Τι σημαίνει το tournée στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tournée στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tournée στο Γαλλικά.

Η λέξη tournée στο Γαλλικά σημαίνει γυρίζω, περιστρέφομαι, γυρίζω, γυρίζω, στρίβω, γυρίζω, γυρίζω, γυρίζω, χαλάω, ξινίζω, στρίβω, στρίβω, στρίβω, δίνω σχήμα, τορνεύω, τορνάρω, διατυπώνω, που στριφογυρίζει, που στριφογυρνάει, ζαλισμένος, συγχυσμένος, περιστρέφομαι, ξινίζω, περιστρέφομαι, ξινίζω, περιστρέφομαι, γυρίζω, γυρίζω, στρίβω, περιστρέφω, βγαίνω, ξεφεύγω, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι γύρω από κπ/κτ, περιστρέφω, εξελίσσομαι, στρίβω, ξινίζω, γυρίζω, στρίβω, λειτουργώ, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι, φτιάχνω, κάνω το γύρο, κάνω τον κύκλο, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι, στρίβω, γυρίζω, στρίβω, γυρίζω, γυρίζω, περιστρέφομαι, χαλασμένος, παίρνω, αλλοιώνομαι, χαλάω, ξυνίζω, μπαγιατεύω, ελαφρά ψημένος και από τις δυο πλευρές, ξινισμένος, χαλασμένος, κομμένος, περιοδεία, περιοδεύουσα θεατρική ή μουσική παράσταση, γύρα, γύρος, περιοδεία, περιστρέφω, γυρίζω προς κτ, στρέφομαι, στρίβω σε κτ, διακωμωδώ, σατιρίζω, γελοιοποιώ, διακωμωδώ, ξεπερνώ, ξεχνώ, στριφογύρισμα, που κουτσοδουλεύει, υπό κατασκευή, τέλος, τέρμα, υπεκφυγή, κακός, υπεκφεύγω, πάω καλά, έχω λίγη δουλειά, κάνω το κεφάλι κπ να γυρίζει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tournée

γυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La tête de l'homme tourna et il me vit.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αν γυρίσεις από την άλλη θα δεις το μαγαζί που σου έλεγα.

περιστρέφομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le volant tourne quand le courant est branché.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι τροχοί του αυτοκινήτου στριφογύριζαν σαν δαιμονισμένοι.

γυρίζω

verbe intransitif (sur un axe : planète,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'est incroyable comme le monde ne s'arrête pas de tourner.

γυρίζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les disques vinyle tournent sur une platine.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Καθώς ο δίσκος άρχισε να γυρίζει στο πικάπ, μουσική γέμισε το δωμάτιο.

στρίβω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
À la prochaine intersection, tournez à gauche.
Στο τέλος του τετραγώνου, στρίψε αριστερά.

γυρίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a tourné le vase pour qu'il fasse face à la pièce.
Γύρισε το βάζο ώστε να κοιτάει προς το δωμάτιο.

γυρίζω

verbe intransitif (tête) (μεταφορικά: το κεφάλι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Helena avait la tête qui tournait à essayer de digérer toutes les informations. Ces montagnes russes me font tourner la tête.
Αυτό το τρενάκι με κάνει να ζαλίζομαι.

γυρίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tourner ce vase nous permettrait de voir le motif.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μετά το γύρισμα τον μαξιλαριών, ο καναπές φαινόταν λιγότερο φθαρμένος.

χαλάω, ξινίζω

verbe intransitif (devenir aigre : lait,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le lait a tourné.
Το γάλα έχει χαλάσει (or: ξινίσει).

στρίβω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous nous dirigerons vers le nord une fois que nous aurons tourné.

στρίβω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le bateau commence à tourner.

στρίβω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La route tournait.

δίνω σχήμα

verbe transitif (façonner, usiner)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ce sculpteur tourne le bois merveilleusement.

τορνεύω, τορνάρω

verbe transitif (usiner)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le menuisier a tourné quatre pieds de table.

διατυπώνω

verbe transitif (exprimer : une phrase)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Shakespeare savait comment tourner une phrase.

που στριφογυρίζει, που στριφογυρνάει

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζαλισμένος, συγχυσμένος

(tête)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ma tête se met à tourner quand je pense à tout le travail que j'ai à faire.
Το κεφάλι μου γυρίζει όποτε σκέφτομαι πόση δουλειά έχω να κάνω.

περιστρέφομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La lumière se déplace autour de la terre qui tourne.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στο ηλιακό σύστημα, οι πλανήτες περιστρέφονται γύρω από τον ήλιο.

ξινίζω

verbe intransitif (lait)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περιστρέφομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξινίζω

verbe intransitif (lait,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si tu laisses reposer le lait à température ambiante, il va tourner.

περιστρέφομαι, γυρίζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le bébé regardait la toupie tourner et riait. Chacun des chevaux magnifiquement peints redevenait visible avec le manège qui tournait.
Το μωρό έβλεπε την κορυφή να γυρνάει και γελούσε.

γυρίζω, στρίβω, περιστρέφω

verbe transitif (une manivelle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vous faites marcher cette lampe de poche en tournant la manivelle.

βγαίνω, ξεφεύγω

verbe intransitif (voiture)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La voiture tourna dans la mauvaise voie et entra en collision avec un poids lourd.

περιστρέφομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les yeux d'Edward tournaient en essayant de voir tous les coins de la pièce en même temps.

περιστρέφομαι γύρω από κπ/κτ

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La Terre tourne autour du soleil.
Η γη περιφέρεται γύρω από τον ήλιο.

περιστρέφω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tournez les boulons jusqu'à ce qu'ils soient serrés au maximum.
Περίστρεψε τα παξιμάδια μέχρι να σφίξουν εντελώς.

εξελίσσομαι

(με επίρρημα ή σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Οι πωλήσεις μας αρχίζουν να διαμορφώνονται θετικά. Σύντομα, θα έχουμε κέρδος και πάλι.

στρίβω

(route)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Prenez la première à droite après que la route ait fait un coude sur la gauche.

ξινίζω

verbe intransitif (lait)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Το γάλα ξίνισε, επειδή ο Μπεν ξέχασε να το ξαναβάλει στο ψυγείο.

γυρίζω

verbe intransitif (tête) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mark virevolta encore et encore jusqu'à ce que sa tête se mette à tourner.
Ο Μαρκ έκανε σβούρες γύρω γύρω μέχρι που το κεφάλι του γύριζε.

στρίβω

(route)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Κάνε αριστερά μετά από εκεί που στρίβει ο δρόμος.

λειτουργώ

verbe intransitif (familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cela demande pas mal d'énergie de faire tourner cette affaire.

περιστρέφομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La terre tourne autour de son axe.

περιστρέφομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La girouette tournait avec le vent.

φτιάχνω

verbe transitif (Poterie)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle adore tourner des vases à son cours de poterie.

κάνω το γύρο, κάνω τον κύκλο

verbe intransitif (en voiture) (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un pick-up marron tournait dans le quartier depuis un quart d'heure.

περιστρέφομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περιστρέφομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

στρίβω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La route tournait (or: serpentait) à travers les montagnes.
Ο δρόμος ελισσόταν μέσα στα βουνά.

γυρίζω, στρίβω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il faut le tourner (or: le visser) dans l'autre sens sinon cela ne marchera pas.
Πρέπει να το στρίψεις (or: γυρίσεις) προς την άλλη πλευρά, αλλιώς δεν θα πιάσει.

γυρίζω

verbe transitif (Cinéma) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils tournent le film au Canada.
Γυρίζουν την ταινία στον Καναδά.

γυρίζω

verbe intransitif (Cinéma)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ils ont tourné toute la journée, mais ont fini pas avoir les scènes qu'ils voulaient.

περιστρέφομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le bras de la grue a pivoté pour prendre la cargaison.

χαλασμένος

(τρόφιμο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ce fruit sent mauvais. Il doit être pourri.
Το φρούτο μυρίζει λίγο περίεργα. Ίσως έχει μουχλιάσει.

παίρνω

(un virage) (μτφ: τη στροφή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La voiture de sport prit le virage rapidement.
Το αγωνιστικό αυτοκίνητο πήρε πολύ γρήγορα τη στροφή.

αλλοιώνομαι, χαλάω, ξυνίζω, μπαγιατεύω

(nourriture) (φαγητό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le frigo est tombé en panne et la nourriture s'est gâtée.

ελαφρά ψημένος και από τις δυο πλευρές

adjectif (œuf)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξινισμένος, χαλασμένος

adjectif (lait)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Rick voulait une tasse de thé mais n'a trouvé que du lait tourné dans le frigo.
Ο Ρικ ήθελε ένα φλιτζάνι τσάι, αλλά βρήκε μόνο ξινισμένο γάλα στο ψυγείο.

κομμένος

adjectif (lait) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

περιοδεία

nom féminin (συναυλίες, θέατρο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περιοδεύουσα θεατρική ή μουσική παράσταση

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γύρα

(facteur) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai dit bonjour au livreur de journaux qui faisait sa tournée quotidienne.

γύρος

nom féminin (café, restaurant)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Garçon ! Une autre tournée !

περιοδεία

nom féminin (Musique, Cirque)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le groupe part en tournée le mois prochain.

περιστρέφω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fais tourner la roue aussi vite que tu peux.
Γύρνα τον τροχό όσο πιο γρήγορα μπορείς.

γυρίζω προς κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tournez-vous tous vers les écrans. Tournez-vous vers la droite pour voir le monument.
Γυρίστε όλοι προς τις οθόνες σας. Παρακαλώ γυρίστε προς τα αριστερά για να δείτε το μνημείο.

στρέφομαι

(σε κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tournons-nous maintenant vers l'ordre du jour de la réunion de la semaine prochaine.

στρίβω σε κτ

Au bout de la rue, tournez dans l'allée.
Στο τέλος του δρόμου στρίψε στο δρομάκι του σπιτιού.

διακωμωδώ, σατιρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le dessinateur de bandes dessinées ridiculise souvent les dirigeants importants du gouvernement.

γελοιοποιώ, διακωμωδώ

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En 1962 et 63, l'émission « That was the week that was » parodiait les politiciens sur la BBC.

ξεπερνώ, ξεχνώ

(κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il m'a fallu des mois pour oublier Jake après notre rupture. Il va l'oublier une fois qu'il aura recommencé à sortir avec des filles.
Μου πήρε μήνες να ξεπεράσω τον Τζέικ μετά τον χωρισμό μας. Θα την ξεχάσει μόλις αρχίσει να βγαίνει έξω πάλι.

στριφογύρισμα

(torsion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

που κουτσοδουλεύει

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Actuellement, l'entreprise tourne au ralenti mais je suis sûr que cela va repartir quand la récession sera finie.

υπό κατασκευή

(projet,...)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τέλος, τέρμα

(figuré)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
N'ayant pas été capable d'assister aux funérailles, David s'est rendu sur la tombe de son père afin de pouvoir faire son deuil.
Εφόσον δεν μπόρεσε να πάει στην κηδεία, ο Ντέιβιντ επισκέφθηκε αργότερα τον τάφο του πατέρα του για να βάλει ένα τέλος.

υπεκφυγή

locution verbale (figuré, familier)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κακός

(familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπεκφεύγω

locution verbale (figuré, familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Arrête de tourner autour du pot et donne-moi la vraie raison !

πάω καλά

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Annie espérait que son projet allait bien tourner et qu'elle aurait une bonne note.
Η Άννυ ήλπιζε να πάει καλά η εργασία για να πάρει καλό βαθμό.

έχω λίγη δουλειά

(magasins)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω το κεφάλι κπ να γυρίζει

locution verbale (figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tournée στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.