Τι σημαίνει το wrap στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης wrap στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του wrap στο Αγγλικά.

Η λέξη wrap στο Αγγλικά σημαίνει τυλίγω, τυλίγω κτ με κτ, τυλίγω κτ σε κτ, τυλίγω, τυλίγω κτ σε κτ, τυλίγω κτ με κτ, τυλίγω κπ σε κτ, τυλιχτό σάντουιτς, σάλι, καλύπτω, σκεπάζω, τυλίγω, τυλίγω, τελειώνω, τυλίγομαι, ντύνομαι ζεστά, ντύνομαι καλά, ντύνομαι ζεστά, αεροπλάστ, περιτύλιγμα δώρου, τυλίγω σε συσκευασία δώρου, δίνω κτ στο πιάτο, πλαστική μεμβράνη, ζελατίνη, μεμβράνη, τυλίγω με μεμβράνη, τυλίγω σε μεμβράνη, Τελειώσαμε, υγρό επίθεμα, αναδίπλωση λέξεων, τυλίγω, κρουαζέ φόρεμα, επισκόπηση, ολοκλήρωση, θετική κριτική, της ολοκλήρωσης, της λήξης, κρουαζέ, περιμετρικός, περιμετρικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης wrap

τυλίγω

transitive verb (gift: cover with paper)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ellen wrapped Olivia's birthday present.
Η Έλεν τύλιξε το δώρο γενεθλίων της Ολίβια.

τυλίγω κτ με κτ, τυλίγω κτ σε κτ

(gift: cover)

Peter wrapped his Christmas presents in shiny paper.
Ο Πίτερ τύλιξε τα χριστουγεννιάτικα δώρα του σε γυαλιστερό χαρτί.

τυλίγω

transitive verb (enclose)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alan wrapped the leftovers and put them in the fridge.
Ο Άλαν τύλιξε το φαγητό που περίσσεψε και το έβαλε στο ψυγείο.

τυλίγω κτ σε κτ, τυλίγω κτ με κτ

(cover, enclose in [sth])

Rachel wrapped some salad in a tortilla for lunch.
Η Ρέιτσελ τύλιξε λίγη σαλάτα μέσα σε μια τορτίγια για μεσημεριανό.

τυλίγω κπ σε κτ

(envelop, clothe in [sth])

Emily wrapped her baby in a towel and put talc on his feet.

τυλιχτό σάντουιτς

noun (type of sandwich)

Ned ate a falafel wrap for lunch.
Ο Νεντ έφαγε ένα wrap με φαλάφελ για μεσημεριανό.

σάλι

noun (shawl)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The evening was a little chilly, so Imogen pulled a wrap around her shoulders.
Η βραδιά ήταν λιγάκι δροσερή και έτσι η Ίμογκεν έριξε ένα σάλι γύρω από τους ώμους της.

καλύπτω, σκεπάζω, τυλίγω

phrasal verb, transitive, separable (cover, envelop)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll wrap it up securely and put it in the post to you.
Θα το τυλίξω καλά και θα σου το στείλω με το ταχυδρομείο.

τυλίγω

phrasal verb, transitive, separable (gift-wrap, turn into a parcel)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I have to wrap up the birthday presents.
Πρέπει να τυλίξω τα δώρα γενεθλίων.

τελειώνω

phrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (complete, summarize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's wrap the meeting up - I have a plane to catch.
Ας τελειώσουμε τη σύσκεψη, πρέπει να προλάβω το αεροπλάνο.

τυλίγομαι, ντύνομαι ζεστά

phrasal verb, intransitive (figurative, informal (dress in warm clothing)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Wrap up if you're going outside – you don't want to catch a cold.
Ντύσου ζεστά εάν βγεις έξω, δεν λέει να κρυώσεις.

ντύνομαι καλά, ντύνομαι ζεστά

(informal (dress in warm clothing)

αεροπλάστ

(protective padding)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

περιτύλιγμα δώρου

noun (decorative wrapping paper)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I need to buy some gift wrap for the Christmas presents.

τυλίγω σε συσκευασία δώρου

transitive verb (wrap in decorative paper)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's a present - could you gift-wrap it for me please?

δίνω κτ στο πιάτο

transitive verb (figurative, informal (allow or grant a benefit) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We gift-wrapped the other team's first victory by playing so badly.

πλαστική μεμβράνη

noun (transparent film for wrapping food)

ζελατίνη, μεμβράνη

noun (transparent film for wrapping food)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τυλίγω με μεμβράνη, τυλίγω σε μεμβράνη

transitive verb (food: wrap in transparent film)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Τελειώσαμε

interjection (figurative, slang (the job is finished)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"That's a wrap," the boss announced, at the end of the project.

υγρό επίθεμα

noun (compress for treating skin conditions)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αναδίπλωση λέξεων

noun (computing: continuing text on new line)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τυλίγω

verbal expression (cover, envelop with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I wrapped ribbon around it to make it look pretty.

κρουαζέ φόρεμα

noun (women's garment with wrapover front)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επισκόπηση

noun (final summary)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ολοκλήρωση

noun (concluding of [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θετική κριτική

noun (AU, slang (enthusiastic recommendation)

της ολοκλήρωσης, της λήξης

adjective (relating to the end or final summary)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρουαζέ

adjective (folding round the body) (φούστα, μπλούζα, φόρεμα)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Sarah was wearing a wraparound shawl.

περιμετρικός

adjective (curving at the edges)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There is a large wraparound mural painted on one of the walls of our school.

περιμετρικός

adjective (porch, etc.: on multiple sides)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Our new house has a wraparound deck on two sides.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του wrap στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του wrap

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.