Τι σημαίνει το swear στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης swear στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του swear στο Αγγλικά.
Η λέξη swear στο Αγγλικά σημαίνει ορκίζομαι, ορκίζομαι, ορκίζομαι, ορκίζομαι, βρίζω, βρίζω, ορκίζομαι σε κτ, ορκίζω, κόβω, βρισιά, συμφωνία που πραγματοποιείται όταν δύο άνθρωποι συμπλέκουν τα μικρά δάχτυλα του χεριού τους, oρκίζομαι πίστη, oρκίζομαι πίστη σε κπ/κτ, βρίζω σαν νταλικέρης, βρίζω σαν λιμενεργάτης, βρισιά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης swear
ορκίζομαιverbal expression (legal: say under oath) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I swear to tell the truth, the whole truth, and nothing but the truth. Ορκίζομαι ότι θα πω την αλήθεια, όλη την αλήθεια και τίποτα άλλο παρά μόνο την αλήθεια. |
ορκίζομαιverbal expression (promise solemnly to) (ότι/πως θα κάνω κτ, να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I swear to do my best to stay out of trouble. Ορκίζομαι ότι θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για να μείνω μακριά από μπελάδες. |
ορκίζομαιintransitive verb (promise) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I'll never do that again; I swear! Δεν θα το ξανακάνω. Το υπόσχομαι! |
ορκίζομαιtransitive verb (with clause: promise) (ότι/πως/να) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) When he woke up with a hangover, Glenn swore he'd never drink again. Όταν ξύπνησε με χάνγκοβερ, ο Γκλεν ορκίστηκε ότι δεν θα ξαναπιεί ποτέ. |
βρίζωintransitive verb (use obscene words) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) It's rude to swear. Είναι αγένεια να βρίζεις. |
βρίζω(use bad language towards, curse at) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Children should not swear at their parents. Τα παιδιά δεν πρέπει να μιλούν άσχημα στους γονείς τους. |
ορκίζομαι σε κτphrasal verb, transitive, inseparable (have complete faith in) (μεταφορικά) My grandmother swore by honey as a hayfever remedy. |
ορκίζωphrasal verb, transitive, separable (inaugurate, induct into office) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) At the ceremony the chief swore in three new deputies. |
κόβωphrasal verb, transitive, inseparable (informal (renounce, give up) (καθομιλουμένη, μεταφορικά: για συνήθεια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ken keeps promising he'll swear off the booze. I have so much bad luck with men, I think I'll swear off dating altogether. |
βρισιάnoun (obscene language) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) People will think you are ignorant and ill mannered if you use curse words extensively. Swear words are the first thing you want to learn in another language - and the last thing you should use. |
συμφωνία που πραγματοποιείται όταν δύο άνθρωποι συμπλέκουν τα μικρά δάχτυλα του χεριού τουςnoun (US, slang (pact by hooking fingers) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
oρκίζομαι πίστη(promise to be loyal) |
oρκίζομαι πίστη σε κπ/κτverbal expression (promise to be loyal to [sb], [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βρίζω σαν νταλικέρης, βρίζω σαν λιμενεργάτηςverbal expression (UK, informal (habitually use obscene language) (καθομιλουμένη) |
βρισιάnoun (curse word, obscene term) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Please don't use swearwords around me; it's offensive. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του swear στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του swear
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.