Τι σημαίνει το regard στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης regard στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του regard στο Γαλλικά.
Η λέξη regard στο Γαλλικά σημαίνει ματιά, βλέμμα, το ότι κοιτάω επίμονα, κοιτάω λάγνα, κοιτώ λάγνα, κοιτάζω λάγνα, απέναντι, πολύ παρατηρητικός, επιδεικτικός, οξυδερκής, οξυδερκής, με λαμπερά μάτια, ανέκφραστα, παντού, οπουδήποτε, παρακλητικά, ενώπιον του νόμου, βλέμμα, θυμωμένο βλέμμα, άγρια ματιά, βλοσυρή ματιά, βλέμμα αποδοκιμασίας, παρατηρητικότητα, οξυδέρκεια, οπτική επαφή, φως της δημοσιότητας, κενό βλέμμα, βλέμμα που σκοτώνει, oπτικό πεδίο ανάγνωσης λέξεων, νέα ματιά, φρέσκια ματιά, ξενοκοιτάω, κρίση αφαίρεσης, παρακλητικό βλέμμα, παρατηρητικότητα, αντρική ματιά, λάγνο βλέμμα, παραπονεμένο βλέμμα, σχετικά με, εστιάζω, τραβάω την προσοχή, τραβάω το βλέμμα, ρίχνω κλεφτή ματιά σε κάποιον, κοιτάζω θυμωμένα, κάνω κπ να με προσέξει, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, κοιτάζω επίμονα, κοιτάζω απειλητικά, καρφώνω κπ με το βλέμμα, τραβάω την προσοχή κπ, εκθαμβωτικός, έξυπνα, γλυκοκοίταγμα, απειλητικό βλέμμα, βλοσυρό βλέμμα, άγρια ματιά, διερευνητική ματιά, ρίχνω μια αγριεμένη ματιά σε κπ, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, αγριοκοιτάζω, διαπερνώ, αγριοκοιτάζω, κοιτάζω επίμονα, αποστρέφω το βλέμμα μου, επίμονο βλέμμα, λάγνο βλέμμα, συγκεντρώνομαι, αγριοκοιτάζω, κόβω, διαπεραστικά, έντονα, συνοφρύωμα, μοχθηρό βλέμμα, άγρια ματιά, αποστρέφω, το φως, επένδυση στα τυφλά, που κοιτάζει επίμονα, που έχει κενό ή απαθές βλέμμα, με ψυχρό βλέμμα, που αποφεύγει τη βλεμματική επαφή, αλλού, αναμενόμενα, διερευνητικά, απορημένα, ρίχνω μια πλάγια ματιά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης regard
ματιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La blonde remarqua le regard de Dan et le lui rendit. Η ξανθιά παρατήρησε τις ματιές του Νταν και ανταπέδωσε. |
βλέμμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Elle l'a fait taire en lui lançant un regard noir. Τον έκανε να σιωπήσει με ένα άγριο βλέμμα. |
το ότι κοιτάω επίμοναnom masculin (examen attentif) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le regard de l'enfant commençait à mettre Josh très mal à l'aise. Το παιδί τον κοιτούσε επίμονα και αυτό είχε αρχίσει να κάνει τον Τζος να αισθάνεται πολύ άβολα. |
κοιτάω λάγνα, κοιτώ λάγνα, κοιτάζω λάγνα
Les adolescents lorgnaient les filles de l'équipe de volley-ball. Τα έφηβα αγόρια κοιτούσαν λάγνα την ομάδα βόλλεϋ των κοριτσιών. |
απέναντιadjectif (page) Le texte était sur une page et la photographie en regard. Υπήρχε το κείμενο στη μια μεριά και μια φωτογραφία στην απέναντι σελίδα. |
πολύ παρατηρητικός(figuré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le vieux M. Williams a un œil de lynx : aucun détail ne lui échappe. |
επιδεικτικόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est vraiment une tenue qui attire l'attention. Αυτό είναι σίγουρα ένα επιδεικτικό ντύσιμο. |
οξυδερκής(figuré) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
οξυδερκής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με λαμπερά μάτιαlocution adjectivale (κυριολεκτικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανέκφρασταlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La vieille femme ne parle plus. Elle regarde simplement devant elle avec le regard vide. |
παντού, οπουδήποτεadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
παρακλητικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ενώπιον του νόμου
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Au regard de la loi, une personne est innocente jusqu'à preuve de sa culpabilité. |
βλέμμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) John observait son père d'un regard fixe. Ο Τζον κοίταζε τον πατέρα του με σταθερό βλέμμα. |
θυμωμένο βλέμμαnom masculin Olivia a lancé un regard furieux (or: noir) à son époux. |
άγρια ματιά, βλοσυρή ματιάnom masculin Il la fusilla du regard lorsqu'elle témoigna contre lui. |
βλέμμα αποδοκιμασίαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Ses tentatives pour faire rire le public à ses blagues grossières furent accueillies par des regards désapprobateurs. |
παρατηρητικότητα, οξυδέρκειαnom masculin (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οπτική επαφή
Le contact visuel est important lorsque l'on communique avec les autres. Η οπτική επαφή είναι σημαντική στην επικοινωνία με τους άλλους. |
φως της δημοσιότηταςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Cette affaire privée a éclaté au grand jour. |
κενό βλέμμαnom masculin Quand quelqu'un a le regard vide, cela signifie généralement qu'il ne comprend pas ce qui se passe. |
βλέμμα που σκοτώνει(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
oπτικό πεδίο ανάγνωσης λέξεωνnom féminin (πόσες λέξεις διαβάζουμε με μια ματιά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
νέα ματιά, φρέσκια ματιάnom masculin |
ξενοκοιτάω(για άντρα, μουρντάρης) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle se doutait bien à son regard libidineux qu'il ne se contenterait pas de regarder les autres femmes. |
κρίση αφαίρεσηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
παρακλητικό βλέμμαnom masculin Η γάτα που έριξε ένα παρακλητικό βλέμμα ενώ έκοβα το τυρί. |
παρατηρητικότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αντρική ματιάnom masculin (perspective masculine) |
λάγνο βλέμμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
παραπονεμένο βλέμμα
Arrête de me regarder avec ces yeux de chien battu ; tu n'as pas le droit d'aller au cinéma avec tes amis ce soir. Μη με κοιτάζεις μ' αυτά τα κουταβίσια μάτια - δεν μπορείς να πας σινεμά με τους φίλους σου σήμερα. |
σχετικά με
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'amende infligée à l'entreprise était modeste par rapport à ses bénéfices de l'année. |
εστιάζω(επίσημο: μάτια) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Shaun a fixé la cible du regard et a lancé sa fléchette. New: Το μάτι του καρφώθηκε στην εικόνα. |
τραβάω την προσοχή, τραβάω το βλέμμαlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le dessin osé et les couleurs vives de ces robes attirent le regard (or: l'œil). |
ρίχνω κλεφτή ματιά σε κάποιον
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοιτάζω θυμωμένα(figuré) |
κάνω κπ να με προσέξει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La prestation de Laura durant le spectacle a attiré le regard des découvreurs de talent. |
ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά(σε κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοιτάζω επίμονα
C'est malpoli de fixer les gens du regard. Είναι αγενές να κοιτάζεις επίμονα. |
κοιτάζω απειλητικά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jason lança un regard noir à son professeur de maths, sentant que l'algèbre était une torture. |
καρφώνω κπ με το βλέμμαlocution verbale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τραβάω την προσοχή κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκθαμβωτικός(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
έξυπνα(faire remarquer,...) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
γλυκοκοίταγμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mon collègue a vite détourné le regard quand j'ai remarqué son regard lubrique. |
απειλητικό βλέμμα, βλοσυρό βλέμμαnom masculin Rita était ennuyée par les regards noirs manifestes de Scott. |
άγρια ματιάnom masculin Elle était clairement jalouse et m'a lancé un regard méchant (or: m'a jeté un regard assassin) quand personne ne regardait. |
διερευνητική ματιά
Adam se sentait rougir sous le regard insistant de la femme. Ο Άνταμ κοκκίνισε με τη διερευνητική ματιά που του έριξε η γυναίκα. |
ρίχνω μια αγριεμένη ματιά σε κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Une femme m'a pris ma place de parking alors quand je l'ai vue dans le magasin, je l'ai regardée méchamment (or: je l'ai foudroyée du regard). |
ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά(σε κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αγριοκοιτάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pourquoi est-ce que tu me jettes un regard noir ? Γιατί με αγριοκοιτάς; |
διαπερνώlocution verbale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le juge a plongé son regard dans les yeux du témoin pour le forcer à dire la vérité. |
αγριοκοιτάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Μη με αγριοκοιτάζεις, δεν κατέστρεψα εγώ το αυτοκίνητό σου. |
κοιτάζω επίμονα
Agnes fixait le téléphone du regard, le suppliant de sonner. Η Άγκνες κοίταζε επίμονα το τηλέφωνο, παρακαλώντας να χτυπήσει. |
αποστρέφω το βλέμμα μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επίμονο βλέμμαnom masculin Le regard fixe du petit garçon commençait à mettre Brian mal à l'aise. Το επίμονο βλέμμα του μικρού αγοριού είχε αρχίσει να κάνει τον Μπράιαν να νιώθει άβολα. |
λάγνο βλέμμα
|
συγκεντρώνομαιlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αγριοκοιτάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Susan lança un regard noir à son petit ami. Η Σούζαν αγριοκοίταξε το φίλο της. |
κόβω(familier) (καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαπεραστικά, έντονα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
συνοφρύωμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ο πατέρας του Πωλ είχε πάντα ένα αποδοκιμαστικό συνοφρύωμα στο πρόσωπό του. |
μοχθηρό βλέμμαnom masculin |
άγρια ματιάnom masculin Kyle lança un regard furieux à sa mère. Ο Κάιλ έριξε μια άγρια ματιά στη μητέρα του. |
αποστρέφωlocution verbale (βλέμμα/πρόσωπο/κεφάλι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les témoins ont dû détourner le regard de cette vision atroce. Οι μάρτυρες αναγκάστηκαν να αποστρέψουν το πρόσωπό τους από το φρικιαστικό θέαμα. |
το φωςnom masculin (μεταφορικά: με γενική) Tout homme politique se doit d'accepter le regard scrutateur de la masse. Όλοι οι πολιτικοί πρέπει να μάθουν να δέχονται την προσοχή του δημόσιου εξονυχιστικού ελέγχου. |
επένδυση στα τυφλά(Finance) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
που κοιτάζει επίμονα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Το παιδί που κοιτούσε επίμονα έκανε την Όντρεϊ να νιώθει άβολα. |
που έχει κενό ή απαθές βλέμμαadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με ψυχρό βλέμμαlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που αποφεύγει τη βλεμματική επαφήlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αλλούlocution verbale (προς άλλη κατεύθυνση) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quand elle se mit à pleurer, il détourna le regard. Κοίταξε αλλού και άρχισε να κλαίει. |
αναμενόμενα(attendre,...) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
διερευνητικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
απορημένα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ρίχνω μια πλάγια ματιάlocution verbale (σε κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jerome a lancé un regard oblique vers l’horloge, espérant que la réunion tirait à sa fin. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του regard στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του regard
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.