Τι σημαίνει το repartir στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης repartir στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του repartir στο ισπανικά.
Η λέξη repartir στο ισπανικά σημαίνει παραδίδω, παραδίνω, χορηγώ, μοιράζω, διανέμω, μοιράζω, μοιράζω, μοιράζω, μοιράζω, διανέμω, δίνω κτ σε κπ, μοιράζω, διανέμω, διανέμω, μοιράζω, μοιράζω, διανέμω, βάζω, μοιράζω, απλώνω, μοιράζω, διανέμω, μοιράζω σε ίσα μέρη, μοιράζω, μοιράζω, κατανέμω, διανέμω, καταμερίζω, διανέμω, μοιράζω, μοιράζω, κατανέμω, διανέμω, διαιρώ, χωρίζω, κατανέμω, διανέμω, κατανέμω, διανέμω, μοιρασιά, διατάσσω, μοιράζω, χωρίζω, μοιράζω, αναδιανέμω, ανακατανέμω, μοιράζω τα χαρτιά λάθος, δημοσιοποιώ με εγκύκλιο, μοιράζω κτ σε κπ, διανέμω, μοιράζω κτ απλόχερα, μοιράζω κτ ανάμεσα σε κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης repartir
παραδίδω, παραδίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El cartero repartió las cartas. Ο ταχυδρόμος μοίρασε τα γράμματα. |
χορηγώ, μοιράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El comedor de beneficencia reparte más de mil comidas por día. |
διανέμω, μοιράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μοιράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Repartieron sándwiches y bebidas en la fiesta. |
μοιράζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Cómo vamos a repartir el botín? |
μοιράζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los voluntarios en Haití están repartiendo comida y agua a las víctimas del terremoto. Οι εθελοντές στην Αϊτή διανέμουν τρόφιμα και νερό στους σεισμόπληκτους. |
διανέμωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La miseria que reparten no le da para vivir ni a un perro. |
δίνω κτ σε κπverbo transitivo |
μοιράζωverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διανέμωverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Reparte las bromas pero después no soporta las consecuencias. |
διανέμω, μοιράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El profesor reparte las notas a los alumnos. Ο δάσκαλος μοιράζει τα τετράδια εργασίας στους μαθητές. |
μοιράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El cura está repartiendo las hostias para la comunión. Ο ιερέας μοιράζει την όστια. |
διανέμωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me repartió los diez euros que me debía en monedas de un euro. |
βάζωverbo transitivo (castigo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μοιράζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Repartió las ganancias entre sus amigos. |
απλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El entrenador repartió a los jugadores a lo largo del campo. |
μοιράζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Repartieron (or: Entregaron) las tarjetas de embarque en la recepción. |
διανέμω, μοιράζω σε ίσα μέρηverbo transitivo (equitativamente) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Είχαν χαθεί και καθώς η πρώτη τους προτεραιότητα ήταν η επιβίωσή τους μοίρασαν σε ίσα μέρη το φαγητό και το νερό που είχαν. |
μοιράζωverbo transitivo (τράπουλα, χαρτιά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A cada uno le toca su turno de repartir las cartas. Κάθε παίκτης με τη σειρά μοιράζει τα χαρτιά. |
μοιράζωverbo transitivo (cartas) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Te toca repartir. Είναι σειρά σου να μοιράσεις. |
κατανέμω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estamos esperando a que el departamento de finanzas confirme cómo distribuirá los fondos. Περιμένουμε το οικονομικό τμήμα να επιβεβαιώσει το πώς θα κατανείμει τους πόρους. |
διανέμω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me pagan por hora para distribuir estos volantes. Με πληρώνουν με ωρομίσθιο για να διανέμω αυτά τα φυλλάδια. |
καταμερίζω, διανέμω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μοιράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La organización benéfica distribuyó el dinero entre los más necesitados. |
μοιράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los chicos distribuyeron el dinero en partes iguales entre ellos. |
κατανέμω, διανέμω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El comité decidirá cómo distribuir el dinero del premio entre todos los ganadores. |
διαιρώ, χωρίζω(χώρα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No podemos decidir cómo dividir la tierra. Δεν μπορούμε να αποφασίσουμε πώς να χωρίζουμε τη γη. |
κατανέμω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Το κόμμα υποσχέθηκε να φορολογήσει περισσότερο τους πλούσιους και να κατανείμει πιο δίκαια τον πλούτο. |
διανέμω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El gobierno racionó la comida del ejército. |
κατανέμω, διανέμω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los voluntarios del campo de refugiados se dedicaban a asignar las raciones equitativamente. Οι εθελοντές στον προσφυγικό καταυλισμό μεριμνούσαν ώστε να κατανέμονται δίκαια οι μερίδες. |
μοιρασιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διατάσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Separó los papeles de manera uniforme en su escritorio. |
μοιράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Emily parceló la finca entre sus hijos. |
χωρίζω, μοιράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los ladrones decidieron repartirse el botín equitativamente. Οι κλέφτες αποφάσισαν να μοιραστούν (or: χωρίσουν) τα χρήματα εξίσου μεταξύ τους. |
αναδιανέμω, ανακατανέμω(κάτι ή κάτι σε κάποιους) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Durante el juicio, la empresa tuvo que redistribuir fondos para los abogados. |
μοιράζω τα χαρτιά λάθος(χαρτοπαιξία) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
δημοσιοποιώ με εγκύκλιοlocución verbal (επίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μοιράζω κτ σε κπ
La maestra distribuyó las hojas a todos los alumnos de la clase. |
διανέμω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A su jefe le gustaba repartir las tareas más interesantes entre los trabajadores que lo adulaban. |
μοιράζω κτ απλόχερα(θετική έννοια) |
μοιράζω κτ ανάμεσα σε κπ/κτ(σε άλλους) Distribuyeron la herencia entre los cuatro hijos de manera equitativa. Η περιουσία μοιράστηκε σε ίσα μέρη ανάμεσα στα τέσσερα παιδιά. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του repartir στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του repartir
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.