Τι σημαίνει το rassembler στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης rassembler στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rassembler στο Γαλλικά.
Η λέξη rassembler στο Γαλλικά σημαίνει μαζεύω, συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, βρίσκω, συγκεντρώνω, μαζεύω, καλώ, προσκαλώ, συγκαλώ, μαζεύω, μαζεύω, μαντρώνω, συγκεντρώνω, μαζεύω, μαζεύω, συγκεντρώνω, συγκεντρώνω, συγκεντρώνω, μαζεύω, συγκεντρώνω, μαζεύω, συγκεντρώνω, μαζεύω, συμμαζεύω, βάζω σε τάξη, μαζεύω, συγκεντρώνω, επιστρατεύω, συγκρίνω, καλώ κπ για επιθεώρηση, ενώνω, μαζεύω, μαζεύω, συγκεντρώνω, βρίσκω, επιστρατεύω, ενώνω, συνενώνω, ενοποιώ, συντάσσω ανθολογία, βάζω κτ/κπ στο ίδιο σακί με κτ/κπ άλλο(ν), φέρνω κπ/κτ κοντά, βάζω μαζί, συνδυάζω κτ με κτ, μαζεύω, συγκεντρώνω, συγκεντρώνω, ομαδοποιώ, συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, κοινωνική φούσκα, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω χρήματα, συναθροίζομαι, συναθροίζομαι, συνδέω, ενώνω, μαζεύομαι γύρω από, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, ξανασυγκεντρώνω, συγκεντρώνω στοιχεία, μαζεύω στοιχεία, συλλέγω στοιχεία, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, σχηματίζω κύκλο, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συνδέω, ενώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης rassembler
μαζεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rassemblez (or: Réunissez) tout le monde afin que nous puissions démarrer la représentation musicale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όλα τα ξωτικά συνάχτηκαν στο δάσος. |
συλλέγω, συγκεντρώνωverbe transitif (des informations) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les services de renseignements recueillent (or: collectent, or: rassemblent) de plus en plus d'informations sur nos activités en ligne. Οι υπηρεσίες πληροφοριών συλλέγουν όλο και περισσότερα δεδομένα για τις διαδικτυακές μας δραστηριότητες. |
μαζεύω, βρίσκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bob a rassemblé son courage et y est allé. Ο Μπομπ μάζεψε το κουράγιο του και το επιχείρησε. |
συγκεντρώνω, μαζεύωverbe transitif (ses affaires) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ramasse tous les jouets et range-les où il faut. |
καλώ, προσκαλώ, συγκαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαζεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les moutons se sont dispersés, il faut les rassembler à nouveau. Τα πρόβατα διασκορπίστηκαν και έτσι πρέπει να τα μαζέψουμε ξανά. |
μαζεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαντρώνωverbe transitif (troupeau) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les cow-boys rassemblaient le bétail avant le coucher du soleil. |
συγκεντρώνω, μαζεύωverbe transitif (des personnes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Marnie a déjà rassemblé l'équipe pour la course de charité de l'an prochain. Η Μάρνυ έχει ήδη μαζέψει την ομάδα για τη φιλανθρωπική εκδήλωση τον επόμενο χρόνο. |
μαζεύω, συγκεντρώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Brian a rassemblé une équipe pour trouver un plan. Ο Μπράιαν δημιούργησε μια ομάδα για να βρει ένα σχέδιο. |
συγκεντρώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συγκεντρώνω, μαζεύω(ses forces) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai rassemblé mes forces avant la montée vers le pic. |
συγκεντρώνω, μαζεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si on veut jouer au foot, il faut d'abord rassembler des joueurs. Άμα θέλουμε να παίξουμε ποδόσφαιρο πρέπει πρώτα να μαζέψουμε μερικούς παίκτες. |
συγκεντρώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαζεύω, συμμαζεύω(figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάζω σε τάξηverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Rassemblez des preuves pour étayer votre argument. Βάλε σε τάξη τα γεγονότα για να υπερασπιστείς το επιχείρημά σου. |
μαζεύω, συγκεντρώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kim a rassemblé ses enfants dans la maison. Η Κιμ μάζεψε τα παιδιά της μέσα στο σπίτι. |
επιστρατεύωverbe transitif (son courage,...) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gareth voulait tout abandonner mais curieusement, il a rassemblé son courage pour continuer. Ο Γκάρεθ ήθελε να τα παρατήσει, αλλά με κάποιον τρόπο βρήκε τη θέληση να συνεχίσει. |
συγκρίνω(des papiers, des données) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les deux équipes rassembleront leurs découvertes avant de tirer des conclusions. |
καλώ κπ για επιθεώρησηverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le sergent a rassemblé ses soldats. Ο λοχίας κάλεσε τους στρατιώτες του για επιθεώρηση. |
ενώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαζεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαζεύω, συγκεντρώνω(des objets) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mère ramassa les jouets des enfants qui étaient par terre. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μάζεψε όλες τις πληροφορίες που μπορούσε να βρει για το θέμα. |
βρίσκω(le courage) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je n'ai pas trouvé le courage de l'inviter à sortir avec moi. Δεν μπορούσα να βρω το κουράγιο για να του ζητήσω να βγούμε. |
επιστρατεύω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Même dans la défaite, l’entraîneur n'a jamais cessé de nous motiver. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πρέπει να επιστρατεύσουμε αρκετή υποστήριξη για να περάσουμε το νομοσχέδιο. |
ενώνω, συνενώνω, ενοποιώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συντάσσω ανθολογίαverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βάζω κτ/κπ στο ίδιο σακί με κτ/κπ άλλο(ν)(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Με τις παρατηρήσεις του, ο πολιτικός εξίσωσε τις διάφορες εγκληματικές ενέργειες του αντιπάλου του, χωρίς να στηρίζεται σε ρεαλιστικά δεδομένα. |
φέρνω κπ/κτ κοντάverbe transitif |
βάζω μαζίverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνδυάζω κτ με κτ
|
μαζεύω, συγκεντρώνωverbe transitif (des personnes, des documents) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συγκεντρώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les psychologues ont rassemblé les données collectives de leurs prédécesseurs pour développer une nouvelle théorie. Οι ψυχολόγοι έχουν συγκεντρώσει τη συνολική γνώση των παλαιών ερευνητών για να αναπτύξουν μια νέα θεωρία. |
ομαδοποιώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les chercheurs groupèrent les résultats de l'étude pour les comparer aux essais précédents. Οι επιστήμονες ομαδοποίησαν τα αποτελέσματα της έρευνας και τα σύγκριναν με παλαιότερες δοκιμές. |
συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κοινωνική φούσκαnom masculin (Royaume-Uni, pandémie) (εν καιρώ πανδημίας) |
συγκεντρώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il rassembla ses pensées avant de prendre la parole. |
συγκεντρώνω χρήματαverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συναθροίζομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Une foule se rassembla autour de l'enfant perdu. |
συναθροίζομαιverbe pronominal (επίσ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι πολίτες συναθροίστηκαν (or: συγκεντρώθηκαν) στην πλατεία για να διαμαρτυρηθούν. |
συνδέω, ενώνωverbe pronominal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαζεύομαι γύρω από
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Approchez-vous, tout le monde ! Richard a quelque chose à dire. |
ξανασυγκεντρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συγκεντρώνω στοιχεία, μαζεύω στοιχεία, συλλέγω στοιχείαlocution verbale (αποδείξεις) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le shérif est parti sans recueillir la moindre preuve de la scène du crime. |
συγκεντρώνομαι, μαζεύομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Souvent, les animaux se rassemblent pour se protéger des prédateurs. |
σχηματίζω κύκλο(Football américain) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les joueurs se sont mis en cercle (or: se sont rassemblés) pendant que l'entraîneur de l'équipe adverse se disputait avec l'arbitre. Η ομάδα σχημάτισε κύκλο ενώ ο προπονητής της αντίπαλης ομάδας μάλωνε με τον διαιτητή. |
συγκεντρώνομαι, μαζεύομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Toute la classe s'est rassemblée pour organiser un dîner de charité. Όλη η τάξη μαζεύτηκε για το φιλανθρωπικό δείπνο. |
συνδέω, ενώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rassembler στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του rassembler
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.