Τι σημαίνει το déclaré στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης déclaré στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του déclaré στο Γαλλικά.
Η λέξη déclaré στο Γαλλικά σημαίνει δηλώνω, δηλώνω, κηρύσσω, κηρύσσω, ανακοινώνω, αναγγέλλω, δηλώνω, θεωρώ, εκφράζω, εκφράζω, βεβαιώνω, διαβεβαιώνω, δηλώνω, ανακοινώνω, ανακοινώνω, διακηρύσσω, πιστοποιώ, κρίνω, φανερός, ολοφάνερος, εμφανής, δηλωμένος, ανοιχτά δηλωμένος, δημόσια δηλωμένος, δηλωμένος, δηλωθείς, ανοιχτός, φανερός, που αναφέρεται από τον ασθενή, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, δεδηλωμένος, καταγεγραμμένος, καταχωρισμένος, εγγεγραμμένος, αναγνωρισμένος, ανακοινώνω, αναγγέλλω, ανακηρύσσω, δηλώνω, αυτοανακηρύσσομαι, αυτοαποκαλούμαι, δηλώνω εναντίον, βάζω υποψηφιότητα, δηλώνω υποψηφιότητα, δηλώνω, τα παρατάω, δηλωτέος, -, ακυρώνω, υποβάλλω αγωγή για αποζημίωση, διαβεβαιώνω, αποφαίνομαι, διαπιστώνω, γνωμοδοτώ, κηρύσσω τον πόλεμο, κηρύσσω πόλεμο, κηρύσσω πόλεμο σε κπ/κτ, φουντώνω, εγκαταλείπω, καταθέτω, αποχαρακτηρίζω, κρίνω, ανακοινώνω, κηρύσσω τον πόλεμο σε κτ, κηρύσσω πόλεμο σε κτ, αποσύρομαι από κτ, πιστοποιώ ότι κπ είναι φρενοβλαβής, επιμένω, κρίνω ένοχο/αθώο, <div>που παραιτείται από κτ</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, δηλώνω κτ σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης déclaré
δηλώνωverbe transitif (à la douane) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) À son arrivée au port, John a déclaré trois caisses de champagne. Όταν έφτασε στο λιμάνι, Ο Τζον δήλωσε τρία κιβώτια σαμπάνιες. |
δηλώνωverbe transitif (ses revenus,...) (π.χ. στην εφορία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lisa a déclaré tous ses revenus sur l'année. Η Λίζα δήλωσε ολόκληρο το ετήσιο εισόδημά της. |
κηρύσσω, κηρύσσωverbe transitif (un état d'urgence,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le gouvernement a déclaré l'état d'urgence. |
ανακοινώνω, αναγγέλλωverbe transitif (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le président a annoncé sa démission. Ο πρόεδρος ανακοίνωσε (or: ανάγγειλε) την παραίτησή του. |
δηλώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le jeune marié a déclaré son amour à sa fiancée. Ο γαμπρός διακήρυξε την αγάπη του για τη νύφη. |
θεωρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le nouveau professeur fut rapidement déclaré ennuyeux par la classe. Ο νέος δάσκαλος θεωρήθηκε βαρετός πολύ γρήγορα. |
εκφράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quentin se mit à genoux et me déclara sa flamme. Ο Κουέντιν έπεσε στα γόνατα και δήλωσε την αιώνια αγάπη του για μένα. |
εκφράζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sarah se rendit au concert pour déclarer son amour à Justin Bieber. |
βεβαιώνω, διαβεβαιώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le témoin a affirmé (or: déclaré) qu'il ne connaissait pas le prévenu. |
δηλώνω, ανακοινώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακοινώνω, διακηρύσσωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Olivia a déclaré son intention de devenir la première femme président. Η Ολίβια δήλωσε την πρόθεσή της να γίνει η πρώτη γυναίκα πρόεδρος. |
πιστοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les témoins ont pu attester que les documents n'étaient pas faux. |
κρίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a été jugé (or: déclaré) coupable. |
φανερός, ολοφάνερος, εμφανής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο Άλεξ έριξε στον Νέιθαν ένα βλέμμα απροκάλυπτης αντιπάθειας. |
δηλωμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est un adversaire déclaré de l'avortement. |
ανοιχτά δηλωμένος, δημόσια δηλωμένος
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Le candidat était un socialiste déclaré et a eu très peu de votes dans ce pays capitaliste. Ο υποψήφιος είχε δημόσια εκφράσει τον σοσιαλιστικό του προσανατολισμό και γι' αυτό έλαβε πολύ λίγες ψήφους σε αυτή την καπιταλιστική χώρα. |
δηλωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Ned s'en est tenu à son intention déclarée et a fait exactement ce qu'il avait dit qu'il ferait. |
δηλωθείς
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Το δηλωθέν εισόδημά της ξεπερνά τα πέντε εκατομμύρια. |
ανοιχτός, φανερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les hostilités ouvertes ont choqué les autres pays. |
που αναφέρεται από τον ασθενήadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>(société) C'est une société déclarée avec son siège social aux îles Caïmans. |
δεδηλωμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
καταγεγραμμένος, καταχωρισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il y a eu une chute dans le nombre de naissances enregistrées l'année dernière. |
εγγεγραμμένος, αναγνωρισμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Seuls les membres inscrits à l'ordre de la profession devraient postuler. |
ανακοινώνω, αναγγέλλω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Julie a annoncé qu'elle prenait son après-midi. Η Τζούλι ανακοίνωσε πως θα δεν θα δούλευε το απόγευμα. |
ανακηρύσσωverbe transitif (proclamer) (κάποιον κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le juge a déclaré Ben vainqueur. Ο κριτής ανακήρυξε τον Μπεν νικητή. |
δηλώνωverbe transitif (Droit) (νομική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le jury a déclaré l'accusé coupable. |
αυτοανακηρύσσομαιverbe pronominal (candidat,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je me déclare candidat aux prochaines élections. Με το παρόν αυτοανακηρύσσομαι υποψήφιος για τις προσεχείς εκλογές. |
αυτοαποκαλούμαιlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il déclare être le fils du défunt. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δήλωσε ότι είναι ο από καιρό χαμένος γιος του αποθανόντος, που επέστρεψε για να διεκδικήσει την κληρονομιά του. |
δηλώνω εναντίονverbe pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le ministre s'est déclaré contre l'introduction de l'euro en Grande-Bretagne. |
βάζω υποψηφιότητα, δηλώνω υποψηφιότητα(για κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bill s'est déclaré candidat aux prochaines élections présidentielles. |
δηλώνωverbe pronominal (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) La politicienne s'est déclarée en faveur d'un contrôle de l'immigration. |
τα παρατάω(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je suis trop fatigué pour continuer, j'abandonne. |
δηλωτέοςadjectif (στην εφορία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ανησυχούσε για έναν πόνο στο στήθος, αλλά ένας καρδιολόγος τον βρήκε υγιή. |
ακυρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Leur relation d'affaire a pris fin lorsque le juge a déclaré leur contrat nul et non avenu. |
υποβάλλω αγωγή για αποζημίωση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διαβεβαιώνω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vivian a affirmé que son chien n'avait rien à voir avec ce bazar. Η Βίβιαν διαβεβαίωσε ότι ο σκύλος της δεν ευθυνόταν για την ακαταστασία. |
αποφαίνομαι, διαπιστώνω, γνωμοδοτώ(για την ενοχή κάποιου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Récemment, Apple a été déclaré coupable d'avoir contrefait un brevet. |
κηρύσσω τον πόλεμο, κηρύσσω πόλεμοlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le 1e août 1914, l'Allemagne a déclaré la guerre. |
κηρύσσω πόλεμο σε κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La France a déclaré la guerre à la Prusse le 19 juillet 1870. Le 28 juillet 1914, l'Autriche-Hongrie a déclaré la guerre à la Serbie. |
φουντώνω(maladie : 1ère fois) (μεταφορικά: υπάρχει ήδη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Un zona peut se déclarer si on a eu la varicelle étant petit. Ο έρπης ζωστήρας μπορεί να εμφανιστεί σε μεγαλύτερη ηλικία σε εκείνους που πέρασαν ανεμοβλογιά στην παιδική τους ηλικία. |
εγκαταλείπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Τομ αποφάσισε να εγκαταλείψει τον αγώνα όταν στραμπούληξε τον αστράγαλό του αντί να διακινδυνεύσει να τραυματιστεί χειρότερα. |
καταθέτω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le témoin déclara que l'accusé avait l'air nerveux le jour du cambriolage. |
αποχαρακτηρίζωlocution verbale (Droit) (δάσος, δασική έκταση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κρίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les juges l'ont déclaré irresponsable. |
ανακοινώνω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le président a proclamé qu'il était en faveur du mariage homosexuel. |
κηρύσσω τον πόλεμο σε κτ, κηρύσσω πόλεμο σε κτ(figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le Président Richard Nixon a déclaré la guerre à la drogue en 1971. |
αποσύρομαι από κτ
Le joueur a dû se retirer de la compétition suite à sa blessure. Ο τραυματισμός του παίκτη τον ανάγκασε να αποσυρθεί από τον αγώνα. |
πιστοποιώ ότι κπ είναι φρενοβλαβήςlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le prisonnier a été déclaré atteint d'aliénation mentale et en incapacité de passer en jugement. |
επιμένω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κρίνω ένοχο/αθώοverbe transitif (ετυμηγορία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le jury l'a déclaré coupable de tous les chefs d'accusation. Οι ένορκοι έκριναν τον κατηγορούμενο ένοχο για όλες τις κατηγορίες. |
<div>που παραιτείται από κτ</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>nom féminin |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>locution verbale (Sports) Audrey a gagné le match quand son adversaire a déclaré forfait. |
δηλώνω κτ σε κπ(επίσημο) La loi exige qu'un décès soit déclaré à un officier de l'état civil dans un délai de cinq jours. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του déclaré στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του déclaré
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.