Τι σημαίνει το collé στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης collé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του collé στο Γαλλικά.
Η λέξη collé στο Γαλλικά σημαίνει κόλλα, τιμωρία, δυσκολάκι, κολλημένος, κολλημένος, κώλος και βρακί, προσαρτημένος, κόλλα, κολλώδης ουσία, στόκος, κόλλα, συγκολλητική ουσία, συνδετική ουσία, δύσκολη ερώτηση, κολλημένος, κολλάω, κολλώ, κολλάω, βάζω βιαστικά/υπερβολικά, πασαλείβω, κολλάω, κλείνω/σφραγίζω με κόλλα, συνάπτω, επισυνάπτω, επικολλώ, κολλώ, βγάζω νόημα, κολλάω πίσω από κπ/κτ, κολλάω, δυσκολεύω, μπερδεύω, συμφωνώ, συναινώ, συνδέω, ενώνω, συνενώνω, κολλάω, κολλάω, κολλώ, κολλάω, κολλάω, επικολλώ, ταιριάζω, συγκολλώ, στερεώνω, τσιμεντάρω, τσιμεντώνω, ενώνω, συνδέω, κολλάω σε κπ σαν βδέλλα, κολλάω, κολλώ, σφραγίζω,επιθέτω σφραγίδα σε, σφηνώνω, εξαρτημένος, κορνιζαρισμένος, κολλητά, κόλλα ταπετσαρίας, κολλάει στο μπροστινό αυτοκίνητο, ψαρόκολλα, ιχθυόκολλα, βιβλιοδεσία, κόλλα, πιστόλι κόλλας, πιστόλι κόλλας, κόλλα ελαστικού, ζούμε σαν αντρόγυνο, ζούμε σαν παντρεμένο ζευγάρι, ζούμε σαν παντρεμένος, μένω μαζί, κορνιζαρισμένος, κολλημένος, είμαι κολλημένος, σπιτώνομαι με κπ, κολλημένος, προσηλωμένος, κολλημένος, εξαρτημένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης collé
κόλλαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) John a utilisé de la colle pour intégrer les coupures de journaux à son album. Ο Τζον χρησιμοποίησε κόλλα
για να κολλήσει το απόκομμα της εφημερίδας στο λεύκωμά του. |
τιμωρία(Scolaire) (μαθητή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai eu une retenue pour avoir parlé en cours de chimie. |
δυσκολάκι
Ce film est un vrai casse-tête; je préfère regarder Benny Hill ! |
κολλημένοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Est-ce que la reliure de ce livre est cousue ou collée ? |
κολλημένος(κυριολεκτικά: από τσίμπλες) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le rhume des foins peut mener à des paupières collées. |
κώλος και βρακίadjectif (figuré, familier) (αργκό: θετική έννοια) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προσαρτημένος(timbre, étiquette) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
κόλλαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les enfants mettent de la colle sur les bouts de carton et les collent ensemble. Τα παιδιά βάζουν κόλλα στα κομμάτια του χαρτονιού και τα κολλούν μεταξύ τους. |
κολλώδης ουσίαnom féminin Mike avait comme de la colle sur sa chemise. Κάποιο είδος κολλώδου ουσίας είχε κολλήσει στο πουκάμισο του Μάικ. |
στόκοςnom féminin (οικοδομική) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Utilisez ce ciment pour joindre les pièces. |
κόλλα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συγκολλητική ουσία, συνδετική ουσία
|
δύσκολη ερώτηση
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτό είναι δυσκολάκι, δεν ξέρω τι να σου απαντήσω. |
κολλημένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
κολλάω, κολλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La charpentier a collé les deux pièces de bois. Ο Πωλ κόλλησε τα κομμάτια του σπασμένου φλυτζανιού. Ο ξυλουργός κόλλησε τα δυο κομμάτια ξύλου. |
κολλάωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάζω βιαστικά/υπερβολικά, πασαλείβω(familier) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Δεν είχα πολύ χρόνο γι' αυτό έβαλα βιαστικά το ταμπελάκι με το όνομά μου και έφυγα. |
κολλάω, κλείνω/σφραγίζω με κόλλαverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) De nos jours, on n'a plus à lécher le rabat d'une enveloppe pour le coller. |
συνάπτω, επισυνάπτω, επικολλώ, κολλώverbe transitif (familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βγάζω νόημαverbe intransitif (figuré : en cohérence) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai beau les prendre dans tous les sens, les chiffres ne collent pas. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όπως και να το έβλεπες τα νούμερα απλά δεν έβγαζαν νόημα. |
κολλάω πίσω από κπ/κτ(μτφ, καθομ, ανεπίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Une voiture rouge m'a collé au train pendant tout le trajet jusqu'à l'épicerie. |
κολλάωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Une fois la lettre à l'intérieur, Brian a collé l'enveloppe et l'a apporté à la poste. Μόλις μπήκε το γράμμα μέσα, ο Μπράιν κόλλησε τον φάκελο και τον πήγε στο ταχυδρομείο. |
δυσκολεύω, μπερδεύω(familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La troisième question du test m'a complètement collé. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η τρίτη ερώτηση στο τεστ πραγματικά με ζόρισε. |
συμφωνώ, συναινώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συνδέω, ενώνω, συνενώνωverbe transitif (assembler) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On colle les différents éléments de la maquette d'avion avec de la colle. Συγκολλούμε τα τμήματα του μοντέλου του αεροπλάνου με κόλλα. |
κολλάωverbe transitif (familier) (μεταφορικά, καθομ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κολλάω, κολλώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tara colle le poster au mur. Η Τάρα κολλάει την αφίσα στον τοίχο. |
κολλάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'ai eu beau le lécher plusieurs fois, le timbre n'a pas collé. |
κολλάωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La mouche était restée collée au piège. |
επικολλώverbe transitif (Informatique) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si tu colles cette partie du texte ailleurs, ta dissertation sera bien meilleure. |
ταιριάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Comme les deux partenaires ne s'entendaient pas bien, le directeur les a séparés. Οι δυο συνάδελφοι δεν ταίριαξαν και έτσι ο μάνατζερ τους χώρισε. |
συγκολλώ, στερεώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Utilise cet adhésif pour cimenter les pièces ensemble. |
τσιμεντάρω, τσιμεντώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les ouvriers ont cimenté les poteaux de la clôture dans le sol. |
ενώνω, συνδέω(un ruban, une pellicule) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le film s'est cassé dans le projecteur et il a fallu le recoller. |
κολλάω σε κπ σαν βδέλλα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κολλάω, κολλώ(figuré : au passé,...) (μεταφορικά: σε κπ/κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il est inutile de trop se raccrocher au passé. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δε μου αρέσει ο τρόπος που η νέα κοπέλα του Ρότζερ είναι προσκολλημένη πάνω του. |
σφραγίζω,επιθέτω σφραγίδα σεverbe transitif (une étiquette) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σφηνώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) James a logé (or: niché) la hachette dans la souche. Ο Τζέιμς σφήνωσε το τσεκουράκι στον κομμένο κορμό. |
εξαρτημένος(figuré) (από κπ) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Elle devient toujours collante juste avant mon départ. Πάντα φέρεται σαν να είναι εξαρτημένη από μένα μόλις πριν ταξιδέψω. |
κορνιζαρισμένοςlocution adjectivale (image) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
κολλητά(figuré) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κόλλα ταπετσαρίαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Une colle à papier peut te durer des semaines si tu penses à la reboucher. |
κολλάει στο μπροστινό αυτοκίνητο(οδηγός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ψαρόκολλα, ιχθυόκολλα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βιβλιοδεσίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le défaut des livres de poche au dos carré collé est que les feuillets se détachent si l'ouvrage a été trop manipulé. |
κόλλαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai utilisé un bâton de colle pour faire un collage. |
πιστόλι κόλλαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πιστόλι κόλλαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κόλλα ελαστικού
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ζούμε σαν αντρόγυνο, ζούμε σαν παντρεμένο ζευγάρι, ζούμε σαν παντρεμένος(εγώ και κάποιος άλλος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ils pourraient tout aussi bien se marier ; cela fait des années qu'ils vivent en concubinage. |
μένω μαζί(καθομιλουμένη) Ils ont emménagé ensemble dès qu'ils ont pu s'offrir un appartement. |
κορνιζαρισμένοςlocution adjectivale (image) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Trudy accrocha des tirages montés sur des passe-partout aux murs. Η Τρούντι κρέμασε μερικές κορνιζαρισμένες αφίσες στους τοίχους. |
κολλημένος(κυριολεκτικά: σε κτ) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Je n'arrive pas à prendre ce classeur : il est collé au bureau ! |
είμαι κολλημένος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) L'intrigue du roman n'avait pas de sens parce que plusieurs pages étaient collées. |
σπιτώνομαι με κπ(αργκό) Nina a emménagé avec Henry il y a 20 ans et même s'ils ne se sont jamais mariés, ils sont toujours ensemble. |
κολλημένος, προσηλωμένος(à un écran, télévision, ordinateur) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κολλημένος, εξαρτημένος(figuré) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Heather et Jamie sont amis, mais Jamie a l'air collé à Heather ; elle ne peut plus rien faire par elle-même. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του collé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του collé
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.