Τι σημαίνει το sal στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sal στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sal στο ισπανικά.

Η λέξη sal στο ισπανικά σημαίνει αλάτι, αλάτι, αλάτι, άλας, αλατοπίπερο, μαγειρικό άλας, βγαίνω, που αναχωρεί, που φεύγει, αναμένεται να κυκλοφορήσει, το έξω, φεύγω, βγαίνω, ξεφεύγω από κτ, ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι, βγαίνω, πετυχαίνω, προκύπτω, έρχομαι στην κουβέντα, ξεκινάω, ξεκινώ, φεύγω, πηγάζω, ρέω, βγαίνω, βγαίνω, ξεκινώ, τη γλυτώνω με κτ, συνδέομαι με κπ, ξεχύνομαι, αναβλύζω, βγαίνω έξω, βγαίνω, πετάγομαι, ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι, προβάλλω, βγαίνω, τα έχω με κπ, σχολάω, βγαίνω, βγαίνω, δημοσιεύομαι, κλείνω, ξεκινώ, αναχωρώ, κάνω στην άκρη, τη σκαπουλάρω, τη γλιτώνω, βγαίνω, ξεκινώ, πηγαίνω, -, πετάγομαι, -, ανθισμένος, -, έξω, εκτός, -, φεύγω, δημοσιεύομαι, βγαίνω, ανατέλλω, εμφανίζομαι, μπαίνω, βγαίνω για σεργιάνι, ωριμάζω, ξεχύνομαι, φεύγω, προκύπτω, βγάζω, αλατίζω, ορυκτό αλάτι, φύγε, χάσου, φωτίζω, ζωντανεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sal

αλάτι

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Me puedes pasar la sal, por favor?
Μου δίνεις το αλάτι, σε παρακαλώ;

αλάτι

nombre femenino (χλωριούχο κάλιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La sal común es un compuesto de sodio que se crea de forma natural.

αλάτι

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ponle sal a la carne para conservarla en buen estado.

άλας

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
No hay carga, ni negativa ni positiva, en las sales.

αλατοπίπερο

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Vamos poniéndole sal y pimienta a este diálogo aburrido.

μαγειρικό άλας

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Me indicó gárgaras con sal disuelta en agua tibia.

βγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuando sonó la alarma de incendios, todo el mundo salió por las escaleras de incendios.
Όταν ακούστηκε ο συναγερμός πυρκαγιάς όλοι βγήκαν απ' τις εξόδους κινδύνου.

που αναχωρεί, που φεύγει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los pasajeros del barco que salía decían adiós con la mano a sus amigos y familiares.

αναμένεται να κυκλοφορήσει

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La nueva edición de la revista saldrá la semana que viene.

το έξω

verbo intransitivo

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Salir es más caro que quedarse en casa.

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si no salimos pronto, llegaremos tarde.
Αν δεν την κάνουμε σύντομα, θα καθυστερήσουμε.

βγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Quieres salir este viernes a la noche? Te paso a buscar a las ocho.
Θέλεις να βγούμε το βράδυ της Παρασκευής; Θα περάσω να σε πάρω στις οκτώ.

ξεφεύγω από κτ

verbo intransitivo (μεταφορικά)

Teniendo tres empleos, Manny logró salir de la pobreza.
Έχοντας τρεις δουλειές, ο Μάνι κατάφερε να ξεφύγει από την φτώχεια.

ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se oyó un ruido entre los arbustos y salió un erizo.

βγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Logramos salir del edificio justo antes de que estallara en llamas.
Βγήκαμε τη στιγμή που το κτίριο θα έπαιρνε φωτιά.

πετυχαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Creo que tu presentación en clase salió muy bien
Νομίζω ότι η παρουσίασή σου στην τάξη πήγε πολύ καλά.

προκύπτω, έρχομαι στην κουβέντα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El senador sabía que esa pregunta sobre su campaña iba a salir.
Ο γερουσιαστής ήξερε ότι θα προέκυπταν ερωτήσεις για την εκστρατεία του.

ξεκινάω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tenemos que salir a las 8 en punto si queremos llegar a tiempo a la fiesta.
Για να φτάσουμε στο πάρτι στην ώρα μας, πρέπει να ξεκινήσουμε στις οκτώ.

ξεκινώ, φεύγω

verbo intransitivo (de viaje)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tendremos que salir muy temprano para evitar el tráfico de la hora pico.
Θα πρέπει να ξεκινήσουμε πολύ νωρίς για να αποφύγουμε την κίνηση την ώρα αιχμής.

πηγάζω, ρέω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Abrí el grifo y el agua empezó a salir.

βγαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No salgas sin un abrigo, hace frío.

βγαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alan y Julie están saliendo.

ξεκινώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τη γλυτώνω με κτ

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El coche estaba destrozado pero el conductor salió sólo con heridas de poca importancia.

συνδέομαι με κπ

verbo intransitivo (μεταφορικά)

ξεχύνομαι, αναβλύζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El agua caliente salió del agujero en la tierra.

βγαίνω έξω

verbo intransitivo

¿Le preguntaste a tu mamá si puedes salir a jugar?
Ρώτησες τη μαμά σου αν μπορείς να βγεις έξω να παίξεις;

βγαίνω

verbo intransitivo (για διασκέδαση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πετάγομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El payaso saldrá de la caja.
Ένας κλόουν θα πεταχτεί (or: τιναχτεί) μέσα από το κουτί.

ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι, προβάλλω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las nubes se fueron y salió el sol.
Έφυγαν τα σύννεφα και βγήκε ο ήλιος.

βγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nos sentamos en la playa a ver al sol salir sobre el agua.
Καθίσαμε στην παραλία και παρακολουθήσαμε τον ήλιο να βγαίνει από το νερό.

τα έχω με κπ

verbo intransitivo (cita) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Lola y Archie son amigos o están saliendo?
Η Λόλα με τον Άρτσι είναι απλά φίλοι, ή τα έχουν;

σχολάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuando llueve el jefe nos deja salir del trabajo antes de la hora.
Όταν βρέχει το αφεντικό μάς αφήνει να σχολάσουμε νωρίς απ' τη δουλειά.

βγαίνω

verbo transitivo (από τον δρόμο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El navegador de Evie le dijo que saliera en la próxima salida.

βγαίνω, δημοσιεύομαι

(για βιβλία, ταινίες)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Su nueva novela sale este otoño.
Το νέο του μυθιστόρημα θα δημοσιευθεί το φθινόπωρο.

κλείνω

(informática)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sal de Word antes de cerrar el ordenador.
Κλείστε το Word πριν απενεργοποιήσετε τον υπολογιστή σας.

ξεκινώ, αναχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω στην άκρη

verbo intransitivo (de una carretera) (στον παράδρομο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deberíamos salir en el restaurante que está más adelante.

τη σκαπουλάρω, τη γλιτώνω

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Δικάστηκε για διαφθορά, αλλά τη γλίτωσε (or: τη σκαπούλαρε).

βγαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A Alice le salió un sarpullido después de usar la loción.

ξεκινώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quiero salir ya de viaje, no puedo esperar.
Ανυπομονώ να ξεκινήσω το ταξίδι με αυτοκίνητο.

πηγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La boda salió muy bien, gracias.
Ο γάμος πήγε πολύ καλά, ευχαριστώ.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
¿Ya ha salido el sol?
Έχει ανατείλει ο ήλιος;

πετάγομαι

(καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Andy vuelve en un momento, salió a hacer una llamada de teléfono rápida.
Ο Άντυ θα επιστρέψει σε ένα λεπτό. Πετάχτηκε να κάνει ένα γρήγορο τηλεφώνημα.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La nueva temporada de Dos hombres y medio ya ha salido en DVD.
Κυκλοφόρησε η καινούρια ταινία του Σπίλμπεργκ;

ανθισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Los narcisos salieron temprano este año.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ha estado en la cárcel un año pero sale la semana que viene.
Είναι στη φυλακή εδώ και ένα χρόνο, αλλά βγαίνει την επόμενη εβδομάδα.

έξω, εκτός

verbo intransitivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Me temo que ha salido un momento.
Φοβάμαι ότι βγήκε έξω (or: εκτός) για ένα λεπτό.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Le salió un sarpullido en el cuello.
Βγήκε ένα εξάνθημα στο λαιμό του

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Cuándo sale el autobús?

δημοσιεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El anuncio va a salir en el periódico de mañana.

βγαίνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los duraznos salieron muy pequeños esta temporada.
Τα ροδάκινα βγήκαν μικρά φέτος.

ανατέλλω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El sol sale a las 6:32 esta mañana.

εμφανίζομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le salió una ampolla en el dedo después de que se quemara con la tetera.

μπαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La actriz sale a escena justo al principio del segundo acto.
Η ηθοποιός μπαίνει από τα δεξιά της σκηνής στην αρχή της δεύτερης πράξης.

βγαίνω για σεργιάνι

verbo intransitivo (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los tres amigos decidieron salir el viernes noche y escuchar música.

ωριμάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tenía montones de flores en mis plantas de chile este año, pero los frutos no salieron.

ξεχύνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las puertas del cine se abrieron y la gente salió a la calle.

φεύγω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La reunión terminó y todos salieron para seguir con sus varias tareas.

προκύπτω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Puede salir algo bueno de esto?

βγάζω

(δόντια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El bebé lloraba toda la noche cuando le salieron los dientes y su pobre padre tampoco podía dormir.
Το μωρό έκλαιγε όλη νύχτα όταν έβγαζε δόντια και ούτε ο καημένος ο πατέρας του δεν μπορούσε να κοιμηθεί.

αλατίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él saló su bistec.
Έβαλε αλάτι στην μπριζόλα του.

ορυκτό αλάτι

φύγε, χάσου

interjección

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Sal de aquí y déjame en paz!
Φύγε κι άσε με ήσυχο!

φωτίζω, ζωντανεύω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las nuevas cortinas amarillas realmente animan la sala.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sal στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του sal

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.