Τι σημαίνει το derecho στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης derecho στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του derecho στο ισπανικά.

Η λέξη derecho στο ισπανικά σημαίνει δίκαιο, νομική, δεξιός, δικαίωμα, δεξιός, δεξής, ίσιος, στην ίδια κατεύθυνση, δικαίωμα αγοράς, δεξί, κατευθείαν, απευθείας, στητός, ευθυτενής, όρθιος, ολόρθος, ευθέως, δικαίωμα, δεξιός, δεξής, τίμιος, ευθύς, ειλικρινής, ντόμπρος, δικαίωμα, δύναμη, εξουσία, ισχύς, στη σωστή θέση, στην ευθεία, δικαίωμα, δικαίωμα, δικαίωμα, δικαίωμα, νομοταγής, τίμιος, ευθύς, ειλικρινής, ντόμπρος, δίκαιο, δεξιά, δεξιός, δεξιά, που δεν πληροί τις προϋποθέσεις, υπέρ των αμβλώσεων, νόμιμα, δικαίως, δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, δικαίωμα παρακράτησης, ιδιοκτησία, παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων, χορήγηση πολιτικών δικαιωμάτων, δεξιά πλευρά, δικαίωμα ψήφου, που δεν ψηφίζει, επίβεβαιωμένος, πλήρως ανεπτυγμένος, πετυχημένος, ευθεία προς τα πάνω, ευθεία, απ' έξω κι ανακατωτά, σύμφωνα με το νόμο, κανονικά, στα δεξιά, μόνος μου, δικηγόρος, πατρογονικό δικαίωμα, χρηματοδότηση, συνταγματικό δίκαιο, ποινικό δίκαιο, ελέω Θεού δικαίωμα, πλήρες μέλος, απαλλοτρίωση, εκκλησιαστικός κανόνας, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, δικαίωμα στην ασφάλεια, δικαίωμα στη στέγη και την κατοικία, απαράγραπτο δικαίωμα, Νομική, ναυτικό δίκαιο, ποινική νομοθεσία, δικαιοδοσία, δικαίωμα πρόσβασης, δικαίωμα χρήσης, προτεραιότητα, δικαίωμα ψήφου, δικαίωμα αρνησικυρίας, πτυχίο δικηγόρου, συγκριτικό δίκαιο, εταιρικό δίκαιο, δικαίωμα εισόδου-εξόδου, φοιτητής νομικής, φοιτήτρια νομικής, Μάστερ στις νομικές επιστήμες, εισόδημα που πληροί τις προϋποθέσεις, αγαπημένος μαθητής, δεξιός παίκτης, δεξί κλικ, αίσθηση ότι δικαιούμαι κτ, δικαίωμα ψήφου, δικαίωμα χρήσης νερού, δικαιώματα καταγγελιών, Ομοσπονδιακοί Κανόνες Πολιτικής Δικονομίας, δικαιούμαι, έχω δικαίωμα σε κτ, δεν έχω δικαίωμα, έχω το δικαίωμα, έχω δικαίωμα, κατευθύνομαι προς κτ, πάω κατευθείαν σε κτ, καπαρώνω, δικαιούμαι αποζημίωση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης derecho

δίκαιο

nombre masculino (νομική: τομέας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Su especialidad es el derecho contractual.
Ειδικεύεται στο δίκαιο των συμβάσεων.

νομική

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Estudió Derecho para convertirse en abogado.
Σπούδασε νομική (or: νομικά) και έγινε δικηγόρος.

δεξιός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Pongan sus nombres en la columna derecha y sus edades en la izquierda.
Γράψτε το όνομα σας στη δεξιά στήλη και την ηλικία σας στην αριστερή.

δικαίωμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Las mujeres tuvieron que luchar por el derecho a votar.
Οι γυναίκες έπρεπε να αγωνιστούν για το δικαίωμα να ψηφίζουν.

δεξιός, δεξής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le asestó un rápido gancho derecho.

ίσιος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿El cuadro en la pared está derecho o está torcido hacia la izquierda?

στην ίδια κατεύθυνση

adverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Después de que nos dijeron que íbamos en la dirección correcta, seguimos derecho.

δικαίωμα αγοράς

nombre masculino (usualmente plural)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La autora vendió los derechos de su novela a una productora de cine.

δεξί

nombre masculino

Esta caja de zapatos tiene dos derechos. Debe de haber un error.
Το κουτί των παπουτσιών είχε μέσα δύο δεξιά. Πρέπει να έγινε λάθος.

κατευθείαν, απευθείας

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Se fue directamente a la tienda después de oír que los pantalones vaqueros estaban en oferta.

στητός, ευθυτενής, όρθιος, ολόρθος

(vertical)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Siéntate con la espalda derecha.

ευθέως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Me fui derecho a mi casa, evitando todos los bares en los que generalmente me detengo.

δικαίωμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Toda persona acusada de un delito tiene derecho a representación legal.
Καθένας που κατηγορείται για κάποιο έγκλημα έχει δικαίωμα νόμιμης εκπροσώπησης.

δεξιός, δεξής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hay una abolladura en la puerta delantera derecha del vehículo.

τίμιος, ευθύς, ειλικρινής, ντόμπρος

adjetivo (figurado) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δικαίωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tengo derecho prioritario sobre la propiedad.
Έχω κύριο δικαίωμα στην ιδιοκτησία.

δύναμη, εξουσία, ισχύς

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El dueño de la empresa tiene derecho a despedir a cualquier trabajador.
Ο ιδιοκτήτης της εταιρείας έχει την εξουσία να απολύσει όποιον εργαζόμενο θέλει, άμα χρειαστεί.

στη σωστή θέση

(σημείο)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Tenemos que asegurarnos de que esta pared está derecha.

στην ευθεία

adverbio (στο γκολφ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δικαίωμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Todos los vecinos tienen derecho de pesca en estas aguas.

δικαίωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La ley dice que el dueño de la casa tiene el derecho de echarte si no pagas el alquiler.

δικαίωμα

Todo legislador tiene el derecho de presentar leyes.

δικαίωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Si quieres comer comida chatarra y tener una mala nutrición es tu prerrogativa.

νομοταγής

(άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mary es una ciudadana honesta, y sé que está diciendo la verdad.

τίμιος, ευθύς, ειλικρινής, ντόμπρος

(figurado) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ese pastor es tan recto como un pastor puede ser.
Αυτός ο ιεροκήρυκας είναι όσο πιο τίμιος γίνεται.

δίκαιο

locución nominal masculina (το σύνολο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Esto va contra el derecho escrito y el consuetudinario.
Αυτό είναι ενάντια τόσο στο Καταστατικό όσο και στο Εθιμικό Δίκαιο.

δεξιά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Me duele mucho la espalda del lado derecho.
Με πονάει η δεξιά πλευρά της πλάτης μου.

δεξιός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nuestro flanco derecho avanzó y rodeó al enemigo.

δεξιά

Bateó la pelota hacia el jardín derecho.

που δεν πληροί τις προϋποθέσεις

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La compra es inelegible para recibir el descuento.

υπέρ των αμβλώσεων

(aborto)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νόμιμα, δικαίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

δίπλωμα ευρεσιτεχνίας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Nuestra compañía tiene la patente de este dispositivo, así que nadie puede producir uno exactamente igual.
Η εταιρείας μας κατέχει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για αυτή τη συσκεύη και έτσι κανείς άλλος δε μπορεί να παράξει μια ακριβώς ίδια.

δικαίωμα παρακράτησης

(νομικό)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Dos bancos diferentes tienen un gravamen sobre la propiedad.

ιδιοκτησία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων, χορήγηση πολιτικών δικαιωμάτων

(πολιτική)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δεξιά πλευρά

δικαίωμα ψήφου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
En el Reino Unido, todas las mujeres consiguieron el sufragio en 1928.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, όλες οι γυναίκες πήραν το δικαίωμα ψήφου το 1928.

που δεν ψηφίζει

(ίσως από επιλογή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επίβεβαιωμένος

locución adjetiva (AR, coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Él nunca votaría por un demócrata, es un republicano hecho y derecho.

πλήρως ανεπτυγμένος

expresión (coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un chico tarda muchos años en convertirse en un hombre hecho y derecho.

πετυχημένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Juan finalmente era un profesor de pleno derecho.

ευθεία προς τα πάνω

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Si miras derecho hacia arriba en el cielo de agosto deberías poder ver la constelación de Orión.
Εάν κοιτάξεις ευθεία προς τα πάνω στον νυχτερινό αυγουστιάτικο ουρανό θα πρέπει να βλέπεις τον αστερισμό του Ωρίωνα.

ευθεία

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Siga todo derecho, la iglesia está a la izquierda.

απ' έξω κι ανακατωτά

(coloquial) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Como la suplente de la protagonista tenía que saberse las líneas de pe a pa.

σύμφωνα με το νόμο

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

κανονικά

expresión

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Por derecho, Carol debería ser la nueva jefa cuando el jefe de retire.

στα δεξιά

locución preposicional

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los coches ingleses y los japoneses tienen el volante del lado derecho del coche.
Τα βρετανικά και τα ιαπωνικά αυτοκίνητα έχουν το τιμόνι στα δεξιά.

μόνος μου

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δικηγόρος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Ben fue a la facultad de derecho para ser abogado.
Ο Μπεν πήγε στη νομική για να γίνει δικηγόρος.

πατρογονικό δικαίωμα

(νομική)

χρηματοδότηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συνταγματικό δίκαιο

Eduardo cree que el gobierno está violando el derecho constitucional espiando a los americanos.

ποινικό δίκαιο

(δίκαιο σχετικό με εγκλήματα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Delia trabaja en un estudio que se especializa en derecho penal.

ελέω Θεού δικαίωμα

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Actuaba como si la presidencia fuera suya por derecho divino.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Στο Βυζάντιο επικρατούσε η ελέω Θεού μοναρχία.

πλήρες μέλος

Lea más abajo los beneficios de convertirse en miembro efectivo del club.

απαλλοτρίωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El Gobierno quiere quedarse con tu propiedad por derecho de expropiación.

εκκλησιαστικός κανόνας

nombre masculino

La ley canónica es la ley de la Iglesia. El Código de Derecho Canónico es la compilación oficial de leyes de la Iglesia Católica. La palabra "canon" procede del griego: "regla".

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

δικαίωμα στην ασφάλεια

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Una de las "Cuatro Libertades" de Roosvelt era el derecho a vivir sin temor.

δικαίωμα στη στέγη και την κατοικία

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El derecho a tener las necesidades básicas cubiertas parece ser inalcanzable para muchos pobres de este mundo.

απαράγραπτο δικαίωμα

La libertad de expresión debería ser un derecho inalienable hoy en día, pero desgraciadamente no lo es en algunos lugares.

Νομική

nombre femenino (εκπαίδευση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se graduó de la Facultad de Derecho con honores.

ναυτικό δίκαιο

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Después de su graduación, decidió especializarse en derecho marítimo.

ποινική νομοθεσία

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tengo que estudiar Derecho Penal para presentarme a las oposiciones.

δικαιοδοσία

(ley)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El actor, con derecho reconocido a intervenir, firma este acto para dar su conformidad al documento.

δικαίωμα πρόσβασης

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Como soy el dueño, tengo derecho de entrada a la propiedad.

δικαίωμα χρήσης

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los miembros tienen derecho de uso de todos los servicios del club.

προτεραιότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El tráfico de la vía principal tiene preferencia de paso sobre el que trata de acceder desde vías secundarias.

δικαίωμα ψήφου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Cien años atrás las mujeres no tenían derecho a voto.

δικαίωμα αρνησικυρίας

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lo siento, señor diputado, el derecho de veto corresponde a un senador.

πτυχίο δικηγόρου

(pos universitario)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Terminó su doctorado en Derecho el año pasado y ahora está haciendo prácticas en un bufete muy importante.
Πήρε το πτυχίο δικηγόρου πέρσι και τώρα κάνει πρακτική σε μια μεγάλη εταιρεία.

συγκριτικό δίκαιο

nombre masculino (νομικές επιστήμες)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Se pidió a los especialistas de derecho comparado de la Biblioteca Jurídica del Congreso de los Estados Unidos que analizaran las siguientes cuestiones.

εταιρικό δίκαιο

locución nominal masculina

δικαίωμα εισόδου-εξόδου

(estacionamiento) (χωρίς επιπλέον χρέωση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φοιτητής νομικής, φοιτήτρια νομικής

Soy estudiante de Derecho en la facultad.

Μάστερ στις νομικές επιστήμες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εισόδημα που πληροί τις προϋποθέσεις

locución nominal masculina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αγαπημένος μαθητής

(ES, coloquial)

δεξιός παίκτης

(béisbol)

δεξί κλικ

αίσθηση ότι δικαιούμαι κτ

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δικαίωμα ψήφου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δικαίωμα χρήσης νερού

nombre masculino (Argentina)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La Constitución de la provincia de Mendoza consagra el principio de inherencia: el derecho de agua es inherente a la tierra. No se puede vender el derecho de agua sin el terreno.

δικαιώματα καταγγελιών

nombre masculino (Argentina, coloq)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡Si elegiste esa manera de vivir, ahora no tenés derecho al pataleo!

Ομοσπονδιακοί Κανόνες Πολιτικής Δικονομίας

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

δικαιούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Solamente tienes derecho a un reembolso si los bienes están dañados.
Δικαιούστε επιστροφή χρημάτων μόνο εάν τα προϊόντα είναι ελαττωματικά.

έχω δικαίωμα σε κτ

locución verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Tiene derecho a que lo represente un abogado. // Voy a decir lo que quiero porque tengo derecho a la libertad de expresión.

δεν έχω δικαίωμα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi hijo se queja de que todos le controlan la vida y no tienen derecho porque él ya es un adulto.

έχω το δικαίωμα, έχω δικαίωμα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡No me puedes hablarme así! ¡No tienes derecho!

κατευθύνομαι προς κτ

(informal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bianca agarró su abrigo y fue derecho a (or: fue directo a) la salida.

πάω κατευθείαν σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cuando entro en el local de golosinas, voy directamente a los chocolates.

καπαρώνω

locución verbal (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bueno, si ella no te interesa, ¿te molesta que reclame mi derecho a invitarla a salir?

δικαιούμαι αποζημίωση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El juez dictaminó que tenía derecho a reclamar por los daños.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του derecho στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του derecho

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.