Τι σημαίνει το whole στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης whole στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του whole στο Αγγλικά.

Η λέξη whole στο Αγγλικά σημαίνει όλος, ολόκληρος, όλος, ολόκληρος, ολόκληρος, σύνολο, ακέραιος, άθικτος, σώος, σύνολο, ολόκληρος, το παιχνίδι έχει αλλάξει, νέα εμπειρία, γενικά, εν γένει, στο σύνολο, συνολικά, δεν κάνω μισές δουλειές, σε όλο τον κόσμο, συνολικά, συνολικά, γενικά, όλο το πακέτο, όλο το πακέτο, όλη την αλήθεια, ολικό αίμα, από τους ίδιους γονείς, αποκύημα φαντασίας, κατασκεύασμα φαντασίας, ολικής αλέσεως, πλήρες γάλα, ολόκληρο, ακέραιος αριθμός, όλο το πακέτο, συνεχώς, σιτάρι ολικής άλεσης, σιτάρι ολικής αλέσεως, ολόψυχος, ολικής αλέσεως, ολικής άλεσης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης whole

όλος, ολόκληρος

adjective (entire)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I ate the whole hamburger.
Έφαγα όλο (or: ολόκληρο) το χάμπουργκερ.

όλος, ολόκληρος

adjective (total)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We have paid the whole amount.
Πληρώσαμε το συνολικό ποσό.

ολόκληρος

adjective (undivided, complete)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My mother gave me the whole set of crockery, instead of splitting it between my sister and me.
Η μητέρα μου μού έδωσε ολόκληρο το σετ πιατικών αντί να το μοιράσει ανάμεσα σε μένα και την αδερφή μου.

σύνολο

noun (entirety)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The whole of the company will be there for the ceremony.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ολάκερο το χωρίο πήγε στην εκκλησία.

ακέραιος, άθικτος, σώος

adjective (undamaged)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This carton can be dropped onto concrete and its eggs will still be whole, with not a single crack.
Αυτή η συσκευασία μπορεί να πέσει σε τσιμέντο και τα αυγα να παραμείνουν ολόκληρα, χωρίς το παραμικρό ράγισμα.

σύνολο

noun (complete entity)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The whole is greater than the sum of its parts.
Το σύνολο είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των μερών του.

ολόκληρος

noun (unitary assemblage)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We will take the package as a whole.

το παιχνίδι έχει αλλάξει

noun (US, informal, figurative (changed situation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That puts matters in a different light. It's a brand new ball game now.

νέα εμπειρία

noun (figurative (unfamiliar experience)

Retirement is certainly a whole new world; there's so much to get used to.
Η σύνταξη είναι μεγάλη αλλαγή, είναι πολλά αυτά που πρέπει να συνηθίσει κανείς.

γενικά, εν γένει, στο σύνολο, συνολικά

adverb (all considered together)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Some students need to improve, but the class as a whole is very good.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μερικοί παίκτες δεν είναι πολύ καλοί, αλλά η ομάδα στο σύνολό της έχει καλές επιδόσεις.

δεν κάνω μισές δουλειές

verbal expression (informal (do thoroughly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε όλο τον κόσμο

adverb (anywhere on earth)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you could go anywhere in the whole wide world, where would you go first?

συνολικά

adverb (entirely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

συνολικά, γενικά

adverb (overall)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

όλο το πακέτο

noun (US, slang (everything) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Give me a shampoo, haircut, permanent, and facial; I want the whole ball of wax.

όλο το πακέτο

noun (US, slang, figurative (all of [sth]) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όλη την αλήθεια

noun (the full truth)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We'll never know the whole story about what she did that night.

ολικό αίμα

noun (blood directly from body)

από τους ίδιους γονείς

expression (formal (sharing both parents)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
All four of them are siblings of the whole blood.
Και τα τέσσερα αδέρφια τους έχουν τους ίδιους γονείς.

αποκύημα φαντασίας, κατασκεύασμα φαντασίας

noun (figurative (pure fabrication: fiction, invention)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ολικής αλέσεως

adjective (cereal: retaining bran and germ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alicia prefers wholegrain products as the husks provide fibre and other health benefits.

πλήρες γάλα

noun (full-fat milk)

Whole milk is far more fattening than skimmed milk. Whole milk is too rich for me; I prefer milk with less fat.

ολόκληρο

noun (music)

Take care not to rush that whole note when singing that phrase.

ακέραιος αριθμός

noun (mathematics: integer)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The set of evens, together with the set of odds, form the set of whole numbers.

όλο το πακέτο

noun (informal ([sth] in its entirety) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Rupert has a great life: a high-paying job, a nice car, a beautiful wife--the whole shebang!

συνεχώς

noun (entire duration)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σιτάρι ολικής άλεσης, σιτάρι ολικής αλέσεως

noun (whole grain)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
All our bread is made using whole wheat.

ολόψυχος

adjective (sincere, heartfelt)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The players made a wholehearted effort to try to win the game.

ολικής αλέσεως, ολικής άλεσης

noun as adjective (containing wheat kernel)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Wholewheat bread has a lot more flavour than white bread.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του whole στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του whole

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.