Τι σημαίνει το twisted στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης twisted στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του twisted στο Αγγλικά.
Η λέξη twisted στο Αγγλικά σημαίνει μπλεγμένος, διεστραμμένος, στρεβλός, τυλίγω, διαστρεβλώνω, στρίβω, στρίβω, στροφή, τσάκιση, στραμπουλάω, στραμπουλίζω, στραμπούληγμα, τουίστ, ανατροπή, συνονθύλευμα, στριφογύρισμα, τυλιγμένος, παραλλαγή, περιστρέφομαι, στριφογυρίζω, στριφογυρνάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης twisted
μπλεγμένοςadjective (cord, string) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Adam spent ages trying to straighten the twisted phone cord. Ο Άνταμ πέρασε ώρες προσπαθώντας να ισιώσει το μπλεγμένο καλώδιο του τηλεφώνου. |
διεστραμμένοςadjective (figurative (mind) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) That never happened; it's just a product of your twisted imagination. Αυτό ποτέ δεν συνέβη· είναι απλά δημιούργημα της διεστραμμένης φαντασίας σου. |
στρεβλόςadjective (metal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) After the explosion, all that was left was rubble and a few twisted iron girders. |
τυλίγωtransitive verb (wind, twine, coil) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Helen took hold of a lock of her hair and twisted it around her finger. Η Ελένη πήρε μια μπούκλα από τα μαλλιά της και τα τη στριφογύριζε γύρω από το δάχτυλό της. |
διαστρεβλώνωtransitive verb (distort meaning) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Don't try to twist things; you know that isn't what I meant! Μην προσπαθείς να διαστρεβλώσεις τα πράγματα· ξέρεις ότι δεν εννοούσα αυτό! |
στρίβωtransitive verb (turn, rotate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan twisted the cap of the jar to undo it. Ο Νταν έστριψε το καπάκι του βάζου για να το ανοίξει. |
στρίβωintransitive verb (turn) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The road twisted through the mountains. Ο δρόμος ελισσόταν μέσα στα βουνά. |
στροφήnoun (physical: curve) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ada came to a twist in the road that seemed to take her back in the direction she'd come from; she was sure she was lost. Η Άντα έφτασε σε μια στροφή του δρόμου που φαινόταν να την οδηγεί πίσω προς την κατεύθυνση από την οποία ήρθε· ήταν σίγουρη πως είχε χαθεί. |
τσάκισηnoun (coil, distortion) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There was a twist in the hosepipe, preventing the water coming through. Υπήρχε μια τσάκιση στο λάστιχο που εμπόδιζε το νερό να περάσει. |
στραμπουλάω, στραμπουλίζωtransitive verb (joint) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elizabeth has twisted her ankle, so she can't play football tonight. |
στραμπούληγμαnoun (of joint) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) It was a bad twist and the doctor told Ben not to use the arm for a few days at least. |
τουίστnoun (dance) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Everyone in the dance hall was doing the twist. |
ανατροπήnoun (figurative (in story) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I hate it when people give away the twist at the end of a film. |
συνονθύλευμαnoun (tangle, knot) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There was a twist of wires behind the TV. |
στριφογύρισμαnoun (act of twisting) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Alice gave the lid of the jar a twist but it was stuck tight. |
τυλιγμένοςnoun ([sth] twisted) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The shopkeeper wrapped each sweet in a twist of paper. Ο μαγαζάτορας τύλιξε κάθε γλυκό σε ένα τυλιγμένο χαρτί. |
παραλλαγήnoun (something different) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Try our recipe for pasta salad with a twist. |
περιστρέφομαιintransitive verb (turn, rotate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The weather vane twisted in the wind. |
στριφογυρίζω, στριφογυρνάωintransitive verb (squirm) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The little girl couldn't keep still; she kept twisting in her chair. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του twisted στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του twisted
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.