Τι σημαίνει το une fois στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης une fois στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του une fois στο Γαλλικά.
Η λέξη une fois στο Γαλλικά σημαίνει μια φορά, μία φορά, μια φορά, μία φορά, μια φορά, σε μία συγκεκριμένη περίπτωση, σε μία συγκεκριμένη περίπτωση, μόλις, όταν, μόλις, όταν, μόλις, όταν, ετησίως, κάθε μήνα, ωριαίος, μοναδικός, διμηνιαίος, δίμηνος, μια φορά, για μια φορά, μια φορά κι έναν καιρό, τις πιο πολλές φορές, άλλη μια φορά, περιστασιακά, άλλη μια φορά, άλλη μια φορά, για αλλαγή, πρώτη φορά, για μία φορά, μία φορά την εβδομάδα, εβδομαδιαίως, σε εβδομαδιαία βάση, ξανά, πάλι, για αλλαγή, μια άλλη φορά στο παρελθόν, και μια άλλη φορά παλιότερα, και μια άλλη φορά, μια φορά στα χίλια χρόνια, μια στο τόσο, μια-δυο φορές, το να βλέπω απανωτά επεισόδια, ξαναδίνω έμφαση, εξοφλώ, καταβάλλω όλο το ποσό, ωριαία, ωριαίως, άλλη μια φορά, ακόμα μια φορά, εφάπαξ, βλέπω μια σειρά για ώρες, κάθε εβδομάδα, κάθε βδομάδα, ανά δεκαπενθήμερο, όταν ολοκληρωθεί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης une fois
μια φορά, μία φοράadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έχω καπνίσει μαριχουάνα μόνο μια φορά (or: μία φορά). |
μια φορά, μία φοράadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Une fois me suffit. Je ne veux pas le refaire. Μια φορά (or: μία φορά) μου είναι αρκετή. Δε με ενδιαφέρει να το ξανακάνω. |
μια φοράadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Je me souviens qu'une fois, mon frère était rentré bourré. Θυμάμαι μια φορά που ο αδερφός μου ήρθε σπίτι μεθυσμένος. |
σε μία συγκεκριμένη περίπτωσηadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il lui est arrivé une fois de voler dans la caisse. |
σε μία συγκεκριμένη περίπτωσηadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μόλις, ότανconjonction (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Une fois que tu auras goûté à la nourriture thaïlandaise, tu ne pourras plus t'en passer. Άπαξ και δοκιμάσεις Ταϊλανδέζικο φαγητό, θα θέλεις κι άλλο. |
μόλις, όταν
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Tu peux payer une fois (que tu es) arrivé. Μπορείς να το πληρώσεις αφού πρώτα έρθεις. |
μόλις, όταν
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Une fois que l'affaire sera rendue publique, un scandale éclatera. |
ετησίως(μία φορά το χρόνο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Les gens de plus de 60 ans devraient faire le test annuellement. Οι ενήλικες άνω των 60 καλό είναι να κάνουν το τεστ ετησίως. |
κάθε μήνα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) John est payé mensuellement. |
ωριαίος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cette station diffuse principalement de la musique, avec des bulletins d'informations toutes les heures. |
μοναδικόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διμηνιαίος, δίμηνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ces réunions bimestrielles sont trop espacées, nous devrions nous rencontrer chaque mois. |
μια φορά, για μια φοράadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Pour une fois, j'aimerais que tu demandes poliment. |
μια φορά κι έναν καιρό
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Il était une fois, dans un pays lointain, une orpheline qui vivait avec sa méchante belle-mère. Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή χώρα ζούσε ένα ορφανό κορίτσι με την κακιά μητριά του. |
τις πιο πολλές φορέςadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
άλλη μια φοράlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le public applaudit et le groupe monta encore une fois sur scène pour un rappel. Όλοι χειροκρότησαν και το συγκρότημα επέστρεψε για να ξαναπαίξει. |
περιστασιακά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) De temps en temps, j'ai des nouvelles de mes anciens camarades de classe. Περιστασιακά μαθαίνω νέα από παλιούς μου φίλους από το σχολείο. |
άλλη μια φορά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Encore une fois, vous m'avez rendu votre dissertation en retard. |
άλλη μια φοράlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Veuillez répéter encore une fois la question. |
για αλλαγή, πρώτη φορά, για μία φοράlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Peut-être que je devrais faire mon travail au fur et à mesure pour une fois, plutôt que de le remettre à plus tard. |
μία φορά την εβδομάδα, εβδομαδιαίως, σε εβδομαδιαία βάσηlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ξανά, πάλι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je n'arrive pas à croire que tu es arrivé en retard une fois de plus. Δε μπορώ να πιστέψω ότι έφτασες αργά πάλι! Ήρθε ξανά με περισσότερα αναποτελεσματικά επιχειρήματα. |
για αλλαγήlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) C'est agréable de la voir sourire pour changer. |
μια άλλη φορά στο παρελθόν, και μια άλλη φορά παλιότερα, και μια άλλη φοράadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μια φορά στα χίλια χρόνιαlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Une opportunité comme ça ne se présente qu'une fois dans une vie. |
μια στο τόσο(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μια-δυο φορές
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το να βλέπω απανωτά επεισόδια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Έχω φάει και εγώ κόλλημα με την τηλεόραση όταν είδα όλη τη σειρά σε ένα απόγευμα. |
ξαναδίνω έμφαση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εξοφλώ, καταβάλλω όλο το ποσό
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cela me faisait plaisir de régler l'addition en une fois et de ne pas avoir de dettes. |
ωριαία, ωριαίως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Va le voir à toutes les heures pour être sûr qu'il n'a besoin de rien. |
άλλη μια φορά, ακόμα μια φοράlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Une fois de plus, il a raté l'examen. Une fois de plus, mon fils a oublié de faire son lit. Απέτυχε στο διαγώνισμα για άλλη μια φορά. Για ακόμα μια φορά, ο γιος μου ξέχασε να στρώσει το κρεβάτι του. |
εφάπαξlocution adverbiale (paiement) En cas de décès, votre famille recevra un paiement en une fois. |
βλέπω μια σειρά για ώρες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάθε εβδομάδα, κάθε βδομάδα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Janet rend visite à sa mère chaque semaine (or: une fois par semaine). Η Τζάνετ επισκέπτεται τη μητέρα της κάθε εβδομάδα (or: κάθε βδομάδα). |
ανά δεκαπενθήμερο
Il n'y a rien qu'il soit nécessaire de discuter toutes les deux semaines : se réunir deux fois par mois est une perte de temps. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στη δουλειά, πληρωνόμαστε ανά δεκαπενθήμερο. |
όταν ολοκληρωθεί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Une fois terminé, le bâtiment fera 20 étages de haut. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του une fois στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του une fois
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.