Τι σημαίνει το sortant στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sortant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sortant στο Γαλλικά.

Η λέξη sortant στο Γαλλικά σημαίνει εξερχόμενος, απερχόμενος, εξερχόμενος, εξερχόμενος, εν ενεργεία, το έξω, φεύγω, βγαίνω, πετάγομαι, φεύγω, βγαίνω, πετάγομαι, βγαίνω, βγαίνω, διοχετεύομαι έξω από κτ, αποκαλύπτω, βγάζω, ξεστομίζω, βγάζω κτ έξω, βγάζω κτ ξαφνικά, βγαίνω, βγαίνω έξω, ξεχύνομαι, βγαίνω μαζί, αναπαράγω, πετάγομαι, βγαίνω, κυκλοφορώ, πετάω, πετώ, εκδίδω, κυκλοφορώ, παρουσιάζω, βγαίνω, δημοσιεύομαι, βγαίνω, δημοσιεύομαι, έξω, εκτός, πετάγομαι, βγαίνω, βγαίνω για σεργιάνι, ξεχύνομαι, βγαίνω, εξάγω, πηγάζω, ρέω, απομακρύνω κπ δια της βίας, φέρνω, εξωθούμαι, επινοώ, πλάθω, κατασκευάζω, πετάγομαι, επιδεικνύω, -, πέταγμα, ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι, διώχνω, κάνω πρεμιέρα, βγάζω κτ από κτ, βγαίνω, εξαπλώνομαι, ξεστομίζω, πλασάρω, πλασάρω, κοινωνικές επαφές, κοινωνικές συναναστροφές, εξερχόμενο μήνυμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sortant

εξερχόμενος

adjectif (courrier)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Le courrier sortant doit être dans la salle du courrier avant 16 h pour être envoyé le jour même.
Η εξερχόμενη αλληλογραφία πρέπει να είναι στο ταχυδρομείο μέχρι τις τέσσερις το απόγευμα εάν θέλεις να σταλεί την ίδια μέρα.

απερχόμενος

adjectif

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Un nouveau remplace le PDG sortant.

εξερχόμενος

adjectif (appel)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Veuillez limiter la durée des appels émis.
Σκέψου σε παρακαλώ το κόστος όταν κάνεις εξερχόμενες κλήσεις.

εξερχόμενος

(train,...) (επίσημο)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Ce train est en partance pour Londres.
Το τρένο που αναχωρεί έχει ως προορισμό το Λονδίνο.

εν ενεργεία

(d'un poste)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Ο εν ενεργεία δήμαρχος έχει κάνει καλή δουλειά κατά τη θητεία του.

το έξω

verbe intransitif

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φεύγω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βγαίνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous avons réussi à sortir de l'immeuble alors qu'il prenait feu.
Βγήκαμε τη στιγμή που το κτίριο θα έπαιρνε φωτιά.

πετάγομαι

verbe intransitif (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quelques pousses vertes sortaient du sol recouvert de neige.

φεύγω

verbe intransitif (περπατώντας)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Matthieu est sorti sans répondre.

βγαίνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sors de l'ombre et mets-toi ici dans la lumière pour que je te voie.
Βγες από τις σκιές και στάσου εδώ στο φως όπου μπορώ να σε δω.

πετάγομαι

verbe intransitif (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je sors faire les courses, je reviens dans 10 minutes.
Πετάγομαι για λίγο στα μαγαζιά, θα επιστρέψω σε 10 λεπτά.

βγαίνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ils se sont mis sur leur trente-et-un pour sortir.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι ωραίο να ντύνεσαι καλά και να βγαίνεις για να χαρείς τη νυχτερινή ζωή της πόλης.

βγαίνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διοχετεύομαι έξω από κτ

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποκαλύπτω

verbe transitif (Médecine : un organe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω

(sa chemise d'un pantalon)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεστομίζω

verbe transitif (familier) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai trouvé ça incroyable qu'elle sorte cette remarque.
Δεν μπορούσα να πιστέψω πως ξεστόμισε αυτό το σχόλιο.

βγάζω κτ έξω

Αν ξαναβγάλεις έξω τη γλώσσα σου, θα έρθει ένα πουλί να κουρνιάσει πάνω της.

βγάζω κτ ξαφνικά

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le prestidigitateur sortit un lapin de son chapeau.
Ο ταχυδακτυλουργός έβγαλε ξαφνικά ένα κουνέλι από το καπέλο του.

βγαίνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quand l'alarme a retenti, tout le monde est sorti par les issues de secours.
Όταν ακούστηκε ο συναγερμός πυρκαγιάς όλοι βγήκαν απ' τις εξόδους κινδύνου.

βγαίνω έξω

verbe intransitif

T'as demandé à ta mère si tu pouvais sortir jouer ?
Ρώτησες τη μαμά σου αν μπορείς να βγεις έξω να παίξεις;

ξεχύνομαι

verbe intransitif (personnes) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les gens ont commencé à sortir du bâtiment.

βγαίνω μαζί

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αναπαράγω

verbe transitif (figuré, familier) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les hommes politiques sortent toujours les mêmes platitudes.
Ο πολιτικοί αναπαράγουν παντού τις γνωστές κοινοτοπίες.

πετάγομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βγαίνω

verbe intransitif (de la route) (από τον δρόμο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κυκλοφορώ

verbe transitif (film)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ils ont sorti le film et ont fêté sa sortie à Los Angeles.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κυκλοφόρησε η καινούργια ταινία του Τζακ Νίκολσον.

πετάω, πετώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peux-tu sortir la poubelle ?
Μπορείς να πετάξεις τα σκουπίδια;

εκδίδω, κυκλοφορώ, παρουσιάζω

verbe transitif (publier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγαίνω, δημοσιεύομαι

(livre, film, CD,...) (για βιβλία, ταινίες)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Son nouveau roman sortira cet automne.
Το νέο του μυθιστόρημα θα δημοσιευθεί το φθινόπωρο.

βγαίνω

verbe intransitif (film) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δημοσιεύομαι

(nouvelle) (για γεγονότα, ειδήσεις)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si cette affaire sort, il sera ruiné.
Αν δημοσιευτούν ειδήσεις για τον ερωτικό δεσμό, θα καταστραφεί.

έξω, εκτός

verbe intransitif

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je suis désolé mais il est sorti quelques instants.
Φοβάμαι ότι βγήκε έξω (or: εκτός) για ένα λεπτό.

πετάγομαι, βγαίνω

verbe intransitif (figuré)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les yeux lui sont sortis de la tête en apprenant la nouvelle.
Όταν έμαθε τα νέα γούρλωσε τα μάτια της.

βγαίνω για σεργιάνι

verbe intransitif (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les trois amis décidèrent de sortir vendredi pour écouter de la musique.

ξεχύνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les portes du cinéma se sont ouvertes et les gens sont sortis sur la chaussée.

βγαίνω

verbe intransitif (για διασκέδαση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εξάγω

verbe transitif (Informatique)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sortez les résultats sur l'imprimante.

πηγάζω, ρέω

(liquide)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'ai ouvert le robinet et l'eau a coulé.

απομακρύνω κπ δια της βίας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un officier de police était en train d'embarquer un des manifestants.
Ο αστυνόμος απομάκρυνε δια της βίας έναν από τους διαδηλωτές.

φέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξωθούμαι

(Technique)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επινοώ, πλάθω, κατασκευάζω

(une histoire, excuse, plan) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετάγομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le cambrioleur a foncé dans une allée en voyant la police débarquer.
Ο κλέφτης έτρεξε γρήγορα μέσα σ' ένα σοκάκι όταν είδε την αστυνομία να έρχεται.

επιδεικνύω

(soutenu : montrer) (παρουσιάζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Après avoir caché son travail pendant des mois, il l'a finalement produit en public.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έδειξε το διαβατήριό του για έλεγχο.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Tu as enfreint les règles ; tu es éliminé !
Παραβίασες τους κανόνες. Ακυρώνεσαι!

πέταγμα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il y a eu un bruit dans les buissons et un hérisson en est sorti (or: en a émergé).

διώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω πρεμιέρα

(film)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le film sortira (or: sortira au cinéma) à Noël.
Η ταινία θα κάνει πρεμιέρα τα Χριστούγεννα.

βγάζω κτ από κτ

verbe transitif

La secrétaire a sorti (or: a retiré) le dossier de l'armoire.
Η γραμματέας έβγαλε τον φάκελο από το ντουλάπι.

βγαίνω

verbe intransitif (fantôme)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les fantômes sortent (or: apparaissent) de nuit.

εξαπλώνομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le sang jaillissait de la blessure.

ξεστομίζω

verbe transitif (familier : dire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πλασάρω

verbe transitif (figuré, familier) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πλασάρω

verbe transitif (figuré, familier) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κοινωνικές επαφές, κοινωνικές συναναστροφές

εξερχόμενο μήνυμα

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sortant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.