Τι σημαίνει το comme στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης comme στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του comme στο Γαλλικά.
Η λέξη comme στο Γαλλικά σημαίνει ως, όπως, καθώς, πόσο, τι, ό,τι, όπως, όπως, σαν, όπως, καθώς, όπως, εφόσον, αφού, όπως, όπως για παράδειγμα, σαν, σαν, είμαι, κάτι παρόμοιο, άτομα του ίδιου είδους με κπ, άτομα της ίδιας πάστας με κπ, αξιοσέβαστος, απαλός, μαλακός, πάμφτωχος, μούσκεμα, μουσκίδι, σατανικός, ευκολάκι, κατάλληλα, σωστά, κανονικά, σωστά, καθαρά, ξεκάθαρα, καλά, σωστά, ωραία, όμορφα, τρελά, παλαβά, βασιλικά, ηγεμονικά, μεγαλοπρεπώς, τρελά, γουστάρω, και γαμώ, μοναδικός, μυρίζω σαν, ξεσπώ σε γέλια, ξεγλιστρώ, δαιμονοποιώ, απρόσεχτος, χαλαρός, όμοιος με αλεπού, που σκάει, τρελά, σωστά, καλά, γοητευτικά, σαγηνευτικά, ζουμιά, τυπικός, -, πολύ, κινούμαι με μεγάλη ταχύτητα, κινούμαι με ιλιγγιώδη ταχύτητα, έτσι έχουν τα πράγματα, κόκκαλο, μούσκεμα, μουσκίδι, ψαρήσιος, ξεροκέφαλος, μελανός, μαύρος, τουίντ, πολύ αδύνατος, πολύ λεπτός, φίσκα, τίγκα, φουλ, λακωνικός, λιγομίλητος, ολιγόλογος, ακριβομίλητος, ιχθυοειδής, καννάβινος, σαν χαρτί, μικροκαμωμένος, σαυροειδής, όμοιος με γύπα, που μοιάζει με γύπα, σκυλοβαριέμαι, ξερός, πανεύκολος, ελεύθερο πουλί, κατάμαυρος, ίδιος και απαράλλαχτος, που βγάζει μάτι, που κάνει μπαμ, όμορφη σαν ζωγραφιά, κοντεύω να σκάσω, πανεύκολος, μούσκεμα, έτσι και έτσι, όπως θα έπρεπε να είναι, πονηρός σαν αλεπού, μαύρος σαν κατράμι, βαριεστημένος μέχρι θανάτου, έκπληκτος, κατάπληκτος, φιλικός, πεντακάθαρος, εντελώς, τελείως, σκληρός, ανθεκτικός, σκληροτράχηλος, ευκατάστατος, σε άριστη κατάσταση, παμπάλαιος, πανάρχαιος, πανάρχαιος, μούσκεμα, μουλιασμένος, καταμουσκεμένος, που κοιμάται βαθιά/του καλού καιρού, άσπρος σαν πανί, που θεωρείται δεδομένος, θεωρούμαι, πετάω, σκέτη γλύκα, τούβλο, θεόσταλτος, πατικωμένος, ξυράφι, σπίρτο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης comme
ωςconjonction Il se considère comme un grand photographe. |
όπως, καθώςconjonction (ainsi que) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Comme promis, voici les livres sur Shakespeare. Όπως υποσχέθηκα, να τα βιβλία για τον Σέξπιρ. |
πόσο, τι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Comme c'est gentil à vous ! Πόσο (or: Τι) ευγενικό εκ μέρους σου! |
ό,τι(de la façon) (αυτό που) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Faites comme je dis, pas comme je fais. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Φτιάξε το κουτί όπως σου έδειξα. |
όπωςpréposition (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Elle parle comme son frère. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μιλάει σαν τον αδερφό της. |
όπωςpréposition (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il a encore fait chaud aujourd'hui, comme il faut s'y attendre en été. Έκανε ξανά ζέστη σήμερα, όπως πρέπει να είναι το καλοκαίρι. |
σανpréposition Il a couru comme un fou. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έτρεχε σαν τρελός. |
όπωςpréposition (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Alors, tu cherches un nouveau défi ? Comme quoi par exemple ? // J'ai visité beaucoup de monuments célèbres pendant mon voyage en France, comme la tour Eiffel. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ψάχνεις για μια νέα πρόκληση; Σαν τι; |
καθώς, όπως(au moment où) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Alors qu'il grimpait à l'échelle, son marteau glissa de sa ceinture. Ενόσω ανέβαινε τη σκάλα, το σφυρί γλίστρησε από την ζώνη του. |
εφόσον, αφούconjonction (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Je t'ai fait du café, puisque (or: comme) tu n'aimes pas le thé. Σου έφτιαξα καφέ, μιας και δεν σου αρέσει το τσάι. |
όπωςconjonction (με ό,τι τρόπο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tu peux faire comme tu veux. Le tout, c'est que tu le fasses. Μπορείς να το κάνεις με όποιον τρόπο (or: με ό,τι τρόπο) θέλεις. Απλά καν' το! |
όπως για παράδειγμαconjonction (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle a beaucoup de qualités, comme l'intelligence et l'esprit. Έχει πολλά καλά προσόντα όπως για παράδειγμα εξυπνάδα και πνεύμα. |
σανconjonction (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tous les garçons veulent rencontrer une fille comme elle. Όλα τα αγόρια θέλουν να γνωρίσουν μια τέτοια κοπέλα. |
σανconjonction (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) C'était un casque, comme celui porté par les joueurs de football américain. Ήταν ένα κράνος σαν αυτό που φοράνε οι παίκτες του ράγκμπι. |
είμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ce n'était pas trop difficile pour un examen. |
κάτι παρόμοιο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
άτομα του ίδιου είδους με κπ, άτομα της ίδιας πάστας με κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ma mère m'a interdit de sortir avec des garçons dans son genre. Tu vas t'attirer des ennuis si tu traînes avec des gens dans son genre. |
αξιοσέβαστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jeannette est une jeune femme très respectable. Η Τζάνετ είναι μια ιδιαίτερα αξιοσέβαστη νεαρή κυρία. |
απαλός, μαλακός(littéraire) (υφή) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πάμφτωχος(familier) (πολύ φτωχός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ma famille était fauchée mais nous prenions toujours soin de notre apparence. |
μούσκεμα, μουσκίδι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Les filles sont rentrées complètement trempées de leur marche sous la pluie. |
σατανικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ευκολάκι(familier) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κατάλληλα, σωστάadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nous sommes à la recherche de candidats dûment qualifiés pour ce poste. Αναζητάμε κατάλληλα καταρτισμένους υποψηφίους γι' αυτή τη θέση. |
κανονικά, σωστά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La machine semble fonctionner correctement. Το μηχάνημα φαίνεται να λειτουργεί σωστά. |
καθαρά, ξεκάθαρα(se rappeler) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je me rappelle parfaitement notre visite en Colombie Britannique en 1907. Θυμάμαι καθαρά το ταξίδι μας στη Βρετανική Κολομβία το 1907. |
καλά, σωστά, ωραία, όμορφα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Essaye de bien te comporter lorsque ta grand-mère est là. |
τρελά, παλαβά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Elle est follement amoureuse de son mari. |
βασιλικά, ηγεμονικά, μεγαλοπρεπώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
τρελά(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le vent avait soufflé violemment toute la nuit. |
γουστάρω(familier : excité) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mark a fait des avances à Jennifer parce qu'il pensait qu'elle était chaude. |
και γαμώ(αργκό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) « Je vais me faire faire un nouveau tatouage ! », s'écria-t-elle. « Cool ! », lui ai-je répondu. |
μοναδικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μυρίζω σαν
Ce savon sent le bonbon. Αυτό το σαπούνι μυρίζει σαν γλυκό! |
ξεσπώ σε γέλια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεγλιστρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je me suis délibérément assis dans le fond de la salle, près de la porte, afin de pourvoir m'esquiver si la réunion était ennuyeuse. |
δαιμονοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απρόσεχτος, χαλαρός(άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le travail bâclé de Brian fait qu'il lui est difficile de garder un emploi. |
όμοιος με αλεπού
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που σκάει(καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τρελά(amoureux) (καθομ: πάρα πολύ) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sa performance a été follement excitante pour ses fans. Η παράστασή του ήταν τρελά συναρπαστική για τους οπαδούς του. |
σωστά, καλά(poliment) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je croyais que les enfants se comportaient très correctement. Νόμιζα ότι τα παιδιά συμπεριφέρθηκαν πολύ σωστά. |
γοητευτικά, σαγηνευτικά(figuré) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ζουμιά(familier) (ανεπίσημο, μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
τυπικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La nourrice anglaise était très correcte avec les enfants. |
-(familier) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) C'est un sacré grand chien qu'ils ont pour garder le portail. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα περάσαμε απίθανα στην παμπ. |
πολύ(populaire) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κινούμαι με μεγάλη ταχύτητα, κινούμαι με ιλιγγιώδη ταχύτητα(familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έτσι έχουν τα πράγματα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tu peux penser que ce n'est pas juste de ne pas avoir eu le poste, mais c'est comme ça. |
κόκκαλο(familier, argot) (αργκό, μεταφορικά) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) J'étais tellement bourré (or: pété) hier soir que je ne me souviens plus comment je suis rentré. Ήμουν τόσο κόκκαλο χτες το βράδυ που δεν θυμάμαι πως έφτασα σπίτι. |
μούσκεμα, μουσκίδι(personne) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Ο Μαρκ ήταν μούσκεμα αφού έπιασε ξαφνική νεροποντή. |
ψαρήσιος(γεύση, σχήμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ξεροκέφαλος(figuré, familier) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je dois bien avouer que mon mari est une vraie tête de mule parfois. |
μελανός, μαύροςlocution adjectivale (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τουίντlocution adjectivale (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) |
πολύ αδύνατος, πολύ λεπτός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φίσκα, τίγκα, φουλ(familier) (αργκό, ανεπίσημο) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
λακωνικός, λιγομίλητος, ολιγόλογος, ακριβομίλητοςlocution adjectivale (figuré) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quand je lui ai demandé avec qui elle sortait, elle est restée muette comme une carpe. |
ιχθυοειδής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καννάβινος(drogue) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σαν χαρτίlocution adjectivale (λεπτός, αδύναμος) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μικροκαμωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
σαυροειδής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
όμοιος με γύπα, που μοιάζει με γύπα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκυλοβαριέμαι(αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Assis en classe, il s'ennuyait à mourir devant le cours du professeur. Μου έδωσες την εντύπωση ότι έπληξες αφόρητα με την παράσταση. |
ξερός(μεταφορικά: βαθύς ύπνος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il a un sommeil de plomb, tu peux faire autant de bruit que tu veux. |
πανεύκολος(familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quand tu l'as fait plusieurs fois, c'est du gâteau ! |
ελεύθερο πουλίadjectif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand l'année scolaire sera finie, je serai libre comme l'air. |
κατάμαυρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Yolanda a des cheveux de jais. Τα μαλλιά της Γιολάντας είναι κατράμι. |
ίδιος και απαράλλαχτοςlocution verbale (είμαι) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Ces deux petites filles se ressemblaient comme deux gouttes d'eau. |
που βγάζει μάτι, που κάνει μπαμ(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Après sa chute, les bosses sur sa tête étaient bien visibles. Μετά από εκείνο το πέσιμο τα καρούμπαλα στο κεφάλι του έβγαζαν μάτι. |
όμορφη σαν ζωγραφιάlocution adjectivale (μόνο θηλυκό) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
κοντεύω να σκάσωlocution adjectivale (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je suis excité comme une puce : j'ai hâte de te raconter la bonne nouvelle ! |
πανεύκολος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Apprendre à faire du pop-corn à la maison est tout simple (or: simple comme bonjour). |
μούσκεμαlocution adjectivale (fig, vieilli) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
έτσι και έτσι(καθομιλουμένη) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Le déjeuner était moyen. Peut-être que le dîner sera meilleur. |
όπως θα έπρεπε να είναι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) À l'issue de son inspection elle constata que tout était en ordre. |
πονηρός σαν αλεπούadjectif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μαύρος σαν κατράμιlocution adjectivale (μεταφορικά) Dans la grotte, il faisait noir comme dans un four. |
βαριεστημένος μέχρι θανάτου(familier) (μεταφορικά) Je m'ennuyais comme un rat mort devant le documentaire sur la pêche et avais hâte qu'il se termine. |
έκπληκτος, κατάπληκτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Σας ευχαριστώ θερμά για τα πλουσιοπάροχα δώρα σας! Δεν έχω λόγια! |
φιλικός(familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) À chaque fois que tu es comme cul et chemise avec moi, c'est pour m'emprunter de l'argent. |
πεντακάθαρος(figuré) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εντελώς, τελείως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mais c'est complètement débile : tu ne peux pas faire pousser des bananes dans le désert ! |
σκληρός, ανθεκτικός, σκληροτράχηλοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je n'arrive pas à casser la glace, elle est dure comme de la pierre. |
ευκατάστατος(figuré) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Depuis que j'ai gagné au loto, je vis comme un coq en pâte. |
σε άριστη κατάστασηlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je n'achète des objets d'occasion que s'ils sont comme neufs. |
παμπάλαιος, πανάρχαιοςlocution adjectivale (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πανάρχαιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μούσκεμα, μουλιασμένος, καταμουσκεμένος(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'avais oublié mon parapluie et je suis arrivé à la maison trempé. |
που κοιμάται βαθιά/του καλού καιρούlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Όταν κοιμούνται βαθιά τα παιδιά μου μοιάζουν με αγγελούδια. Πίστευα πως το φτέρνισμα μου θα την ξυπνούσε αλλά κοιμόταν του καλού καιρού (or: κοιμόταν βαθιά). |
άσπρος σαν πανίlocution adjectivale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) On dirait que tu as vu un fantôme : tu es blanc comme un linge ! |
που θεωρείται δεδομένοςadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Comme elle s'est toujours rendue disponible pour lui, elle a toujours été considérée comme acquise à ses yeux et il ne s'est pas battu pour elle. |
θεωρούμαι
(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) Il était considéré comme un bon élève jusqu'à ce qu'on le retrouve avec de la drogue. |
πετάωadjectif (αργκό, μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σκέτη γλύκαadjectif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Notre petite voisine est jolie comme un cœur avec ses boucles blondes et son nez retroussé. |
τούβλοadjectif (vulgaire) (μεταφορικά, καθομ) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) |
θεόσταλτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Après la longue sécheresse, les agriculteurs se sont réjouis de la pluie qui était comme un don tombé du ciel. |
πατικωμένοςadjectif (familier : cheveux) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Tu as les cheveux comme un paillasson ! Comment vas-tu faire pour te coiffer ? |
ξυράφι, σπίρτοadjectif (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του comme στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του comme
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.