Τι σημαίνει το voie στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης voie στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του voie στο Γαλλικά.

Η λέξη voie στο Γαλλικά σημαίνει δίαυλος ναυσιπλοΐας, λωρίδα, μονοπάτι, γωνιά, φωλιά, οδός, μετατρόχιο, παράδρομος, αποβάθρα, αυτοκινητόδρομος, διαδρομή, πορεία, μονοπάτι, παραπομπή, βλέπω, φροντίζω, προβλέπω, βλέπω, έχω παραισθήσεις, βλέπω, σκέφτομαι, βλέπω, διακρίνω, βλέπω, βλέπω, -, βλέπω, βλέπω, καταλαβαίνω, εξέταση, βλέπω, βλέπω, βρίσκω αποδεκτό, θεωρώ αποδεκτό, θεωρώ, βλέπομαι, βρίσκομαι, βλέπω, βλέπω, βλέπω, προσέχω, αναγνωρίζω, βλέπω, βλέπω, επισκέπτομαι, κοιτώ, κοιτάζω, αναλύω, βλέπω, βλέπω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, τα λέω με κπ, φαντάζομαι, βλέπω, από το στόμα, σιδηρόδρομος, υπέρ-αυτοκινητόδρομος, φεγγίτες, αδιέξοδο, αδιέξοδο, αναπτυσσόμενος, υπό εξαφάνιση, αχρηστευμένος, που αναρρώνει, που βελτιώνεται, που πάει καλύτερα, μονής λωρίδας, μίας γραμμής, στο σωστό δρόμο για κτ, από ξηράς, επομένως, να μην καταναλώνονται τροφές και υγρά δια του στόματος, ελεύθερο το πεδίο, είσοδος, σιδηρόδρομος, εύκολο μάθημα, βοηθητική γραμμή, αεροδιάδρομος, θαλάσσια οδός, κανάλι, αυτοκινητόδρομος, παράδρομος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης voie

δίαυλος ναυσιπλοΐας

nom féminin (de navigation)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
À cette période de l'année, les voies de navigation étaient souvent encombrées d'icebergs dangereux.

λωρίδα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Kyle a été arrêté par la police pour n'avoir pas mis son clignotant en changeant de voie.
Τον Κάιλ τον σταμάτησε η αστυνομία γιατί δε χρησιμοποίησε το φλας όταν άλλαζε λωρίδες.

μονοπάτι

(du progrès,...) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tu n'as pas à suivre la même voie toute ta vie.

γωνιά, φωλιά

nom féminin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Après s'être essayé à beaucoup de métiers, je crois qu'il a enfin trouvé sa voie.

οδός

nom féminin (Anatomie : nasal, respiratoire,...) (ανατομία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alan avait un vilain rhume et ses voies nasales étaient obstruées.

μετατρόχιο

nom féminin (écartement entre roues)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Combien fait la voie entre les roues de cette voiture ?

παράδρομος

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αποβάθρα

(d'une gare,...)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Wendy se tient sur le quai, à attendre le train qui la ramènera chez elle. // Le train qui arrive quai 5 est le Penzance-Londres Paddington de 11 h 22.
Η Γουέντι στέκεται στην αποβάθρα και περιμένει το τραίνο για να πάει σπίτι της.

αυτοκινητόδρομος

(για αυτοκίνητα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Cette route te mène directement à la mairie.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ακολουθήσαμε τον παλιό ρωμαϊκό δρόμο.

διαδρομή, πορεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le parcours à travers les mines est difficile. Suivez attentivement la carte.

μονοπάτι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Υπάρχει ένα μονοπάτι που οδηγεί από την πύλη στην εξώπορτα.

παραπομπή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βλέπω

verbe transitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je ne vois rien. Allume, s'il te plaît !
Δεν βλέπω. Μπορείς να ανάψεις το φως;

φροντίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προβλέπω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βλέπω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avez-vous jamais vu un livre aussi épais ?
Έχεις δει ποτέ σου τόσο μεγάλο βιβλίο;

έχω παραισθήσεις

verbe transitif

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

βλέπω, σκέφτομαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ίσως παρακολουθήσω αυτό το μάθημα· δεν το έχω αποφασίσει ακόμα. Θα δούμε (or: Θα δείξει).

βλέπω, διακρίνω

verbe transitif (apercevoir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peux-tu voir cette colline dans le lointain ?
Μπορείς να διακρίνεις εκείνον τον λόφο στο βάθος;

βλέπω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avez-vous vu son dernier film ?
Έχεις δει την τελευταία της ταινία;

βλέπω

verbe transitif (rendre visite)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'aimerais aller voir Tante June ce week-end.
Θέλω να πάω να δω την θεία μου αυτό το σαββατοκύριακο.

-

verbe intransitif (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
On se voit ce soir !
Τα λέμε το βράδυ!

βλέπω

verbe transitif (consulter)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je dois voir un médecin.
Πρέπει να δω έναν γιατρό.

βλέπω

verbe transitif (percevoir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vois la situation différemment.
Αντιλαμβάνομαι διαφορετικά την κατάσταση.

καταλαβαίνω

verbe transitif (comprendre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vois. Et c'est pour cela que tu n'étais pas chez toi.
Κατάλαβα. Για αυτό λοιπόν δεν ήσουν σπίτι.

εξέταση

verbe transitif

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elle cueillit la fleur pour la voir de plus près.

βλέπω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ceux qui l'ont vu ont dit que c'était horrible.

βλέπω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Voyons, que faisons-nous maintenant ?
Για να δούμε, τι πρέπει να κάνουμε μετά;

βρίσκω αποδεκτό, θεωρώ αποδεκτό

verbe transitif (approuver)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Oui, je vois tout à fait. C'est un plan génial.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Λυπάμαι, αλλά δεν βλέπω να πιάνει το σχέδιό σου.

θεωρώ

verbe pronominal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je la vois comme un premier ministre potentiel.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Με φρόντιζε τόσα χρόνια και πλέον τη βλέπω σα μητέρα.

βλέπομαι, βρίσκομαι

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-)
Nous nous voyons depuis trois semaines.
Βλεπόμαστε εδώ και τρεις εβδομάδες.

βλέπω

(fréquenter)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il me semble que tu vois beaucoup ces garçons en ce moment.
Βλέπεις συχνά τα παιδιά τελευταία, έτσι δεν είναι;

βλέπω

verbe transitif (jeu d'argent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vois tes 100 et je suis de 100.

βλέπω, προσέχω

verbe transitif (remarquer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vois que les mineurs sont encore en grève, selon le journal.

αναγνωρίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu vois qui c'est ?

βλέπω

(figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vois cette idée d'un mauvais œil.

βλέπω

verbe transitif (TV, radio)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu as vu les infos hier soir ?

επισκέπτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous avons visité un tas de monuments durant ce voyage.
Στο ταξίδι μας επισκεφτήκαμε πολλά μνημεία.

κοιτώ, κοιτάζω

verbe transitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Laissez-moi voir (or: vérifier) s'il y a une fuite.
Άσε με να κοιτάξω τον σωλήνα, για να δω αν υπάρχει διαρροή.

αναλύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Για ώρες μετά, συνέχιζε να σκέφτεται ξανά και ξανά τι της είχε πει, αλλά ακόμα κι έτσι δεν έβγαζε νόημα.

βλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Après avoir attendu une heure, les touristes furent enchantés de voir (or: d'apercevoir) des dauphins.
Αφού περίμεναν μία ώρα, οι τουρίστες ενθουσιάστηκαν που είδαν δελφίνια.

βλέπω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vois (or: Je comprends) ce que tu dis, mais je ne suis toujours pas d'accord.
Καταλαβαίνω τι λες, ωστόσο δεν συμφωνώ.

τα λέω με κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
C'était sympa de retrouver tout le monde à la réunion de famille.
Ήταν πολύ ευχάριστο που έμαθα τα νέα όλων στην οικογενειακή συνάντηση.

φαντάζομαι

verbe transitif (visualiser)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vois (or: J'imagine) sa tête !

βλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le docteur va vous recevoir tout de suite.

από το στόμα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σιδηρόδρομος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Les rails ont été enlevés et transformés en piste cyclable.

υπέρ-αυτοκινητόδρομος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φεγγίτες

nom féminin (Architecture : fenêtre haute) (αρχιτεκτονική)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

αδιέξοδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Je me suis engagé dans un cul-de-sac et j'ai dû reculer.

αδιέξοδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les enfants du voisinage pouvaient jouer en sécurité dans le cul-de-sac comme il était piéton.

αναπτυσσόμενος

(économie)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Le PDG de cette société florissante s'acharne à gagner de nouveaux marchés.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της αναπτυσσόμενης επιχείρησης δουλεύει σκληρά για να εισέλθει σε νέες αγορές.

υπό εξαφάνιση

(είδος)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Ο μαύρος ρινόκερος είναι υπό εξαφάνιση.

αχρηστευμένος

(machine) (που δεν χρησιμοποιείται)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που αναρρώνει, που βελτιώνεται, που πάει καλύτερα

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Après l'accident, elle est restée un mois à l'hôpital, mais maintenant, elle est en voie de guérison.

μονής λωρίδας

locution adjectivale (route) (δρόμος)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

μίας γραμμής

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στο σωστό δρόμο για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

από ξηράς

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

επομένως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

να μην καταναλώνονται τροφές και υγρά δια του στόματος

(Médecine, latin) (ιατρική οδηγία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ελεύθερο το πεδίο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είσοδος

(devant une maison)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sarah s'est garée dans l'allée.
Η Σάρα πάρκαρε το αμάξι της στο δρομάκι.

σιδηρόδρομος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Les voies ferrées du pays étaient en mauvais état.
Οι σιδηροδρομικές γραμμές της χώρας ήταν σε κακή κατάσταση.

εύκολο μάθημα

nom féminin (Université)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Déjà bien pris par le sport, Jim a décidé d'opter pour une voie facile ce semestre.
Ο Τζιμ ήταν τόσο απασχολημένος με τα σπορ που αποφάσισε αυτό το τρίμηνο να πάρει κάμποσα εύκολα μαθήματα.

βοηθητική γραμμή

nom féminin (Chemin de fer) (σιδηροδρομική)

Le conducteur a emprunté la voie de garage (or: voie d'évitement) afin de laisser passer l'autre train.

αεροδιάδρομος

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

θαλάσσια οδός

κανάλι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les vacanciers peuvent profiter de nombreux types de navigation sur les voies navigables de l'Irlande.

αυτοκινητόδρομος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παράδρομος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του voie στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του voie

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.