Τι σημαίνει το corrente στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης corrente στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του corrente στο πορτογαλικά.

Η λέξη corrente στο πορτογαλικά σημαίνει αλυσίδα, αλυσίδα, ρεύμα, ρεύμα, ρεύμα, ρεύμα, ροή, ροή, ροή, τρέχων, σημερινός, που ρέει, κύριος, αλυσίδα, ρευστός, κυκλοφορώ, ρεύμα, ροή, κομψός, αέρινος, που αναδύεται, -, κρίκος, κύμα, που εκτυλίσσεται, χείμαρρος, βραχιόλι αστραγάλου, ανθολόγιο, υγρός, σκοινί, λουρί, τωρινός, σημερινός, νόμισμα, υπόγειο ρεύμα, γεννήτρια εναλλασσόμενου ρεύματος, κόντρα στο ρεύμα, αντίθετα στο ρεύμα, στη φορά του ρεύματος, αίμα, ρεύμα, ρεύμα αέρος, ρεύμα αέρα, καθοδικό ρεύμα, δυνατό ρεύμα επιστροφής, ανοδικό ρεύμα αέρα, εναλλασσόμενο ρεύμα, τρεχούμενος λογαριασμός, αεροχείμαρρος, ρεύμα αέρα, αλυσίδα, αλυσίδα κίνησης, ηλεκτρικό ρεύμα, ρεύμα αέρα, τρεχούμενος λογαριασμός, αλυσίδα, νόμισμα πληρωμών και συναλλαγών, νερό βρύσης, πάγια εντολή, επικρατούσα άποψη, το Ρεύμα του Κόλπου, βελοειδές ρεύμα, τιμή για άμεση παράδοση, συνεχές ρεύμα, κρύο, υπόγειο ρεύμα, κολυμπάω ενάντια στο ρεύμα, σέρνω με αλυσίδα, κόντρα στο ρεύμα, αντίθετα στο ρεύμα, ρεύμα, παλιρροϊκός, διαρροή, ρεύμα αέρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης corrente

αλυσίδα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Os tornozelos dos prisioneiros foram unidos com correntes.
Οι αστράγαλοι του φυλακισμένου ήταν δεμένοι με αλυσίδες.

αλυσίδα

substantivo feminino (adereço)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ida vestia uma simples corrente de prata ao redor do pescoço.
Η Άιντα φορούσε μια απλή ασημένια αλυσίδα στον λαιμό της.

ρεύμα

substantivo feminino (fluxo) (ροή νερού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O riacho era pequeno, mas tinha uma corrente forte.

ρεύμα

substantivo feminino (eletricidade)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
As linhas de energia transportam a corrente para as casas da cidade.

ρεύμα

substantivo feminino (tendência) (μεταφορικά: τάση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Há uma corrente de pensamento que diz que isso não é um problema.

ρεύμα

(κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O rio tem uma corrente forte e é perigoso.

ροή

(κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O fluxo da maré levou as cadeiras de praia.

ροή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O fluxo do córrego levava a água até o lago.
Το ρεύμα του ποταμού έσπρωχνε το νερό στη λίμνη.

ροή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O registro mede o fluxo de água em litros por hora.

τρέχων

adjetivo (no presente)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Tu sabes qual é a temperatura atual?
Ξέρεις την τρέχουσα θερμοκρασία;

σημερινός

adjetivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A metodologia atual envolve longos estudos.

που ρέει

adjetivo (líquidos) (υγρό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κύριος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αλυσίδα

substantivo feminino (do relógio de bolso)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ρευστός

(substância)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κυκλοφορώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Há muitos casos de sarampo por aí.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Την άνοιξη κυκλοφορούν πολλές ιώσεις.

ρεύμα

substantivo feminino (de água)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Não se podia escutar nada com o barulho da corrente do rio.

ροή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A corrente do moinho move a roda d´água.

κομψός, αέρινος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tracy levantou da cadeira e jogou-se nos braços de Simon em um único movimento fluente.
Η Τρέισι σηκώθηκε από την καρέκλα και έπεσε στην αγκαλιά του Σάιμον με μια αέρινη κίνηση.

που αναδύεται

adjetivo (nuvem, fumaça)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

-

substantivo feminino (figurado: continuidade) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Havia uma linha de humor por todo o discurso dele.
Σε όλη την ομιλία του υπήρχε μια δόση χιούμορ.

κρίκος

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A corrente é tão forte quanto o seu elo mais fraco.
Η αλυσίδα είναι τόσο ισχυρή όσο ο πιο αδύναμος κρίκος της.

κύμα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Havia uma onda de boas notícias.
Υπήρχε ένα κύμα ευχάριστων ειδήσεων.

που εκτυλίσσεται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χείμαρρος

substantivo feminino (água corrente)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βραχιόλι αστραγάλου

substantivo feminino (jóia de tornozelo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανθολόγιο

substantivo feminino (leituras interligadas, comentários)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υγρός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Το μείγμα γίνεται υγρό περίπου στους 30 βαθμούς.

σκοινί, λουρί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Τα σκυλιά περίμεναν πώς και πώς να τους βγάλουν τα λουριά τους.

τωρινός, σημερινός

adjetivo (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gostaria de ver os números atuais, não os dados do ano passado.

νόμισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eu preciso de moeda estrangeira para as minhas férias. Qual é o nome da moeda usada na Hungria?
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το νόμισμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι το ευρώ.

υπόγειο ρεύμα

(água, ar) (κυριολεκτικά)

γεννήτρια εναλλασσόμενου ρεύματος

(ηλεκτρισμός)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κόντρα στο ρεύμα, αντίθετα στο ρεύμα

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
O barco navegou contra a corrente.
Το καράβι έπλεε κόντρα στο ρεύμα.

στη φορά του ρεύματος

(BRA)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O rio arrastou o galho correnteza abaixo.

αίμα

(sistema circulatório)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Η εξέταση έδειξε ότι ο οδηγός είχε μεγάλη ποσότητα αλκοόλ στο αίμα του.

ρεύμα

(αέρα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Uma corrente de ar frio entrou pela chaminé.
Ένα ρεύμα ψυχρού αέρα φύσηξε από την καμινάδα.

ρεύμα αέρος, ρεύμα αέρα

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καθοδικό ρεύμα

(movimento vertical de ar)

δυνατό ρεύμα επιστροφής

(θαλάσσα, λίμνη)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ανοδικό ρεύμα αέρα

(ar)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εναλλασσόμενο ρεύμα

τρεχούμενος λογαριασμός

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αεροχείμαρρος

(είδος ανέμου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ρεύμα αέρα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αλυσίδα

(ποδήλατο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αλυσίδα κίνησης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Minha primeira moto tinha uma transmissão por corrente e eu tinha que me lembrar de verificar a tensão. A transmissão por corrente em uma bicicleta transfere a força dos pedais para mover as rodas.
Η πρώτη μου μοτοσικλέτα είχε αλυσίδα κίνησης, και έπρεπε να θυμάμαι να ελέγχω την τάση. Η αλυσίδα κίνησης σε ένα ποδήλατο μεταφέρει την ενέργεια από τα πετάλια για την περιστροφή των τροχών.

ηλεκτρικό ρεύμα

(fluxo ordenado de partículas portadoras de carga elétrica)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ρεύμα αέρα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τρεχούμενος λογαριασμός

substantivo feminino

αλυσίδα

substantivo feminino (corrente metálica de relógio de bolso) (ρολογιού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νόμισμα πληρωμών και συναλλαγών

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νερό βρύσης

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πάγια εντολή

(pagamento bancário direto e regular)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επικρατούσα άποψη

(crença geral)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το Ρεύμα του Κόλπου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

βελοειδές ρεύμα

τιμή για άμεση παράδοση

(comércio: custo imediato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνεχές ρεύμα

substantivo feminino

κρύο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υπόγειο ρεύμα

expressão (movimento da água)

κολυμπάω ενάντια στο ρεύμα

expressão (mover-se contra a corrente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σέρνω με αλυσίδα

expressão (ειδικά για ξυλεία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κόντρα στο ρεύμα, αντίθετα στο ρεύμα

locução adverbial (μεταφορικά)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ρεύμα

(αέρα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Está sentindo uma corrente de ar? Deve haver uma janela aberta por aí.
Αισθάνεσαι ένα ρεύμα; Κάπου πρέπει να είναι ανοιχτό κάποιο παράθυρο.

παλιρροϊκός

(relativo à maré)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο καπετάνιος φρόντισε να λάβει πληροφορίες για την παλίρροια της περιοχής όπου θα ταξίδευε.

διαρροή

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
John foi queimado trabalhando nas linhas de energia quando uma fuga de corrente atravessou uma luva defeituosa.

ρεύμα αέρα

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του corrente στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του corrente

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.