Τι σημαίνει το relativo στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης relativo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του relativo στο ισπανικά.
Η λέξη relativo στο ισπανικά σημαίνει σχετικός, συγκριτικός, σχετικός, αναφορική αντωνυμία, φυκώδης, παρεγκεφαλιδικός, αναφορική πρόταση, αναφορικά με, όσον αφορά, σχετικά με, σε σχέση με, πάνω σε, που αφορά, σχετικά με, αναφορικά με, της ώρας του ύπνου, της ώρας που πάω για ύπνο, σχετικός, σχετικά με, όσον αφορά, σχετικός με. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης relativo
σχετικόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Algunos creen que es aceptable cometer actos de maldad relativa para combatir la maldad absoluta. Ορισμένοι πιστεύουν ότι είναι αποδεκτό να κάνεις κάτι σχετικά κακό με σκοπό να αντιμετωπίσεις κάτι απόλυτα κακό. |
συγκριτικόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) María y Petra discutieron las ventajas relativas de viajar en tren o en avión. Η Μαρία και η Πέτρα συζήτησαν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του ταξιδιού με τρένο ή με αεροπλάνο. |
σχετικόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La humedad relativa de este clima puede resultar incómoda para aquellos acostumbrados a un clima seco y frío. Η σχετική υγρασία αυτού του κλίματος μπορεί να είναι άβολη για όσους έχουν συνηθίσει πιο ψυχρές και ξηρές περιοχές. |
αναφορική αντωνυμία(γραμματική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los pronombres relativos se utilizan para evitar repetir los nombres de las personas. |
φυκώδης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παρεγκεφαλιδικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αναφορική πρόταση(γραμματική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Las cláusulas de relativo largas quedan mejor delimitadas por comas. |
αναφορικά με, όσον αφορά, σχετικά με, σε σχέση με, πάνω σε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Escribió una carta relativa al problema. Έγραψε ένα γράμμα αναφορικά με το πρόβλημα. |
που αφορά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La palabra "paternalista" significa "relativo al padre o parientes del padre". ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αναφορικά με το θέμα της αύξησής σου θα μιλήσουμε αύριο. |
σχετικά με, αναφορικά μεlocución preposicional (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
της ώρας του ύπνου, της ώρας που πάω για ύπνοlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Για να εξασφαλίσεις ότι τα παιδιά σου θα κοιμούνται καλά τη νύχτα, είναι καλό να έχουν μια συγκεκριμένη ρουτίνα για την ώρα του ύπνου (or: για την ώρα που πάνε για ύπνο). |
σχετικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Μέχρι τώρα δεν έχουμε μάθει τίποτα σχετικό με το κόστος της αποστολής. |
σχετικά με, όσον αφοράlocución adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες στο βιβλίο σχετικά με την ευρωπαϊκή ιστορία. |
σχετικός με
|
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του relativo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του relativo
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.