Τι σημαίνει το search στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης search στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του search στο Αγγλικά.
Η λέξη search στο Αγγλικά σημαίνει ψάχνω, ψάχνω, ψάχνω, ερευνώ, ψάχνω, ψάχνω, αναζητώ, κάνω σωματική έρευνα, έρευνα, αναζήτηση, αναζήτηση, ψάχνω, αναζητώ, κάνω σωματική έρευνα, εξονυχιστική εξέταση, διεξοδική εξέταση, πάω να ψάξω, πάω να βρω, σε αναζήτηση, αναζήτηση και διάσωση, περιοχή έρευνας, μηχανή αναζήτησης, φιλικός προς τις μηχανές αναζήτησης, έλα ντε! μακάρι να ήξερα!, αποστολή αναζήτησης, ομάδα αναζήτησης/διάσωσης, ψάχνω μέσα σε, αναζητώ σε, ένταλμα έρευνας, φιλικός προς τις μηχανές αναζήτησης, εξοντώνω, σωματικός έλεγχος με αφαίρεση ρούχων, γυμνώνω για σωματικό έλεγχο, κρυπτόλεξο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης search
ψάχνωintransitive verb (look for [sth]) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The detectives searched for days, but they could not find any evidence. Οι αστυνομικοί έψαχναν για μέρες, αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν αποδείξεις. |
ψάχνω(look for [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He is searching for his keys. Ψάχνει τα κλειδιά του. |
ψάχνω, ερευνώtransitive verb (look in, examine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The police searched the building but there was no sign of the kidnapper. Η αστυνομία έψαξε το κτίριο, αλλά δεν υπήρχαν ίχνη του απαγωγέα. |
ψάχνω(examine for) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jessica searched her office for her keys. Η Τζέσικα έψαξε το γραφείο της για να βρει τα κλειδιά της. |
ψάχνω, αναζητώ(look on internet) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He searched for the answer online. Έκανε αναζήτηση για να βρει την απάντηση στο διαδίκτυο. |
κάνω σωματική έρευναtransitive verb (frisk) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The security guard searched everybody who entered the building. Ο φύλακας έκανε σωματική έρευνα σε όλους όσους έμπαιναν στο κτίριο. |
έρευνα, αναζήτησηnoun (attempt to find) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The search for his brother continued. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ήθελε τόσο πολύ να βρει τα έγγραφα, που συνέχισε το ψάξιμο όλη τη νύχτα. |
αναζήτησηnoun (using internet to find [sth]) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Emma's search for images of the moon landings returned a lot of results. Η αναζήτηση της Έμμα για φωτογραφίες των προσεληνώσεων είχε πολλά αποτελέσματα. |
ψάχνω, αναζητώphrasal verb, transitive, separable (hunt for, seek) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We spent months searching out the best Thai restaurant in the city. |
κάνω σωματική έρευναtransitive verb (prisoner, suspect) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εξονυχιστική εξέταση, διεξοδική εξέτασηnoun (UK, figurative (meticulous search) A fingertip search took place at the scene of the crime. |
πάω να ψάξω, πάω να βρωverbal expression (set out to find) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Richard went in search of the lost cat. |
σε αναζήτησηpreposition (looking for, seeking) (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We were out in search of hot cheap food. |
αναζήτηση και διάσωσηnoun (for missing person) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The Mountain Rescue Team provides search and rescue for missing persons in the area. |
περιοχή έρευναςnoun (where you look for [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The police have extended the search area for the missing boy. |
μηχανή αναζήτησηςnoun (internet searches) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Type a keyword into your search engine and view the results. Γράψε μια λέξη κλειδί στη μηχανή αναζήτησής σου και δες τα αποτελέσματα. |
φιλικός προς τις μηχανές αναζήτησηςadjective (web page: returned via search) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The tutorial explains how to build a search-friendly website. |
έλα ντε! μακάρι να ήξερα!interjection (slang (I don't know) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Q: Who ate my cookies? A: Search me - I just got here. |
αποστολή αναζήτησηςnoun (operation to look for [sth], [sb]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The general sent out a search mission to locate the enemy. |
ομάδα αναζήτησης/διάσωσηςnoun (group searching for missing person) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A search party has set off up the mountain to look for the missing climber. People from the neighbourhood are forming a search party to find the missing boy. Μια ομάδα διάσωσης έχει ξεκινήσει για το βουνό για να ψάξει για τον αγνοούμενο ορειβάτη. Οι άνθρωποι της γειτονιά φτιάχνουν μια ομάδα αναζήτησης για να βρουν το αγόρι που έχει χαθεί. |
ψάχνω μέσα σε, αναζητώ σε(look or rummage among) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I searched through my luggage but couldn't find my passport. |
ένταλμα έρευναςnoun (law: authorization for inspection) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Police may not search a private residence without a search warrant. |
φιλικός προς τις μηχανές αναζήτησηςadjective (web page: returned via search) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) You need to make your website as search-engine friendly as possible. |
εξοντώνωverbal expression (military: find and kill) (στρατιωτικό: εχθρός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σωματικός έλεγχος με αφαίρεση ρούχωνnoun (inspection: clothes removed) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The police officers carried out a strip search of the man who they had arrested. |
γυμνώνω για σωματικό έλεγχοtransitive verb (inspect without clothes) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The US Marsals strip-searched the passenger who was suspected of carrying drugs. |
κρυπτόλεξοnoun (puzzle: words hidden in grid) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Wordsearches contain letters which can be read horizontally, vertically, and diagonally. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του search στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του search
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.