Τι σημαίνει το blessé στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης blessé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του blessé στο Γαλλικά.
Η λέξη blessé στο Γαλλικά σημαίνει λαβώνω, τραυματίζω, τραυματίζω, πληγώνω, πληγώνω, πληγώνω, πονάω, πληγώνω, προκαλώ αιματοχυσία, στενοχωρώ, θλίβω, λυπώ, χτυπάω, χτυπώ, προσβάλλω, εκνευρίζω, πειράζω, πληγώνω συναισθηματικά, σαραβαλιάζω, τραυματισμένος, πληγωμένος, τραυματισμένος, τραυματισμένος, χτυπημένος, πληγωμένος, τραυματισμένος, πληγωμένος, πληγωμένος, θύμα, θύμα, θύμα, ταραγμένος, συγχυσμένος, αναστατωμένος, προσβεβλημένος, -, που έχει σακατευτεί, άρρωστος, κουτσός, κουτσός, τραυματίζομαι σε κτ, καρφώνω με τα κέρατα, επώδυνος, οδυνηρός, τραυματίζομαι, τραυματίζω, πληγώνω, πληγώνω, πυροβολώ κπ/κτ σε κτ, τραυματίζω, τραυματίζομαι στο ισχίο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης blessé
λαβώνω(λόγιος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τραυματίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La chute a grièvement blessé la vieille dame. Η πτώση τραυμάτισε σοβαρά την ηλικιωμένη κυρία. |
τραυματίζωverbe transitif (physiquement) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'explosion de la bombe a blessé de nombreuses personnes. Η έκρηξη της βόμβας τραυμάτισε πολλούς ανθρώπους. |
πληγώνωverbe transitif (figuré : offenser, affecter) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les mots méchants de Mark ont blessé Paul. Τα σκληρά λόγια του Μαρκ πλήγωσαν τον Πωλ. |
πληγώνω(figuré : émotionnel) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les commentaires de Georges ont blessé l'orgueil de Jane. Τα σχόλια του Τζορτζ πλήγωσαν την περηφάνια της Τζέιν. |
πληγώνω, πονάωverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les paroles de Jessica ont blessé Dawn. |
πληγώνωverbe transitif (figuré) (μτφ: αισθήματα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Emily avait blessé Jessica dans son orgueil en gagnant cette partie d'échecs. |
προκαλώ αιματοχυσία
|
στενοχωρώ, θλίβω, λυπώverbe transitif (προκαλώ στενοχώρια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χτυπάω, χτυπώ(τραυματίζομαι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ne va pas te faire du mal (or: te blesser) durant cette randonnée. Μην χτυπήσεις στην πεζοπορία. |
προσβάλλωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Matthew a blessé Susan avec ses remarques désobligeantes. |
εκνευρίζω, πειράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bien sûr, tu n'es pas une mauvaise personne ; Neil a simplement dit ça pour te contrarier parce qu'il sait que tout le monde t'aime plus que lui. Φυσικά και δεν είσαι απαίσιο άτομο. Ο Νηλ απλά το είπε για να σε εκνευρίσει γιατί ξέρει πως όλοι σε πάνε περισσότερο από εκείνον. |
πληγώνω συναισθηματικά(moralement) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σαραβαλιάζω(une personne) (ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τραυματισμένοςadjectif (physiquement) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le joueur blessé a dû quitter le match. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο λαβωμένος ήρωας ξεψύχησε μετά τη μάχη. |
πληγωμένος(psychologiquement) (μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) L'enfant blessé a éclaté en sanglots. Το πληγωμένο παιδί ξέσπασε σε κλάματα. |
τραυματισμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Les soldats blessés ont été renvoyés chez eux. Οι τραυματισμένοι στρατιώτες στάλθηκαν πίσω στην πατρίδα. |
τραυματισμένος, χτυπημένος, πληγωμένοςadjectif (άτομο, σώμα) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Les passagers blessés ont été conduits à l'hôpital par ambulance. Οι τραυματισμένοι επιβάτες οδηγήθηκαν στο νοσοκομείο με ασθενοφόρο. |
τραυματισμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
πληγωμένοςadjectif (psychologiquement) (μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) James s'est senti blessé lorsque Amanda lui a dit que son roman était pourri. Ο Τζέιμς αισθάνθηκε πληγωμένος όταν η Αμάντα είπε ότι το μυθιστόρημά του δεν ήταν καλό. |
πληγωμένοςadjectif (μεταφορικά: αισθήματα) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Elle s'est sentie un peu blessée dans son ego lorsque le public de Woking l'a huée. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο πληγωμένος μου εγωισμός στάθηκε η αιτία για την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά μου. |
θύμα(accident) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
θύμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le champ de bataille était jonché de blessés, dont beaucoup appelaient à l'aide. Στο πεδίο μάχης υπήρχαν διάσπαρτοι τραυματίες, πολλοί από τους οποίους καλούσαν για βοήθεια. |
θύμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'explosion de gaz a fait cinq morts et au moins 100 blessés. Η έκρηξη αερίου προκάλεσε τον θάνατο πέντε ατόμων και υπήρχαν τουλάχιστον 100 τραυματίες. |
ταραγμένος, συγχυσμένος, αναστατωμένος(tristesse surtout) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Elle était contrariée (or: affectée) par l'attitude de ses amis. Ήταν ταραγμένη για τις πράξεις της φίλης της. |
προσβεβλημένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le client offensé exige des excuses du responsable du magasin. |
-(Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Είναι τόσο ευαίσθητος που συχνά πληγώνονται τα αισθήματά του. |
που έχει σακατευτείadjectif (personne) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle était bien amochée quand nous l'avons retrouvée après sa chute depuis les rochers. Είχε σακατευτεί για τα καλά όταν την βρήκαμε μετά την πτώση της από τα βράχια. |
άρρωστος(personne) (άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Bill a raté la fête parce qu'il était malade. Ο Καρλ περπατάει αργά επειδή το γόνατό του είναι σακατεμένο. |
κουτσός(pied,...) (πόδι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il ne peut pas courir tant que sa jambe boiteuse n'est pas guérie. Δεν μπορεί να τρέξει μέχρι να γίνει καλά το κουτσό του πόδι. |
κουτσός(pied,...) (πόδι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τραυματίζομαι σε κτ(à soi-même) Il s'est fait mal (or: Il s'est blessé) à la jambe et a dû quitter le match. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Λαβώθηκε βαριά στο χέρι, αλλά συνέχισε τον αγώνα. |
καρφώνω με τα κέρατα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le taureau encorna le toréador. |
επώδυνος, οδυνηρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Peter a subi une blessure douloureuse lors de l'accident. Ο Πήτερ υπέστη ένα επώδυνη τραύμα στο ατύχημα. Έκοψα το δάκτυλό μου και πονάει πολύ. |
τραυματίζομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τραυματίζω, πληγώνωverbe pronominal (personne) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mike s'est blessé à la jambe en tombant dans l'escalier. Ο Μάικ τραυμάτισε το πόδι του όταν έπεσε από τις σκάλες. |
πληγώνωverbe transitif (figuré : vexer, offenser) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le refus de Pam a blessé Jim dans son orgueil. Η απόρριψη του Τζιμ από την Παμ πλήγωσε τον εγωισμό του. |
πυροβολώ κπ/κτ σε κτ
Le soldat a été blessé (par balle) à la jambe. Ο στρατιώτης δέχθηκε πυροβολισμό στο πόδι. |
τραυματίζω(un oiseau) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La balle a blessé l'oiseau à l'aile mais ne l'a pas tué. |
τραυματίζομαι στο ισχίοlocution verbale (un animal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του blessé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του blessé
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.