Τι σημαίνει το vara στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης vara στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vara στο πορτογαλικά.

Η λέξη vara στο πορτογαλικά σημαίνει κοντάρι, ραβδί, ραβδί, βίτσα, πήχης, βίτσα, βέργα, ράβδος, βέργα, βίτσα, ολκός, πέντε μέτρα, βέργα, βίτσα, ραβδί, σολιδάγο, πορτοκαλοκίτρινο, καλάμι, χάρακας, ράβδος μέτρησης, χάρακας, ράβδος μέτρησης, άλμα επί κοντώ, άλμα επί κοντώ, καλάμι, πορτοκαλοκίτρινο, καλάμι, κάνω άλμα επί κοντώ, ξύλο με τη βίτσα, ξύλο με το ραβδί, ξύλο με τη ράβδο, δέρνω με τη βίτσα, δέρνω με το ραβδί, δέρνω με τη ράβδο, οικογενειακό δικαστήριο, δεν ταράζω τα νερά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης vara

κοντάρι, ραβδί

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Natalie usou uma vara para tirar a bola da árvore.
Η Νάταλι χρησιμοποίησε ένα ραβδί για να ξεκολλήσει την μπάλα από το δέντρο.

ραβδί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jack usou uma vara de madeira para tirar a bola da árvore.
Ο Τζακ χρησιμοποίησε μια ξύλινη βέργα για να κατεβάσει τη μπάλα από το δέντρο.

βίτσα

substantivo feminino (pedaço de pau usado para punição)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Antigamente os professores costumavam deixar uma vara na sala de aula para manter a disciplina.
Τον παλιό καιρό, οι δάσκαλοι είχαν μια βίτσα στην τάξη για πειθαρχία.

πήχης

substantivo feminino (antiga medida de comprimento) (μονάδα μέτρησης)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βίτσα, βέργα, ράβδος

(punição, instrumento) (για τιμωρία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
As crianças normalmente se comportavam quando se deparavam com a ameaça de vara.
Τα παιδιά συνήθως συμπεριφέρονται σωστά όταν έρχονται αντιμέτωπα με την απειλή της βίτσας.

βέργα, βίτσα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O pai dele batia nele com uma vara por desobediência.

ολκός

substantivo feminino (parte do trombone) (τρομπόνι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O trombone ou tem válvulas ou uma vara para mudar a altura.

πέντε μέτρα

substantivo feminino (medida de comprimento) (μονάδα μέτρησης)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βέργα, βίτσα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ραβδί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O povo iorubá utiliza um cajado de adivinho em alguns rituais.
Οι Γιορούμπα χρησιμοποιούν ένα μαγικό ραβδί σε ορισμένα τελετουργικά.

σολιδάγο

(planta de flores amarelas)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πορτοκαλοκίτρινο

(cor da planta vara-de-ouro)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλάμι

(ψαρέματος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χάρακας, ράβδος μέτρησης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χάρακας, ράβδος μέτρησης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άλμα επί κοντώ

(esp.: salto em altura com vara)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

άλμα επί κοντώ

verbo transitivo (esporte: salto em altura usando uma vara)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλάμι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πορτοκαλοκίτρινο

adjetivo (de cor da planta vara-de-ouro)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλάμι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O pescador montou sua vara de pescar na margem do rio.
Ο ψαράς τοποθέτησε το καλάμι του στην όχθη του ποταμού.

κάνω άλμα επί κοντώ

locução verbal (esporte: saltar usando vara)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξύλο με τη βίτσα, ξύλο με το ραβδί, ξύλο με τη ράβδο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O castigo com vara costumava ser uma punição usual por mal comportamento na escola.
Το ξύλο με τη βίτσα ήταν παλιά η συνήθης τιμωρία για την κακή συμπεριφορά στο σχολείο.

δέρνω με τη βίτσα, δέρνω με το ραβδί, δέρνω με τη ράβδο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
William apanhava com vara como punição por gazear aula.
Τον Ουίλλιαμ τον έδειραν με τη βίτσα ως τιμωρία επειδή έκανε κοπάνα από το μάθημα.

οικογενειακό δικαστήριο

(jurídico)

δεν ταράζω τα νερά

expressão (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vara στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.