Τι σημαίνει το retourner στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης retourner στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του retourner στο Γαλλικά.
Η λέξη retourner στο Γαλλικά σημαίνει αναποδογυρίζω, γυρίζω, στρέφω, αναποδογυρίζω, επιστρέφω, επιστρέφω, ξαναπάω, γυρίζω, αναποδογυρίζω, αναποδογυρίζω, αναποδογυρίζω, αφήνω κπ μαλάκα, αναστρέφω, ανατρέπω, αναποδογυρίζω, αναποδογυρίζω, γυρνάω, αντιστρέφω, γυρίζω από την άλλη, κοιτάζω, βλέπω, γυρίζω, αναστατώνω, ταράζω, μεταστρέφω, γυρίζω το μέσα έξω, αναποδογυρίζω, στήνω όρθιο, ταλανίζομαι από κτ, αναποδογυρίζω, ανακατεύω ψάχνοντας, ψάχνω παντού, επιστρέφω, στριφογυρίζω, κάνω άνω κάτω, ψαχουλεύω, περιστρέφω, πίσω, ψαχουλεύω, γυρίζω από την άλλη, γυρίζω, στρέφομαι, αναποδογυρίζω, επιστρέφω σε κτ, γυρνώ σε κτ, επιστροφή στο σχολείο, γυρίζω, ξαναπάω, ξαναπηγαίνω, ξαναεπισκέπτομαι, χωρίς να κοιτάξω πίσω μου, επιστροφή στις ρίζες, ένστικτο μετανάστευσης, ξαναβρίσκομαι στο ίδιο σημείο, επιστρέφω στο ίδιο σημείο, πάω πίσω στο κρεβάτι, ξαναπέφτω στο κρεβάτι, δεν κοιτάζω πίσω, πεθαίνω, αντιστρέφω τους όρους, επιστρέφω στη δουλειά, επιστρέφω στην εργασία, αναποδογυρίζω, έχω αρνητικές επιπτώσεις, αλλάζω, κτ δεν με αφήνει σε ησυχία, στριφογυρίζω, γυρίζω μπούμερανγκ, επιστρέφω σε κτ, γυρίζω σε κτ, γυρίζω από την άλλη, στρέφομαι εναντίον, εναντιώνομαι, επιστρέφω σε κτ, γυρίζω, στροβιλίζομαι, στριφογυρίζω, κωλώνω, αναποδογυρίζω, στρέφω αλλού το βλέμμα μου, κάνω αναστροφή, επιστρέφω, συνεχίζω, σκέφτομαι, επιστρέφω στην προγούμενη θέση, ξαναπάω σε κτ, ξαναπηγαίνω σε κτ, αναλογίζομαι, συλλογίζομαι, αντιστρέφω τους όρους, στρέφω κπ εναντίον κπ, επαναφέρω, αναλύω, επιστρέφω, γυρίζω, αναγκάζω κπ να φύγει από κτ, σκαλίζω, γυρνάω μπούμερανγκ, κάνω κωλοτούμπα, ψάχνω, ψαχουλεύω, γυρίζω, αλλάζω πολιτική απότομα, γυρνάω μπούμερανγκ σε κπ, ψάχνω, ψαχουλεύω, προκαταλαμβάνω, προδιαθέτω, από την άλλη πλευρά, στριφογύρισμα, στριφογυρίζω, στριφογυρίζω, στριφογυρνάω, γυρίζω πίσω, γυρίζω, προκαλώ ναυτία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης retourner
αναποδογυρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γυρίζω, στρέφω, αναποδογυρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Retournez la viande et arrosez-la de jus de cuisson. |
επιστρέφωverbe intransitif (dans un endroit) (κάπου, σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je retourne souvent dans la ville où j'ai grandi. Συχνά γυρίζω στην πόλη που μεγάλωσα. |
επιστρέφω(Sports : une balle, un service) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le champion a fait un smash mais son adversaire a réussi à renvoyer la balle. |
ξαναπάω(dans un lieu distant) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je suis allé en Grèce rendre visite à ma tante l'année dernière et j'ai hâte d'y retourner. Πέρυσι επισκέφθηκα τη θεία μου στην Ελλάδα και ανυπομονώ να ξαναπάω. |
γυρίζω, αναποδογυρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tim retourna la carte pour en regarder le verso. Ο Τιμ γύρισε την κάρτα για να δει από πίσω. |
αναποδογυρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dans un accès de rage, Barbara a retourné la table. |
αναποδογυρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφήνω κπ μαλάκα(figuré) (αργκό, υβριστικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) D'apprendre que son ex-femme se remariait l'a vraiment retourné. |
αναστρέφω, ανατρέπω, αναποδογυρίζωverbe transitif (τα πάνω κάτω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si vous retournez le bol, le pudding devrait en sortir facilement. Όταν αναποδογυρίσεις το μπολ, η πουτίγκα πρέπει να βγαίνει εύκολα. |
αναποδογυρίζω, γυρνάωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Marie a retourné son cahier quand Roger s'est penché pour lire ce qu'elle écrivait. Η Μαρία αναποδογύρισε το σημειωματάριό της, όταν ο Ρότζερ προσπάθησε να δει τι έγραφε. Όταν βγάζεις ένα ζελέ, κράτησε το πιάτο πάνω από τη φόρμα πριν το αναποδογυρίσεις. |
αντιστρέφωverbe transitif (τα μέσα έξω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu dois retourner tes t-shirts avant de les plier. |
γυρίζω από την άλλη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Voyant qu'il avait mis son pull à l'envers, James l'a retourné. Ο Τζέιμς γύρισε το φούτερ του από την άλλη όταν είδε ότι το είχε φορέσει ανάποδα. |
κοιτάζω, βλέπωverbe transitif (une carte) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Posez vos cartes sans les retourner. Άνοιξε τα χαρτιά σου χωρίς να κοιτάζεις κανένα. |
γυρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle retourna le papier pour qu'il ne voie pas ce qui était écrit dessus. |
αναστατώνω, ταράζωverbe transitif (populaire, figuré : bouleverser) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ses mots l'ont retournée, et elle s'est mise à pleurer. |
μεταστρέφωverbe transitif (espionnage : argot) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un gouvernement étranger a retourné un de nos agents. |
γυρίζω το μέσα έξωverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Melanie a retourné la veste pour que le côté rouge soit à l'extérieur. |
αναποδογυρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai retourné mon sac et en ai secoué le contenu, dans l'espoir d'y trouver mes clés. |
στήνω όρθιοverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ταλανίζομαι από κτ(figuré, familier : une décision) Je ne savais pas du tout si je devais quitter mon travail et j'ai retourné la décision dans tous les sens pendant des semaines. |
αναποδογυρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tony retourna une pierre et trouva des douzaines de fourmis dessous. |
ανακατεύω ψάχνοντας, ψάχνω παντού
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιστρέφωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si les vêtements vendus par correspondance ne vont pas, vous pouvez généralement les renvoyer au fournisseur. Εάν τα ρούχα που έχεις παραγγείλει δεν σου κάνουν μπορείς συνήθως να τα επιστρέψεις στον προμηθευτή. |
στριφογυρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω άνω κάτω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les cambrioleurs ont mis la maison sens dessus dessous en cherchant des objets de valeur. |
ψαχουλεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a passé des heures à fouiller dans la remise pour trouver un pot de fleurs. |
περιστρέφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Faites tourner le couvercle dans le sens des aiguilles d'une montre. |
πίσωverbe intransitif (κατεύθυνση) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Après le pique-nique, ils sont retournés à la voiture et sont rentrés. Μετά το πικνίκ, περπάτησαν πίσω προς το αυτοκίνητο και πήγαν σπίτι. |
ψαχουλεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γυρίζω από την άλληverbe pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si tu te retournes, tu verras un magnifique coucher de soleil. Εάν γυρίσεις από την άλλη θα δεις ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα. |
γυρίζω, στρέφομαι, αναποδογυρίζωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si tu n'arrives pas à dormir, retourne-toi sur le côté et réessaye. Εάν δεν μπορείς να κοιμηθείς γύρισε στο άλλο σου πλευρό και δοκίμασε ξανά. |
επιστρέφω σε κτ, γυρνώ σε κτ
Après le dîner, je suis retourné à mes révisions. Μετά το βραδυνό επέστρεψα στη μελέτη μου. |
επιστροφή στο σχολείο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La rentrée des élèves a lieu le 6 septembre cette année. |
γυρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La tête de l'homme tourna et il me vit. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αν γυρίσεις από την άλλη θα δεις το μαγαζί που σου έλεγα. |
ξαναπάω, ξαναπηγαίνω(à son point de départ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) C'est gentil de nous inviter, mais nous devons rentrer. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Φρανκ ξέχασε το πορτοφόλι του στο σπίτι και έπρεπε να επιστρέψει για να το πάρει. |
ξαναεπισκέπτομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χωρίς να κοιτάξω πίσω μου(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Rob a quitté son travail sans se retourner et se dit qu'il s'agit de la meilleure décision qu'il ait prise. |
επιστροφή στις ρίζες
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ένστικτο μετανάστευσηςnom féminin (Ornithologie) (πουλί) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ξαναβρίσκομαι στο ίδιο σημείο, επιστρέφω στο ίδιο σημείο(μεταφορικά: κατάσταση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πάω πίσω στο κρεβάτι, ξαναπέφτω στο κρεβάτι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν κοιτάζω πίσωverbe pronominal (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ne te retourne pas ! Devine qui c'est ! |
πεθαίνω(Religion) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tout ce qui nait doit retourner à la terre. |
αντιστρέφω τους όρουςlocution verbale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιστρέφω στη δουλειά, επιστρέφω στην εργασίαlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αναποδογυρίζωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le voilier s'est retourné. |
έχω αρνητικές επιπτώσειςlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αλλάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κτ δεν με αφήνει σε ησυχία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στριφογυρίζω(dans son lit) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γυρίζω μπούμερανγκ(ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Son plan s'est retourné contre lui et maintenant, les électeurs veulent qu'il démissionne. Το σχέδιο γύρισε μπούμερανγκ και τώρα οι ψηφοφόροι απαιτούν να παραιτηθεί. |
επιστρέφω σε κτ, γυρίζω σε κτverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le patient a progressé puis régressé. |
γυρίζω από την άλλη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στρέφομαι εναντίον, εναντιώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le chien s'est attaqué à (or: s'en est pris à) son maître sans explication et a dû être piqué. |
επιστρέφω σε κτ
Les médicaments ont cessé de faire effet et elle est retombée dans un état végétatif. Après un traumatisme grave, certaines personnes retombent en enfance. Τα φάρμακα σταμάτησαν να δρουν και ξανάπεσε σε κατάσταση φυτού. |
γυρίζωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) À cause de son mal de dos, il avait du mal à se retourner dans son lit. Ο τραυματισμός στην πλάτη του τον δυσκόλευε να αλλάζει πλευρό στο κρεβάτι. |
στροβιλίζομαι, στριφογυρίζωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'animal se retourna et se jeta sur moi à nouveau. |
κωλώνωlocution verbale (figuré) (αργκό, ανεπίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αναποδογυρίζωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La voiture a heurté un nid-de-poule, s'est retournée et a atterri sur le toit. Το αυτοκίνητο έπεσε σε μια λακκούβα, αναποδογύρισε και προσγειώθηκε με την οροφή. |
στρέφω αλλού το βλέμμα μουverbe pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω αναστροφήverbe pronominal |
επιστρέφω, συνεχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'aimerais bien poursuivre cette conversation, mais il faut que je retourne à mon travail. Θα μου άρεσε να μιλούσαμε περισσότερο, αλλά πρέπει να συνεχίσω τη δουλειά μου. |
σκέφτομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il s'est arrêté pour bien réfléchir à ses options avant de prendre une décision. |
επιστρέφω στην προγούμενη θέσηverbe intransitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je vais retourner (habiter) chez mes parents après les examens. |
ξαναπάω σε κτ, ξαναπηγαίνω σε κτverbe intransitif J'aimerais retourner à Paris un jour. Θα μου άρεσε να ξαναπάω στο Παρίσι κάποια μέρα. |
αναλογίζομαι, συλλογίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tom aimait boire du vin en réfléchissant aux grandes questions du jour. |
αντιστρέφω τους όρουςlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στρέφω κπ εναντίον κπverbe transitif (με γενική) La famille l'a retourné contre moi. Η οικογένεια την έστρεψε εναντίον μου. |
επαναφέρωverbe transitif indirect (μια κατάσταση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je suis revenu à la version précédente du logiciel et cela a fonctionné à merveille. |
αναλύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Για ώρες μετά, συνέχιζε να σκέφτεται ξανά και ξανά τι της είχε πει, αλλά ακόμα κι έτσι δεν έβγαζε νόημα. |
επιστρέφω, γυρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'aimerais bien retourner dans ma ville natale un de ces jours. |
αναγκάζω κπ να φύγει από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκαλίζωlocution verbale (cochon) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γυρνάω μπούμερανγκ(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ian a appelé la police en prétendant avoir commis un délit, mais la blague s'est retournée contre lui quand les policiers sont venus l'arrêter. |
κάνω κωλοτούμπαlocution verbale (figuré, péjoratif) (μεταφορικά, αργκό) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
ψάχνω, ψαχουλεύωlocution verbale (cochon) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γυρίζωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Kate se retourna sur le dos. Η Κέιτ γύρισε ανάσκελα. |
αλλάζω πολιτική απότομα(figuré, péjoratif) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le candidat a retourné sa veste sur les questions de santé et d'environnement. |
γυρνάω μπούμερανγκ σε κπ(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ψάχνω, ψαχουλεύωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προκαταλαμβάνω, προδιαθέτω(κατά κπ, εναντίον κπ, απέναντι σε κπ, ενάντια σε κπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'influence de la frange d'extrême-droite a monté les éléments plus modérés du parti contre les minorités ethniques. Η επιρροή της άκρας δεξιάς πτέρυγας έχει προκαταλάβει τα πιο μετριοπαθή στοιχεία του κόμματος κατά των εθνικών μειονοτήτων. |
από την άλλη πλευράverbe pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il se retourna et réalisa que sa petite amie était derrière lui. |
στριφογύρισμαverbe pronominal (στο κρεβάτι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Elle avait beau se tourner, elle n'arrivait pas à trouver une position confortable. Παρά τα τόσα στριφογυρίσματα δεν μπορούσε να βολευτεί. |
στριφογυρίζωverbe pronominal (στο κρεβάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle se retourne tout le temps dans son lit. |
στριφογυρίζω, στριφογυρνάωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Robert s'est tourné et retourné toute la nuit parce qu'il était stressé pour l'examen du lendemain matin. |
γυρίζω πίσω(à pied) Quand il a réalisé qu'il avait oublié d'acheter des œufs, Ray est retourné au magasin. |
γυρίζωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προκαλώ ναυτίαlocution verbale La mauvaise odeur m'a retourné l'estomac. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του retourner στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του retourner
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.