Τι σημαίνει το estudiante στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης estudiante στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του estudiante στο ισπανικά.

Η λέξη estudiante στο ισπανικά σημαίνει φοιτητής, φοιτήτρια, -, φοιτητής, φοιτήτρια, συμμαθητής, μαθητής, μαθήτρια, μαθήτρια, μαθητούδι, σχολιαρόπαιδο, ακόλουθος, υπότροφος, δευτεροετής, προπτυχιακός φοιτητής, προπτυχιακή φοιτήτρια, μαθητής δημοτικού, μαθήτρια δημοτικού, δευτεροετής, μαθητής της πρώτης τάξης, μαθήτρια της πρώτης τάξης, απών, απούσα, μαθητής πρώτης τάξης, μαθήτρια πρώτης τάξης, ο μαθητής που εκφωνεί τον λόγο στην τελετή αποφοίτησης, τριτοετής, τριτοετής, φοιτητής, φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικής, φοιτητής καλών τεχνών, φοιτήτρια καλών τεχνών, φοιτήτρια, υποψήφιος διδακτορικού, μεταπτυχιακός φοιτητής, μεταπτυχιακή φοιτητρια, μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου, διδακορικός φοιτητής, μαθητής προγράμματος ανταλλαγής, φοιτητής, φοιτήτρια, μαθητής δημοτικού, μαθήτρια δημοτικού, φοιτητής που τιμάται με διάκριση, μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου, φοιτητής νομικής, φοιτήτρια νομικής, μαθητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αφοσίωση στις σπουδές, άριστος μαθητής, άριστη μαθήτρια, μαθητής ηλικίας 16-18 ετών, αριστούχος, προχωρημένος, φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικής, πρωτοετής, φοίτηση, μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου, μαθητής δευτέρας λυκείου, μαθήτρια δευτέρας λυκείου, δευτεροετής, πρωτοετής, φοιτητής φυσικής, φοιτήτρια φυσικής, φοιτητής βιολογίας, φοιτήτρια βιολογίας, κολεγιόπαιδο, μεταπτυχιακός φοιτητής, μεταπτυχιακή φοιτήτρια, νεαρή απόφοιτη πανεπιστημίου, φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικής, φοιτητής που προετοιμάζεται για εισαγωγή στην ιατρική, οι μικρότεροι, φοιτητής ιστορίας, φοιτήτρια ιστορίας, φοιτητής γλωσσολογίας, φοιτητής, φοιτήτρια, μαθητευόμενος νοσοκόμος, μαθητευόμενη νοσοκόμα, φοιτητής/φοιτήτρια παιδαγωγικής, χαμηλόβαθμος δικηγόρος στο Η.Β., τελειόφοιτος, τελειόφοιτος, φοιτητής χημείας, φοιτητής του χημικού, προπτυχιακός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης estudiante

φοιτητής, φοιτήτρια

nombre común en cuanto al género (México, de la universidad)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Ella es una estudiante de la universidad local.
Είναι φοιτητής στο τοπικό πανεπιστήμιο.

-

(estudiante en general) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Es un eterno estudioso de idiomas.
Μαθαίνει ξένες γλώσσες σε όλη του τη ζωή.

φοιτητής, φοιτήτρια

nombre común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

συμμαθητής

nombre común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μαθητής, μαθήτρια

nombre común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Todos los estudiantes leían sus libros con una pose de extrema concentración.

μαθήτρια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cuando Justine era una alumna, le gustaba hacer joyas con cuentas.

μαθητούδι, σχολιαρόπαιδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Todas las tardes está el parque lleno de alumnos.

ακόλουθος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

υπότροφος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

δευτεροετής

locución adjetiva (bachillerato) (πανεπιστήμιο, δεύτερο έτος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προπτυχιακός φοιτητής, προπτυχιακή φοιτήτρια

locución nominal común en cuanto al género (universitaria)

Los estudiantes de grado son aquellos que aún no han terminado todos los años de la carrera.
Οι προπτυχιακοί είναι φοιτητές που δεν έχουν πάρει ακόμα το πτυχίο τους.

μαθητής δημοτικού, μαθήτρια δημοτικού

Harry solo es un estudiante de primaria; aún no sabe nada sobre eso.

δευτεροετής

(πανεπιστήμιο)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
La mayoría de los universitarios eligen su especialización cuando son estudiantes de segundo año.
Οι περισσότεροι φοιτητές επιλέγουν το κύριο αντικείμενο σπουδών όταν είναι δευτεροετείς.

μαθητής της πρώτης τάξης, μαθήτρια της πρώτης τάξης

Hizo las audiciones para ser porrista cuando era estudiante de noveno grado.

απών, απούσα

(ES, coloquial)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
No importa el motivo, te ausentaste de la escuela sin permiso de tus padres, eres un estudiante que hace novillos.

μαθητής πρώτης τάξης, μαθήτρια πρώτης τάξης

(1η λυκείου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ο μαθητής που εκφωνεί τον λόγο στην τελετή αποφοίτησης

(ο δεύτερος καλύτερος)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τριτοετής

(φοιτητής 3ου έτους)

τριτοετής

(φοιτήτρια 3ου έτους)

φοιτητής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Henry disfruta la vida como estudiante universitario.

φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικής

Es un estudiante de medicina avanzado.

φοιτητής καλών τεχνών, φοιτήτρια καλών τεχνών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φοιτήτρια

(MX)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υποψήφιος διδακτορικού

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μεταπτυχιακός φοιτητής, μεταπτυχιακή φοιτητρια

Estoy trabajando como ayudante docente para mantenerme como estudiante de postgrado y poder conseguir mi doctorado.

μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου

(ES) (12-15 ετών)

Empecé a estudiar español (y a salir con chicas) cuando era un estudiante de instituto.

διδακορικός φοιτητής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μαθητής προγράμματος ανταλλαγής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mis padres hospedaron el año pasado a un estudiante de intercambio de Finlandia.

φοιτητής, φοιτήτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Algunos estudiantes universitarios concurrieron como voluntarios luego del huracán.

μαθητής δημοτικού, μαθήτρια δημοτικού

φοιτητής που τιμάται με διάκριση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου

φοιτητής νομικής, φοιτήτρια νομικής

(coloq)

Es un estudiante de abogacía avanzado.

μαθητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφοσίωση στις σπουδές

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άριστος μαθητής, άριστη μαθήτρια

nombre masculino (σχολείο)

El estudiante más destacado de la promoción pronunció un discurso de agradecimiento.

μαθητής ηλικίας 16-18 ετών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αριστούχος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

προχωρημένος

(όχι πολύ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικής

πρωτοετής

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

φοίτηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A Jeremy le dieron una beca completa por su condición de ser estudiante.

μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου

(12-15 χρονών)

μαθητής δευτέρας λυκείου, μαθήτρια δευτέρας λυκείου

(αντιστοιχία στην Ελλάδα)

Amanda se fue al extranjero cuando era estudiante de undécimo grado.

δευτεροετής

(λύκειο)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Un estudiante de décimo grado de nuestra escuela ganó la competencia de ciencias.
Ένας δευτεροετής στο σχολείο μας κέρδισε τον διαγωνισμό φυσικής.

πρωτοετής

(πανεπιστήμιο)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Este año, los estudiantes de primer año vienen de muchos países distintos.
Αυτή τη χρονιά οι πρωτοετείς κατάγονται από μια πλειάδα διαφορετικών χωρών.

φοιτητής φυσικής, φοιτήτρια φυσικής

El estudiante de física estaba en las etapas finales para poder conseguir su doctorado.

φοιτητής βιολογίας, φοιτήτρια βιολογίας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κολεγιόπαιδο

(MX)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los preparatorianos viven en la parte rica del pueblo.

μεταπτυχιακός φοιτητής, μεταπτυχιακή φοιτήτρια

νεαρή απόφοιτη πανεπιστημίου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικής

φοιτητής που προετοιμάζεται για εισαγωγή στην ιατρική

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

οι μικρότεροι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los alumnos más antiguos hacen que los alumnos de primer año les hagan las tareas.

φοιτητής ιστορίας, φοιτήτρια ιστορίας

Como estudiante de historia, Walt siempre ha estado interesado en aprender acerca de civilizaciones pérdidas.

φοιτητής γλωσσολογίας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φοιτητής, φοιτήτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Soy alumno de Biología.
Σπουδάζω βιολογία.

μαθητευόμενος νοσοκόμος, μαθητευόμενη νοσοκόμα

φοιτητής/φοιτήτρια παιδαγωγικής

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

χαμηλόβαθμος δικηγόρος στο Η.Β.

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
David no podía defender casos en los tribunales superiores porque todavía era un estudiante de tercero.

τελειόφοιτος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Los estudiantes de último año tienen ganas de graduarse.

τελειόφοιτος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Los estudiantes de último año están repasando para los exámenes.

φοιτητής χημείας, φοιτητής του χημικού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los estudiantes de química de mi universidad siempre están ocupados estudiando porque tienen muchos exámenes difíciles.

προπτυχιακός

(universitario)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los estudios de grado pueden durar varios años.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του estudiante στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.