηγαίνω στο εξωτερικόlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Pour les vacances, j'aimerais bien aller à l'étranger plutôt que de rester en France. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Σταύρος σχεδιάζει να ταξιδέψει στο εξωτερικό για πρώτη φορά στη ζωή του. |
ξέρω από κτ
|
σπουδάζω στο εξωτερικό
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle avait l'intention de partir étudier à l'étranger après le lycée. |
ταξιδεύω στο εξωτερικόverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξένος, άγνωστος(προς κπ/κτ, σε κπ/κτ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ces idées sont étrangères à notre philosophie. Αυτές οι ιδέες είναι ξένες προς τον τρόπο σκέψης μας. |
στο εξωτερικόlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Certaines institutions financières opèrent à l'étranger. Κάποια οικονομικά ιδρύματα λειτουργούν στο εξωτερικό. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του étrangère στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του étrangère
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.