Τι σημαίνει το through στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης through στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του through στο Αγγλικά.

Η λέξη through στο Αγγλικά σημαίνει μέσα από, μέσω, μέχρι, ως, έως, μέχρι, εξαιτίας, -, τελειωμένος, τελειώνω, από μέσα, -, μέσα από, κατά τη διάρκεια, -, -, μέσω, βαρέθηκα, κουράστηκα, μπούχισα, βαρέθηκα να κάνω κτ, έχω τελειώσει με κπ, φεύγω, σημειώνω πρόοδο, τα πάω περίφημα σε κτ, υπομένω, μεταδίδομαι, αναγνωρίζομαι, τα βγάζω πέρα, τα καταφέρνω, δεν κρεμάω κπ, επιτυγχάνω, αντέχω, υπομένω, επαναλαμβάνω, αναπαράγω, κάνω ιεράρχηση, στρώνομαι σε κτ, αποτυγχάνω, ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας, ολοκληρώνω, τελειώνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, συνεχίζω, διοχετεύομαι, τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα, ολοκληρώνω, τελειώνω, βρίσκω, παίρνω τηλέφωνο, βρίσκω στο τηλέφωνο, γίνομαι κατανοητός, ξεγλυστράω, ξεγλυστράω, χρησιμοποιώ, καταναλώνω, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, ακολουθώ, ψάχνω ανάμεσα σε, υπομένω, αντέχω, επιβιώνω, ξεφυλλίζω, κοιτάω μέσω, κοιτάω διαμέσου,κοιτάω μέσα από, κοιτάω κπ/κτ σαν να μην υπάρχει, κοιτάζω κπ/κτ σαν να είναι αόρατος, ρίχνω μια ματιά, τα κουτσοκαταφέρνω, τα κουτσοκαταφέρνω, ξεφυλλίζω, από την αρχή μέχρι το τέλος, καθ' όλη τη διάρκεια, όλη τη νύχτα, καθόλη τη διάρκεια της νύχτας, περνάω για λίγο, επηρεάζω, τρώω, blow through, κατεδαφίζω, ξεφυλλίζω, διέρχομαι, ορμάω από κτ, περνάω, περνάω, με τη βοήθεια κπ, διεκπεραιώνω, ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας, τελειώνω, τσεκάρω, τα πάω πολύ καλά χωρίς να καταβάλω ιδιαίτερη προσπάθεια, κοσκινίζω, ξεψαχνίζω, κυλάω γρήγορα, κυλώ γρήγορα, ρέω γρήγορα, κόβω, αφήνω, κόβω, διασύρω, ντράιβ-θρου, ντράιβ-θρου, κινούμαι προσεκτικά, περνάω σπρώχνοντας από κτ, ξεφεύγω, διαφεύγω, ξεφεύγω, περνάω κτ στο γρήγορο, διαρρέω, φιλτράρω, ξεφυλλίζω, κάνω ζάπινγκ, εξακολούθηση, συνέχεια, ολοκλήρωση, μπαίνω με τη βία, διοχετεύω κτ μέσα από κτ, διοχετεύω κτ μέσα από κτ, διασχίζω, περνώ, περνάω, διασχίζω, περνώ, ψάχνω σε κτ, περνάω δύσκολη περίοδο, χτυπάω ταβάνι, κάνω κτ με μισή καρδιά, ανεβαίνω στα ύψη, κάνω, τρυπάω, περνάω ανοίγοντας δρόμο με τσεκούρι, στη μέση, στα μισά, στη μέση, μαθαίνω κτ από τα κουτσομπολιά, κάνω βιαστικά, ξεπετάω, επισπεύδω, επιταχύνω, κινούμαι βιαστικά, αφήνω κπ/κτ να περάσει, υπομένω, υφίσταμαι, αντέχω, το υπομένω, το υφίσταμαι, τα βγάζω πέρα, διασχίζω, αδιέξοδο, διέρχομαι, περνάω, μετακύλιση, άμεσης επανεκχώρησης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης through

μέσα από

preposition (in one end and out another)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The bullet went through his body.
Η σφαίρα πέρασε μέσα από το σώμα του.

μέσω

preposition (by way of)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We went through St. Louis on the way to New Orleans.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πήγε στη Θεσσαλονίκη μέσω Λάρισας.

μέχρι

preposition (US, informal (to the end of)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
It was cold here through March.
Εδώ είχε κρύο μέχρι τον Μάρτιο.

ως, έως, μέχρι

preposition (US, informal (dates: up to, including)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
The store is open Tuesday through Friday.

εξαιτίας

preposition (as a result of)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He failed his exams through not studying enough.
Απέτυχε στις εξετάσεις του, επειδή δεν διάβασε αρκετά.

-

adjective (US, informal (ending relationship) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I've had enough of your jealousy. We're through!
Δεν αντέχω άλλο τη ζήλια σου. Τελειώσαμε!

τελειωμένος

adjective (informal (done, washed-up) (καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
He was through! Nobody would hire him after the scandal.
Ήταν τελειωμένος! Κανείς δεν θα τον προσλάμβανε μετά το σκάνδαλο.

τελειώνω

(informal (have finished doing [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you do this photocopying for me? And when you're through with that, let me know and I'll find you something else to do.

από μέσα

adverb (in one end, out the other)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
He was passing through when we saw him.

-

adverb (from beginning to end) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
After the song plays through, put on another CD.
Όταν τελειώσει το τραγούδι, βάλε ένα άλλο CD.

μέσα από

preposition (penetrating)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
A brick sailed through the kitchen window.

κατά τη διάρκεια

preposition (time: during)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I was writing email through the evening.
Έγραφα email όλο το βράδυ.

-

preposition (indicating time) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
She quit midway through nursing school.
Τα παράτησε στα μισά της σχολής μαιευτικής.

-

preposition (without stopping) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
You just drove through a red light.
Πέρασε με κόκκινο.

μέσω

preposition (by means of)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Fertilizer gets into the bay through storm runoff.

βαρέθηκα, κουράστηκα, μπούχισα

verbal expression (informal (have had enough of [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm through with these stupid meetings. Bye!
Βαρέθηκα αυτές τις χαζές συνατήσεις. Άντε γεια!

βαρέθηκα να κάνω κτ

verbal expression (informal (had enough of doing [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm through with washing windows. I need a more exciting job!
Βαρέθηκα να πλένω τζάμια. Χρειάζομαι μια πιο ενδιαφέρουσα δουλειά!

έχω τελειώσει με κπ

verbal expression (informal (end relationship with [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After discovering her husband's affair, Monica decided she was through with him.

φεύγω

phrasal verb, intransitive (Aus, informal, figurative (place: leave)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σημειώνω πρόοδο

phrasal verb, intransitive (figurative (make sudden advance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The company succeeded in breaking through with these new ideas.
Η εταιρεία κατάφερε να σημειώσει πρόοδο με αυτές τις νέες ιδέες.

τα πάω περίφημα σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative, informal (do easily)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't worry about the exam - I'm sure you'll breeze through it.

υπομένω

phrasal verb, transitive, separable (help to endure, survive)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μεταδίδομαι, αναγνωρίζομαι

phrasal verb, intransitive (informal, figurative (feeling: be perceptible) (αισθήματα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Though he tried to remain calm when the robber drew his gun, his fear came through in his trembling hand.
Παρόλο που προσπάθησε να παραμείνει ήρεμος όταν ο ληστής τράβηξε το όπλο του, ο φόβος του αναγνωρίστηκε εξαιτίας του χεριού του που έτρεμε.

τα βγάζω πέρα, τα καταφέρνω

phrasal verb, intransitive (figurative, slang (do what is necessary)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Whenever I need help, my parents always come through.

δεν κρεμάω κπ

phrasal verb, intransitive (figurative, slang (do what is necessary) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I wasn't worried because I knew you would come through for me.
Δεν ανησυχούσα γιατί ήξερα ότι δε θα με κρεμούσες.

επιτυγχάνω

phrasal verb, intransitive (figurative, slang (succeed)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The hero faced many challenges on his quest, but he came through in the end.

αντέχω, υπομένω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal, figurative (survive, endure)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The road to recovery is a difficult one, but you're strong enough to come through it.
Ο δρόμος προς την ανάρρωση είναι δύσκολος, αλλά είσαι αρκετά δυνατή για τον αντέξεις (or: υπομείνεις).

επαναλαμβάνω, αναπαράγω

phrasal verb, transitive, inseparable (follow a pattern) (μοτίβα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mona continues to cycle through the stages of grief; she cannot forget her loss.

κάνω ιεράρχηση

(computing hierarchy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στρώνομαι σε κτ

(US, figurative (focus on) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

αποτυγχάνω

phrasal verb, intransitive (informal, figurative (be unsuccessful, come to nothing)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I thought that the deal would be very profitable for my business, but it fell through at the last minute.
Πίστευα ότι η συμφωνία θα ήταν πολύ επικερδής για την επιχείρησή μου, αλλά απέτυχε την τελευταία στιγμή.

ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας

phrasal verb, intransitive (continue [sth] to completion)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He's very good at starting things but never seems to manage to follow through.
Είναι πολύ καλός στο να ξεκινάει πράγματα, αλλά φαίνεται ότι ποτέ δεν καταφέρνει να τα ολοκληρώσει (or: να τα φέρει εις πέρας).

ολοκληρώνω, τελειώνω

(continue [sth] to completion)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sam is always making plans but she never follows through with any of them.

ολοκληρώνω, τελειώνω

phrasal verb, transitive, separable (continue [sth] to completion)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A good manager ensures that their team is able to follow a project through.

συνεχίζω

phrasal verb, intransitive (sports: after throwing, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She's learning how to follow through in a complete arc after hitting the ball.
Μαθαίνει πώς να συνεχίζει να κάνει πλήρη καμπύλη αφού χτυπήσει τη μπάλα.

διοχετεύομαι

phrasal verb, intransitive (be channelled)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (ordeal: survive)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The global recession has been tough on everyone, but we will get through it.
Η παγκόσμια ύφεση είναι δύσκολη για όλους, αλλά θα επιβιώσουμε.

ολοκληρώνω, τελειώνω

phrasal verb, transitive, inseparable (work, task: complete)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I have so much work to get through this week—I don't know how I'm going to do it all!
Η δουλειά που πρέπει να τελειώσω αυτή την εβδομάδα είναι τόση πολλή που δεν ξέρω πώς θα τα καταφέρω.

βρίσκω

phrasal verb, intransitive (reach [sb]: on phone) (κάποιον στο τηλέφωνο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After several attempts to call Yolanda, I eventually managed to get through.
Μετά από αρκετές προσπάθειες να τηλεφωνήσω στη Γιολάντα, τελικά κατάφερα να τη βρω.

παίρνω τηλέφωνο, βρίσκω στο τηλέφωνο

phrasal verb, transitive, inseparable (reach: on phone) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm trying to get through to the President but he's not answering his phone.
Προσπαθώ να βρω τον Πρόεδρο στο τηλέφωνο, αλλά δεν απαντάει.

γίνομαι κατανοητός

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (make understand)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I need to get through to my son and make him see drugs are not the answer!
Πρέπει να κάνω τον γιο μου να καταλάβει πως τα ναρκωτικά δεν είναι η λύση!

ξεγλυστράω

phrasal verb, transitive, inseparable (slide across or over)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεγλυστράω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (do or undergo easily) (μεταφορικά: ξεφεύγω εύκολα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χρησιμοποιώ, καταναλώνω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (use up)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I went through all my clean clothes for the week!
Χρησιμοποίησα όλα τα καθαρά ρούχα της εβδομάδας!

ολοκληρώνομαι, τελειώνω

phrasal verb, intransitive (informal (be completed, authorized)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We had to wait for the loan to go through before we could buy the house.

ακολουθώ

(do as planned) (σχέδιο, πρόγραμμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The city council is going through with its plans to widen the road.

ψάχνω ανάμεσα σε

phrasal verb, transitive, inseparable (search among)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I hunted through all the dusty, discarded papers in the attic, hoping to find my grandfather's birth certificate.

υπομένω, αντέχω, επιβιώνω

phrasal verb, transitive, inseparable (endure, survive)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The dog is very ill and we are not sure whether he will last through the night.

ξεφυλλίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (flip the pages of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I was leafing through an old magazine when the doctor came in.

κοιτάω μέσω, κοιτάω διαμέσου,κοιτάω μέσα από

phrasal verb, transitive, inseparable (observe via: [sth] transparent) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can see the individual cells if you look through the microscope. Look through the window and tell me what you see.
Μπορείς να δεις μεμονωμένα κύτταρα αν κοιτάξεις μέσα από ένα μικροσκόπιο.

κοιτάω κπ/κτ σαν να μην υπάρχει, κοιτάζω κπ/κτ σαν να είναι αόρατος

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (appear not to see, be oblivious to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I said hello but he looked right through me.
Είπα γεια αλλά με κοίταξε σαν να μην υπήρχα.

ρίχνω μια ματιά

phrasal verb, transitive, inseparable (search through, survey)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Can I look through those old clothes before you throw them out in case there is something I like? My boss looked through the papers before signing them.
Μπορώ να ρίξω μια ματιά σ' αυτά τα παλιά ρούχα πριν να τα πετάξεις, μήπως υπάρχει κάτι που μου αρέσει; Το αφεντικό μου έριξε μια ματιά στα χαρτιά πριν τα υπογράψει.

τα κουτσοκαταφέρνω

phrasal verb, intransitive (informal (improvise) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
One of the team members is absent today. We'll just have to muddle through without her.

τα κουτσοκαταφέρνω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (accomplish by improvisation) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεφυλλίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (flip the pages: of a book, magazine, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

από την αρχή μέχρι το τέλος, καθ' όλη τη διάρκεια

preposition (throughout) (χρονική διάρκεια)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
There are wooden floors all through the apartment.

όλη τη νύχτα, καθόλη τη διάρκεια της νύχτας

expression (throughout the night)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
All through the night we could hear the loud music from the floor above.

περνάω για λίγο

(informal, figurative (place: visit briefly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He blew through town last week. He never stays for long.
Πέρασε για λίγο από την πόλη την περασμένη εβδομάδα. Ποτέ δε μένει πολύ.

επηρεάζω

(informal, figurative (change: affect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The winds of change are blowing through the Olde Towne club: they have accepted their first woman as a member.
Άνεμος αλλαγής πνέει στη λέσχη «Olde Towne». Για πρώτη φορά, γυναίκα γίνεται μέλος αυτής της λέσχης.

τρώω

(slang, figurative (money: spend) (ανεπίσημο, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The gambling addict blew through his life's savings in two weeks.

blow through

adjective (carburettor) (σύστημα καρμπυρατέρ)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

κατεδαφίζω

(demolish)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The army used tanks to break through the barricades.
Ο στρατός χρησιμοποίησε άρματα μάχης για να κατεδαφίσει τα οδοφράγματα.

ξεφυλλίζω

(publication: look through)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Arnold smiled as he browsed through his old high school yearbook.
Ο Άρνολντ χαμογελούσε καθώς ξεφύλλιζε το παλιό λεύκωμα του γυμνασίου του.

διέρχομαι

(move through) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Badgers burrow through the earth with their claws.
Οι ασβοί περνάνε μέσα από το χώμα με τα νύχια τους.

ορμάω από κτ

(suddenly enter)

The police burst through the front door, looking for the criminal.

περνάω, περνάω

(suddenly break and come through) (με δύναμη, ορμητικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A dinosaur suddenly burst through the brick wall.

με τη βοήθεια κπ

preposition (because of [sb]'s actions)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διεκπεραιώνω, ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας, τελειώνω

verbal expression (UK (complete)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She has good intentions but never carries through with them.

τσεκάρω

(luggage: put into plane's hold) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you have to change flights, the airline can check your luggage through to the final destination.

τα πάω πολύ καλά χωρίς να καταβάλω ιδιαίτερη προσπάθεια

(apply little effort)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He is coasting through the maths course.
Τα μαθηματικά είναι παιχνιδάκι για εκείνον.

κοσκινίζω, ξεψαχνίζω

(inspect thoroughly) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Linda spent the afternoon combing through old newspapers.

κυλάω γρήγορα, κυλώ γρήγορα, ρέω γρήγορα

(water, blood: move quickly) (μέσα από κτ, μέσα σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The water coursed through the canals. Terrified, Neil could feel the blood coursing in his veins.
Το νερό κύλησε γρήγορα μέσα στα κανάλια. Τρομοκρατημένος, ο Νηλ ένιωθε το αίμα να κυλάει γρήγορα στις φλέβες του.

κόβω

(slice through with a blade) (συνήθως για να ανοίξω δρόμο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I haven't got a clue why he bought that machete, there's no jungle to cut through in Belgium.
Δεν έχω ιδέα γιατί αγόρασε εκείνη τη μασέτα. Δεν υπάρχει ζούγκλα στο Βέλγιο για να πρέπει να κόψεις για να ανοίξεις δρόμο.

αφήνω

(figurative, infformal (get past: [sth] superfluous) (κάτι ασήμαντο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ok, let's cut through the crap and see what we do agree on!
Εντάξει, ας αφήσουμε τις βλακείες και ας δούμε σε τι συμφωνούμε.

κόβω

(informal (take a shortcut) (μτφ: μέσα από κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He cut through the neighbours' back yard to get there quicker.
Έκοψε δρόμο μέσα από την πίσω αυλή των γειτόνων, για να φτάσει πιο γρήγορα.

διασύρω

verbal expression (informal, figurative (dirty [sb]'s reputation)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The biased reporter dragged the senator's name through the mud.

ντράιβ-θρου

noun (takeaway restaurant)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Dave made a quick detour to the drive-through for fries on his way home from the office.

ντράιβ-θρου

noun as adjective (used from a car)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The drive-through restaurant is inaccessible to pedestrians.

κινούμαι προσεκτικά

(move carefully)

He eased gently through the dense crowd.

περνάω σπρώχνοντας από κτ

verbal expression (push through a crowd, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεφεύγω, διαφεύγω

verbal expression (figurative (be overlooked or missed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεφεύγω

verbal expression (figurative (be overlooked or missed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
All the factors were in place to catch him but somehow he managed to fall through the net.

περνάω κτ στο γρήγορο

(advance rapidly through)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I often fast forward through the boring parts of movies.

διαρρέω

(figurative (information, news: reach [sb]) (για πληροφορίες)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φιλτράρω

(be strained, sieved)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεφυλλίζω

(book, pages: leaf through)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I spent hours on that report and he just flicked through it before dismissing it!
Ξόδεψα ώρες για εκείνη την αναφορά και εκείνος απλά την ξεφύλλισε και την απέρριψε!

κάνω ζάπινγκ

(TV channels: browse)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I spent ten minutes flicking through the TV channels and didn't find anything worth watching.
Έκανα ζάπινγκ δέκα λεπτά και δεν βρήκα τίποτα αξιόλογο να δω.

εξακολούθηση

noun (sport: continuation of motion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You need to have a good follow-through to be a good golfer.
Για να γίνεις ένας καλός παίκτης στο γκολφ κίνησή σου πρέπει να έχει καλή εξακολούθηση.

συνέχεια, ολοκλήρωση

noun (continuing action)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The project manager keeps a close eye on her team to ensure follow-through.

μπαίνω με τη βία

verbal expression (obtain entry, way: by strength)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The army forced their way into the city.

διοχετεύω κτ μέσα από κτ

(pour through [sth] narrow)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The mechanic funneled the dirty oil through a hose.
Ο μηχανικός διοχέτευσε το βρώμικο λάδι με ένα σωλήνα.

διοχετεύω κτ μέσα από κτ

(figurative (channel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He funneled his ill-gotten gains through his wife's business account.
Διοχέτευσε τα παράνομα έσοδά του μέσω του εταιρικού λογαριασμού της συζύγου του.

διασχίζω, περνώ

(cross)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
To go through the border checkpoint, you needed a valid passport.
Για να διασχίσεις (or: περάσεις) τον έλεγχο στα σύνορα, χρειαζόσουν ένα έγκυρο διαβατήριο.

περνάω

(figurative (endure, suffer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Having grown up in Rwanda, Joe had gone through much torment, making him the man he is today.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο Νίκος πέρασε πολλά στην παιδική του ηλικία.

διασχίζω, περνώ

(pass through: tunnel)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The hunters had to go through a cluster of trees to get to the wounded deer.
Οι κυνηγοί έπρεπε να διασχίσουν μια συστάδα δέντρων για να προσεγγίσουν το τραυματισμένο ελάφι.

ψάχνω σε κτ

(search, review)

I went through all my sketchbooks trying to find my favourite drawing of the oak tree.
Έψαξα σε όλα τα μπλοκ ζωγραφικής προσπαθώντας να βρω το αγαπημένο μου σχέδιο με τη βελανιδιά.

περνάω δύσκολη περίοδο

verbal expression (informal, figurative (experience difficult time)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pippa has a lot of problems at the moment; she's going through a rough patch.

χτυπάω ταβάνι

verbal expression (figurative, informal (cost: be high) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pork futures went through the ceiling today at three dollars and forty-two cents per pound.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η τιμή του πετρελαίου χτύπησε ταβάνι, ξεπερνώντας τη χτεσινή κατά 10%.

κάνω κτ με μισή καρδιά

verbal expression (do something half-heartedly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανεβαίνω στα ύψη

expression (price, number: rise dramatically) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω

verbal expression (informal (do [sth] daunting)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bethan had doubts about applying for the job, but eventually went through with it.

τρυπάω

(wear by abrasion)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jeff used power tools to grind through the lock on his shed.
Ο Τζεφ χρησιμοποίησε ηλεκτρικά εργαλεία για να τρυπήσει την κλειδαριά της αποθήκης του.

περνάω ανοίγοντας δρόμο με τσεκούρι

(cut through jungle) (κατά λέξη)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We hacked through the jungle for hours.

στη μέση, στα μισά

adverb (unfinished)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Finish the job--don't stop halfway through.

στη μέση

adverb (in the middle of)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Halfway through lunch, the phone rang.

μαθαίνω κτ από τα κουτσομπολιά

verbal expression (figurative (hear a rumor)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω βιαστικά, ξεπετάω

(do hastily)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I hurried through the household chores, so I could watch the afternoon film on TV.

επισπεύδω, επιταχύνω

(cause to be done hastily)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This legislation is a disaster because the Government hurried it through Parliament.

κινούμαι βιαστικά

(move hastily along or past)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I turned up the collar of my raincoat and hurried through the rain-swept streets.

αφήνω κπ/κτ να περάσει

(allow to pass)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The police asked the crowd to let the ambulance through.

υπομένω, υφίσταμαι, αντέχω

transitive verb (experience or endure)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Our grandparents lived through the War and know what it is like to lose everything.

το υπομένω, το υφίσταμαι

verbal expression (US (experience or endure [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't worry - times are hard because of the recession but you'll live through it.

τα βγάζω πέρα

verbal expression (persevere to the end)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you try hard enough, you can make it through!

διασχίζω

verbal expression (travel through a place)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The army is currently moving through the forest on their way to the city.
Ο στρατός αυτήν τη στιγμή διασχίζει το δάσος και κατευθύνεται προς την πόλη.

αδιέξοδο

noun (cul-de-sac) (δρόμος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διέρχομαι, περνάω

(get through)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It took us 20 minutes to pass through the Mont Blanc Tunnel.
Μας πήρε είκοσι λεπτά για να περάσουμε από τη σήραγγα Μοντ Μπλαν.

μετακύλιση

noun (cost: passed to customer) (οικονομία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άμεσης επανεκχώρησης

noun as adjective (relating to a pass-through) (δάνειο)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του through στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του through

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.