Τι σημαίνει το andar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης andar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του andar στο πορτογαλικά.

Η λέξη andar στο πορτογαλικά σημαίνει -, περπατάω, περπατώ, τριγυρνώ, τριγυρίζω, πηγαίνω με κτ, κάνω παρέα με κπ, όροφος, κουνήσου, ξεκουβάλα, περπατάω, όροφος, βήμα, όροφος, ρυθμός, βλέπω, περπατώ, κρατιέμαι χέρι-χέρι, το κόβω με τα πόδια, όροφος, ιππεύω, καβαλικεύω, καβαλάω, κινούμαι πάνω σε ρόδες, προχωρώ αργά και σταθερά, κάνω βήματα, ιππασία, βόλτα στους ώμους, μαγκιά, τελευταίος όροφος, κίνηση με τροχοφόρο, βιάζομαι, κάνω περίπατο, κάνω έναν περίπατο, καμαρωτό περπάτημα, καμαρωτό βάδισμα, κάνω παρέα με κπ, οδηγώ, περπατάω με ελαφρά βήματα, περπατάω με βαριά βήματα, περπατάω βαριά, πανεύκολος, κάτω, περπάτημα, βάδισμα, ισόγειο, ιππασία, ιππασία, επάνω όροφος, επάνω όροφος, τζετ σκι, ράφτινγκ σε ορμητικά νερά, rafting σε ορμητικά νερά, τζετ σκι, ψηλότερος όροφος, τελευταίος όροφος, inline skating, ισόγειο, ισόγειος, είμαι άρρηκτα συνδεδεμένος, το κόβω με τα πόδια, υπακούω κανονισμούς, πλησιάζω, πάω κοντά, προσέχω, κάνω ποδήλατο, βγάζω τον σκύλο βόλτα, ακροβατώ σε τεντωμένο σχοινί, κάνω πράξη τα λεγόμενά μου, περπατάω στη σανίδα, πάω για καγιάκ, περπατάω, περπατώ, καλπάζω, περπατάω βαριά, κάνω ποδήλατο χωρίς πετάλι, δρασκελίζω, περπατάω πλάγια, τρέχω αδέξια, τρέχω άχαρα, περπατώ αδέξια, κινούμαι γρήγορα, περπατάω με το κεφάλι ψηλά, μπαίνω στον ίσιο δρόμο, περιφέρομαι, περιπλανώμαι, τριγυρίζω, περιφέρομαι, παίζω, πλησιάζω αθόρυβα, συναναστρέφομαι, κατεβαίνω, στον κάτω όροφο, βιάζομαι, περιπατητικός, τα χαμηλά, ισόγειο, πηγαινέλα, κύριος όροφος, που βρίσκεται στον πρώτο όροφο, φεύγω/απομακρύνομαι θυμωμένα, πηγαίνω με το γράμμα του νόμου, μένω στον σωστό δρόμο, κάνω ωτοστόπ, οδηγώ μοτοποδήλατο, κάνω έλκηθρο, κάνω σκέιτ, κάνω σκέιτμπορντ, περπατάω στα νύχια των ποδιών, -, κάνω πατινάζ, προχωράω προσεκτικά, βαδίζω προσεκτικά, περπατώ κατά μήκος, κάθομαι, αράζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης andar

-

(ter como companhia) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ele anda com o tipo errado de pessoas.
Κάνει παρέα με λάθος άτομα.

περπατάω, περπατώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Você gostaria de dirigir ou andar?
Προτιμάς να οδηγείς ή να περπατάς;

τριγυρνώ, τριγυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πηγαίνω με κτ

(de bicicleta)

Ele anda de bicicleta todos os dias.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πηγαίνει καθημερινά με το ποδήλατο στο σχολείο.

κάνω παρέα με κπ

(ter amizade com)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όροφος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Londres é famosa pelos ônibus de dois andares.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ποιον όροφο προτιμάς όταν παίρνεις το λεωφορείο;

κουνήσου, ξεκουβάλα

(apressar-se) (αργκό)

περπατάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Apesar de ter 98 anos, meu avô ainda anda como se tivesse metade da sua idade.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Παρά το ατύχημα της, η γιαγιά μου κυκλοφορεί κανονικότατα.

όροφος

substantivo masculino (edifício)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Αυτό το κτίριο έχει πέντε ορόφους.

βήμα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Você ver o balançar no andar dele depois daquele encontro.

όροφος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Quantos andares tem aquele prédio?

ρυθμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A ginga com a qual fugiu o batedor de carteiras surpreendeu o policial.

βλέπω

(manter contato constante)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você tem andado bastante com aqueles garotos, não?
Βλέπεις συχνά τα παιδιά τελευταία, έτσι δεν είναι;

περπατώ

(a pé)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O carro quebrou, então teremos que andar.

κρατιέμαι χέρι-χέρι

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

το κόβω με τα πόδια

(gíria) (ανεπίσημο, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hanna furou o pneu, por isso ela teve de andar para o trabalho.
Της Χάννα της έσκασε το λάστιχο, και έτσι έπρεπε να πάει με τα πόδια στη δουλειά της.

όροφος

substantivo masculino (κτίριο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Moro no primeiro andar do meu prédio.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αυτό το κτίριο έχει πέντε πατώματα.

ιππεύω, καβαλικεύω, καβαλάω

(animal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Θα καβαλικεύσω την καμήλα.

κινούμαι πάνω σε ρόδες

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προχωρώ αργά και σταθερά

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω βήματα

locução verbal (basquete)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O jogador de basquete ia marcar, mas ele andou com a bola.

ιππασία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Maggie gosta de equitação e cavalga todo dia.
Η Μάγκι απολαμβάνει την ιππασία και βγαίνει βόλτες με το άλογό της κάθε μέρα.

βόλτα στους ώμους

(BRA: informal, andar nas costas de outro)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαγκιά

(BRA)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mesmo que ele esteja longe, eu sei que aquele é John; eu reconheceria sua ginga em qualquer lugar.
Παρόλο που είναι μακριά ξέρω ότι αυτός είναι ο Τζον· θα γνώριζα παντού το μάγκικο περπάτημά του.

τελευταίος όροφος

(local mais alto de um edifício) (κτιρίου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κίνηση με τροχοφόρο

(informal)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω περίπατο

(passear)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω έναν περίπατο

(andar em passo vagaroso e tranquilo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καμαρωτό περπάτημα, καμαρωτό βάδισμα

Os colegas de Nina podiam dizer, pelo seu pavoneio, que ela estava satisfeita consigo mesma.
Οι συνάδελφοι της Νίνας καταλάβαιναν από το καμαρωτό περπάτημά της πως αισθανόταν ευχαριστημένη με τον εαυτό της.

κάνω παρέα με κπ

(καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οδηγώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dirigimos por 80 quilômetros, mas depois o carro quebrou.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Είχα κάνει 10 χιλιόμετρα όταν μου έσκασε το λάστιχο του ποδηλάτου.

περπατάω με ελαφρά βήματα

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περπατάω με βαριά βήματα, περπατάω βαριά

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πανεύκολος

(figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κάτω

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Raquel correu para o andar de baixo para abrir a porta para os convidados.
Η Ρέιτσελ έτρεξε κάτω για ν' ανοίξει στους καλεσμένους της.

περπάτημα, βάδισμα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ben vestiu um suporte em sua perna para corrigir sua passada.

ισόγειο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Prédios comerciais normalmente têm lojas no andar térreo. A cafeteria fica no primeiro andar, logo depois da recepção.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τα κτίρια γραφείων συχνά έχουν μαγαζιά στο ισόγειο. Η καφετέρια βρίσκεται στο ισόγειο, ακριβώς έξω απ' την αίθουσα αναμονής.

ιππασία

(atividade)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eu adoro andar a cavalo, mas meus músculos doem depois.
Μου αρέσει η ιππασία, αλλά μετά πονάνε οι μύες μου.

ιππασία

expressão verbal (atividade)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Uma das minhas atividades de verão favoritas é andar a cavalo.
Μία από τις αγαπημένες μου καλοκαιρινές δραστηριότητες ήταν η ιππασία.

επάνω όροφος

(nível superior de um ônibus) (λεωφορείου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

επάνω όροφος

(andar superior de um ônibus ou embarcação)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τζετ σκι

expressão verbal

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ράφτινγκ σε ορμητικά νερά, rafting σε ορμητικά νερά

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τζετ σκι

(esporte aquático: andar de jet ski) (ενέργεια: θαλάσσιο άθλημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ψηλότερος όροφος

substantivo masculino (andar superior de um edifício)

τελευταίος όροφος

substantivo masculino (andar superior de um edifício)

inline skating

(patins)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ισόγειο

ισόγειος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο Μπράιαν έμενε σε ένα ισόγειο διαμέρισμα.

είμαι άρρηκτα συνδεδεμένος

expressão (figurado: associado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Για πολύ κόσμο το τσιγάρο και το ποτό πάνε πακέτο. Για πολύ κόσμο το τσιγάρο πάει πακέτο με το ποτό.

το κόβω με τα πόδια

locução verbal (caminhar) (ανεπίσημο, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπακούω κανονισμούς

(seguir as regras)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πλησιάζω, πάω κοντά

(aproximar-se a pé)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προσέχω

(ter cuidado onde pisa)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω ποδήλατο

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você nunca esquece como andar de bicicleta.
Ποτέ δεν ξεχνάς πως να κάνεις ποδήλατο.

βγάζω τον σκύλο βόλτα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Passeio com o cachorro todo dia.
Βγάζω τον σκύλο βόλτα κάθε μέρα.

ακροβατώ σε τεντωμένο σχοινί

(estar em situação precária) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω πράξη τα λεγόμενά μου

(fazer como alguém diz e se orgulha por isso)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περπατάω στη σανίδα

expressão verbal (πλοίο: κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάω για καγιάκ

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περπατάω, περπατώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pisei com cuidado ao passar pelo chão escorregadio. Você pisou por todo o tapete com suas botas enlameadas.
Περπατούσα με προσοχή ενώ διέσχιζα το ολισθηρό έδαφος.

καλπάζω

expressão verbal (cavalo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περπατάω βαριά

κάνω ποδήλατο χωρίς πετάλι

locução verbal (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δρασκελίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περπατάω πλάγια

τρέχω αδέξια, τρέχω άχαρα

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περπατώ αδέξια

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κινούμαι γρήγορα

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περπατάω με το κεφάλι ψηλά

(ser orgulhoso) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπαίνω στον ίσιο δρόμο

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Depois de sair da prisão, Alan estava determinado a andar na linha.

περιφέρομαι, περιπλανώμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τριγυρίζω, περιφέρομαι

locução verbal (κοντά σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παίζω

expressão (informal, figurado) (μεταφορικά: με κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πλησιάζω αθόρυβα

Quando Gary andou de fininho e bateu no meu ombro, eu pulei.
Πετάχτηκα όταν ο Γκάρι πλησίασε αθόρυβα και με ακούμπησε στον ώμο.

συναναστρέφομαι

(informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατεβαίνω

(a pé) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Siga pela rua Elm e então vire à esquerda na esquina.
Κατέβα την οδό Έλμ και μετά στρίψε αριστερά στη γωνία.

στον κάτω όροφο

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
A casa tem um banheiro no andar de baixo e um no andar de cima.
Το σπίτι έχει ένα μπάνιο στον κάτω όροφο καθώς επίσης και ένα στον επάνω όροφο.

βιάζομαι

(com pouco tempo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A editora estava com pressa para preparar o livro a tempo do período antes do natal.
Ο εκδότης βιάζονταν να ετοιμάσει εγκαίρως το βιβλίο για την περίοδο πριν από τα Χριστούγεννα.

περιπατητικός

adjetivo (επίσημο: ιατρική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τα χαμηλά

(figurado, trabalho nível inferior) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ξεκίνησε από τα χαμηλά και με τη δουλειά του ανέβηκε στην ιεραρχία.

ισόγειο

(andar no nível do solo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Τα μαγειρικά σκεύη βρίσκονται στο ισόγειο σε αυτό το μαγαζί. Τα περισσότερα κτίρια έχουν είσοδο στο ισόγειο.

πηγαινέλα

expressão verbal (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κύριος όροφος

που βρίσκεται στον πρώτο όροφο

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φεύγω/απομακρύνομαι θυμωμένα

(informal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ela ficou tão brava com o marido depois da discussão deles que saiu de casa pisando duro.
Ήταν τόσο νευριασμένη με τον σύζυγό της μετά τον καυγά τους που έφυγε θυμωμένα από το σπίτι.

πηγαίνω με το γράμμα του νόμου

expressão verbal (comportar-se de maneira social e moralmente aceitável) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μένω στον σωστό δρόμο

expressão (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω ωτοστόπ

(BRA)

οδηγώ μοτοποδήλατο

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω έλκηθρο

(διαδικασία)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Andamos de trenó morro abaixo a tarde toda.
Κάναμε έλκηθρο στον λόφο όλο το απόγευμα.

κάνω σκέιτ, κάνω σκέιτμπορντ

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Simon e Jake gostam de andar de skate para a escola quando o tempo está bom.
Στον Σάιμον και τον Τζέικ αρέσει να πηγαίνουν με τα σκέιτμπορντ στο σχολείο όταν έχει καλό καιρό.

περπατάω στα νύχια των ποδιών

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

-

locução verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κάνω πατινάζ

expressão verbal

προχωράω προσεκτικά, βαδίζω προσεκτικά

Προχώρα προσεκτικά για να μην ενοχλήσεις τα ζώα.

περπατώ κατά μήκος

(andar pela extensão de algo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάθομαι, αράζω

expressão verbal (ανεπίσημο, αποδοκιμασίας)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του andar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του andar

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.